Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (408-443)


ΤΕ. εἰ καὶ τυραννεῖς, ἐξισωτέον τὸ γοῦν
ἴσ᾽ ἀντιλέξαι· τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ.
410οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος, ἀλλὰ Λοξίᾳ·
ὥστ᾽ οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι.
λέγω δ᾽, ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ᾽ ὠνείδισας·
σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν᾽ εἶ κακοῦ,
οὐδ᾽ ἔνθα ναίεις, οὐδ᾽ ὅτων οἰκεῖς μέτα.
415ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ἀφ᾽ ὧν εἶ; καὶ λέληθας ἐχθρὸς ὢν
τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω,
καί σ᾽ ἀμφιπλὴξ μητρός τε καὶ τοῦ σοῦ πατρὸς
ἐλᾷ ποτ᾽ ἐκ γῆς τῆσδε δεινόπους ἀρά,
βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ᾽, ἔπειτα δὲ σκότον.
420βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν,
ποῖος Κιθαιρὼν οὐχὶ σύμφωνος τάχα,
ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον, ὃν δόμοις
ἄνορμον εἰσέπλευσας, εὐπλοίας τυχών;
ἄλλων δὲ πλῆθος οὐκ ἐπαισθάνῃ κακῶν,
425ὅσ᾽ ἐξισώσεις σοί τε καὶ τοῖς σοῖς τέκνοις.
πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα καὶ τοὐμὸν στόμα
προπηλάκιζε. σοῦ γὰρ οὐκ ἔστιν βροτῶν
κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε.
ΟΙ. ἦ ταῦτα δῆτ᾽ ἀνεκτὰ πρὸς τούτου κλύειν;
430οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐχὶ θᾶσσον; οὐ πάλιν
ἄψορρος οἴκων τῶνδ᾽ ἀποστραφεὶς ἄπει;
ΤΕ. οὐδ᾽ ἱκόμην ἔγωγ᾽ ἄν, εἰ σὺ μὴ ᾽κάλεις.
ΟΙ. οὐ γάρ τί σ᾽ ᾔδη μῶρα φωνήσοντ᾽, ἐπεὶ
σχολῇ σ᾽ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην.
435ΤΕ. ἡμεῖς τοιοίδ᾽ ἔφυμεν, ὡς μὲν σοὶ δοκεῖ,
μῶροι, γονεῦσι δ᾽, οἵ σ᾽ ἔφυσαν, ἔμφρονες.
ΟΙ. ποίοισι; μεῖνον. τίς δέ μ᾽ ἐκφύει βροτῶν;
ΤΕ. ἥδ᾽ ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ.
ΟΙ. ὡς πάντ᾽ ἄγαν αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις.
440ΤΕ. οὔκουν σὺ ταῦτ᾽ ἄριστος εὑρίσκειν ἔφυς;
ΟΙ. τοιαῦτ᾽ ὀνείδιζ᾽ οἷς ἔμ᾽ εὑρήσεις μέγαν.
ΤΕ. αὕτη γε μέντοι σ᾽ ἡ τύχη διώλεσεν.
ΟΙ. ἀλλ᾽ εἰ πόλιν τήνδ᾽ ἐξέσωσ᾽, οὔ μοι μέλει.


ΤΕΙ. Αν και κατέχεις την εξουσία
έχω κι εγώ δικαίωμα εξίσου
με τη σειρά μου να μιλήσω.
Δεν είμαι δούλος σου·
410είμαι του Φοίβου, του Λοξία δούλος·
του Κρέοντος κηδεμονία δεν χρειάζομαι.
Είμαι τυφλός και χλευάζεις την τύφλα μου.
Σου λέω λοιπόν πως βλέπεις
κι όμως δε βλέπεις,
πως κολυμπάς στη συμφορά.
Δεν ξέρεις πού κατοικείς
και με ποιούς συνοικείς.
Ξέρεις πούθε κρατά η γενιά σου;
Στο πέλαγος της λήθης περιφέρεσαι
κι είσαι των προσφιλών σου εχθρός
των ζωντανών κι όλων των πεθαμένων.
Η φοβερή γοργοπόδαρη διπλή κατάρα
απ᾽ τον πατέρα και τη μάνα σου σταλμένη
από τη χώρα σου θα σ᾽ εξορίσει.
Και δεν θα βλέπεις πλέον φως·
θα πλέεις στο σκοτάδι.
420Θ᾽ αντιλαλήσουν οι κορφές του Κιθαιρώνα
και τα λιμάνια θ᾽ αντηχήσουν στεναγμούς,
όταν υποπτευθείς σε ποιό γαμήλιο κόλπο
προσάραξες αλίμενο,
όταν σε θάρρεψε το καλοτάξιδο
τ᾽ αγέρι στα πανιά σου.
Δεν υποπτεύεσαι το πλήθος τ᾽ άλλα σου δεινά,
όταν θα εξομοιωθείς με τα παιδιά σου.
Προς το παρόν κάτσε και προπηλάκιζε
το στόμα το δικό μου και τον Κρέοντα.
Άλλος θνητός όπως εσύ
ποτέ του δεν θα λιώσει
στα δόντια της μυλόπετρας παγιδευμένος.
ΟΙΔ. Πώς ν᾽ αντέξει κανείς να τον ακούει;
430Δε θα πας στο χαμό;
Δε θα χαθείς το γρηγορότερο;
Δε θα γυρίσεις να δω την πλάτη σου;
Δε θα μ᾽ αδειάσεις τη γωνιά;
ΤΕΙ. Με κάλεσες· μονάχος δε θα ᾽ρχόμουν.
ΟΙΔ. Δεν ήξερα πως θα ξεστόμιζες βλακείες
αλλιώς δε θα ᾽στελνα να σε καλέσω.
ΤΕΙ. Ανόητος νομίζεις πως γεννήθηκα
όμως σοφό με νόμιζαν
αυτοί που σε γεννήσανε.
ΟΙΔ. Για ποιούς μιλάς; Στάσου!
Ποιός μ᾽ έφερε στον κόσμο;
ΤΕΙ. Η μέρα τούτη θα σε γεννήσει
και θα σε σβήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς μ᾽ αινίγματα θολά και μπερδεμένα.
440ΤΕΙ. Μα δε γεννήθηκες αινίγματα να λύνεις;
ΟΙΔ. Να μη χλευάζεις το μεγαλείο μου.
ΤΕΙ. Η συγκυρία σε κατέστρεψε κι η τύχη.
ΟΙΔ. Και τί με νοιάζει; Την πόλη την έσωσα.


ΤΕΙ. Κι αν είσαι βασιλιάς, σ᾽ αυτό καν πρέπει
να γίνομε ίσοι και ν᾽ αντιμιλήσω
σαν ίσος· κι είν᾽ αυτό δικαίωμά μου,
410γιατί δε ζω δικός σου, μα του Φοίβου
δούλος εγώ, ώστε να μην έχω ανάγκη
τον Κρέοντα να πάρω πάτρωνά μου.
Σου λέω λοιπόν, που και τυφλό με βρίζεις,
πως εσύ και έχεις μάτια και δε βλέπεις
σε τί κακό που βρίσκεσαι και μήτε
πού κάθεσαι και με ποιούς ζεις μαζί των.
Άραγε ξέρεις τίνων είσαι; ξέρεις
πως είσαι των δικών σου εχθρός κι απάνω
στη γης εδώ και κάτω εκεί στον Άδη;
Μα κάπου θά ᾽ρθει η δίκοπη κατάρα
μητέρας και πατέρα μ᾽ άγριο πόδι
έξω απ᾽ τη χώρα να σε κυνηγήσει
χωρίς πια φως στα μάτια, μα σκοτάδια.
420Κι οι βόγγοι σου, πού δε θ᾽ αράζουν τότε;
ποιός Κιθαιρώνας δε θ᾽ αντιβουΐσει
απ᾽ αυτούς σε λίγο, όταν θενά ᾽χεις νιώσει
σε τί λιμάνι συφοράς για σένα
με τους γάμους σου μπήκες, μια που τότε
σου έτυχε πρίμος ο καιρός ν᾽ αράξεις;
Κι ούτε τις άλλες πλήθος συφορές σου
αιστάνεσαι, που θα σε κάμουν ένα
μ᾽ εσέ τον ίδιο και με τα παιδιά σου.
Τώρα βρίζε τον Κρέοντα και το στόμα
το δικό μου· γιατί κανείς στον κόσμο
δε θα χαθεί χειρότερ᾽ από σένα.
ΟΙΔ. Πώς να βαστά κανείς ν᾽ ακούει αυτά σου
430τα λόγια; δε θα πας στ᾽ ανάθεμα;
κι όσο πιο πριν; δεν παίρνεις ευτύς πόδι
για κείθε που ᾽ρθες; ΤΕΙ. Μα ούτε και θα ᾽ρχόμουν
εγώ ποτέ, αν εσύ δε μ᾽ εκαλούσες.
ΟΙΔ. Γιατί δεν το ᾽βαζε ο νους μου πως τέτοιες
θα ᾽λεες μωρίες, κι ούτε που θενά ᾽χα
την άδεια σου να στείλω να σε φέρουν.
ΤΕΙ. Τέτοιοι εμείς γεννηθήκαμε· για σένα
μωροί, μα γνωστικοί για κείνους
που σε γεννούσανε. ΟΙΔ. Ποιούς λες; για στάσου,
ποιός μ᾽ έφερε λοιπόν στον κόσμο εμένα;
ΤΕΙ. Η μέρα η σημερινή θενα σου δώσει
και γέννηση και θάνατο. ΟΙΔ. Πώς όλα
που λες αινίγματά ᾽ναι και σκοτάδια!
440ΤΕΙ. Μα εσύ δεν είσαι ο μόνος να τα βρίσκεις;
ΟΙΔ. Βρίζε με κει που θα με βρεις μεγάλο.
ΤΕΙ. Μα αυτή σου η τύχη σ᾽ έχασε ίσα-ίσα.
ΟΙΔ. Μα αν έσωσα τη χώρα, δε με μέλει.


ΤΕΙ. Κι αν είσαι βασιλιάς, θ᾽ αντιμιλήσω
σαν να ᾽μαστε όμοιοι· τόση δύναμη έχω.
410Τι δούλος σου δεν είμαι, αλλά του Φοίβου,
κι έτσι τον Κρέοντα δεν ποθώ προστάτη.
Και θα σ᾽ τα πω, γιατί δειλό με βρίζεις.
Συ αν βλέπεις, δε θωρείς τις συφορές σου,
ούτε πού ζεις, ούτε με ποιούς φωλιάζεις.
Ξέρεις ποιά είναι η γενιά σου; Εχτρό πως σ᾽ έχουν
νεκροί οι δικοί σου ή ζωντανοί, δε νιώθεις,
κι απ᾽ τη γη αυτή πως μάνας και πατέρα
θα σε διώξει άγρια, δίκοπη κατάρα,
κι αν βλέπεις τώρα φως, θα δεις σκοτάδι.
420Ποιά ραχούλα, ποιός τότε Κιθαιρώνας
απ᾽ το βόγκο σου δε θ᾽ αντιβουίσει
το γάμο σου άμα δεις, τί αραξοβόλι
πλανερό στο καλό ταξίδι σου ήταν;
Και πλήθος άλλες συφορές δε νιώθεις,
που όμοιο με τα παιδιά σου θα σε κάνουν
και με σένα. Τον Κρέοντα ύστερα βρίζε
κι αυτά που λέω. Κι όμως ποτέ θνητός
χειρότερα από σε δε θα ρημάξει.
ΟΙΔ. Βαστά κανείς ν᾽ ακούει πια τέτοια λόγια;
430Στην οργή, λέω, γρήγορα. Σήκω, χάσου
απ᾽ το σπίτι, απ᾽ τα μάτια μου για πάντα.
ΤΕΙ. Δε θα ᾽ρχόμουνα, εσύ αν δε μ᾽ είχες κράξει.
ΟΙΔ. Δεν ήξερα άμυαλα έτσι πως θα ελάλεις,
δε θα σ᾽ έφερνα αλλιώς στο σπιτικό μου.
ΤΕΙ. Τέτοιοι είμαστε, για σένα άμυαλοι, ως είπες,
μα γνωστικοί γι᾽ αυτούς που σε γεννήσαν.
ΟΙΔ. Για ποιούς; Μη φεύγεις. Ποιού θνητού είμαι γέννα;
ΤΕΙ. Θα γεννηθείς και θα χαθείς απόψε.
ΟΙΔ. Σκοτεινά αινίγματα όλοι σου είναι οι λόγοι.
440ΤΕΙ. Για λύση τους δεν είσαι τάχα ο πρώτος;
ΟΙΔ. Γέλα έτσι ό,τι μεγάλον μ᾽ έχει δείξει.
ΤΕΙ. Αυτή η τύχη σου, ωστόσο, ήταν χαμός σου.
ΟΙΔ. Αφού έσωσα τη χώρα, δε με νοιάζει.