Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας πλησιάζουν στην πόρτα του Πλούτωνα.
460ΔΙΟ. Πώς να χτυπήσω; Πώς και με ποιόν τρόπο;
Άραγε οι ντόπιοι πώς χτυπούν τις πόρτες;
ΞΑΝ. Βάρα γερά, την ώρα σου μη χάνεις·
μορφή Ηρακλή, και την καρδιά του να ᾽χεις.
ΔΙΟ., χτυπώντας.
Μικρέ, μικρέ!
ΑΙΑΚΟΣ, ανοίγοντας.
Ποιός είναι; ΔΙΟ. Ο Ηρακλής ο αντρειωμένος.
ΑΙΑ. Βρε σιχαμένε, αδιάντροπε, ξετσίπωτε,
βρομάνθρωπε, βρομιάρη, αρχιβρομιάρη!
Το σκύλο μας εσύ, τον Κέρβερό μας,
ξεκάμπισες, που εγώ ᾽μουν φύλακάς του,
και το λαιμό του σφίγγοντας τον πήρες
και το ᾽σκασες. Μα τώρα είσαι πιασμένος·
470ο βράχος ο μαυρόκαρδος της Στύγας
κι η πέτρα η Αχερόντια που αίμα στάζει
και τα σκυλιά, που γύρω γύρω τρέχουν
στον Κωκυτό, καλά στη μέση σ᾽ έχουν·
η Οχιά η εκατοκέφαλη τα σπλάχνα
θα σου σπαράξει· πάνω στα πλεμόνια
θά ᾽ρθει η Ταρτήσσια σμέρνα να κολλήσει·
τα δυο νεφρά σου στο αίμα βουτηγμένα
με τ᾽ άντερα μαζί θα τα ξεσκίσουν,
κομμάτια θα τα κάμουν οι Τειθράσιες
Γοργόνες. Πάω τρεχάτος να τις φέρω.
ΞΑΝ., στο Διόνυσο, που κάθισε ανακούρκουδα.
Τί ᾽ναι; ΔΙΟ. Σπονδή… από πίσω· ο θεός βοηθός μας.
480ΞΑΝ. Γελοίε! Για σήκω αμέσως, πριν κανένας
ξένος σε δει. ΔΙΟ. Λιγοθυμιά έχω πάθει.
Σφογγάρι στην καρδιά μου· φέρε μου ένα.
ΞΑΝ. Νά, βάλ᾽ το. ΔΙΟ. Πού είναι;
Παίρνει το σφογγάρι και σκουπίζεται από πίσω.
ΞΑΝ. Ω σεις, χρυσοί θεοί μου!
Εκεί έχεις την καρδιά σου; ΔΙΟ. Ναι, απ᾽ το φόβο
γλίστρησε κάτω κάτω στην κοιλιά μου.
ΞΑΝ. Δειλέ! Σ᾽ αυτό περνάς και θεούς κι ανθρώπους.
ΔΙΟ. Δειλός εγώ; Αφού ζήτησα σφογγάρι.
Ποιός άλλος;… ΞΑΝ. Μπα! Τί θα ᾽κανε ένας άλλος;
ΔΙΟ. Δειλός; Μα θα καθόταν να… μυρίζει·
490εγώ όμως νά με· ολόρθος, σκουπισμένος.
ΞΑΝ. Μα το θεό, μεγάλο θάρρος. ΔΙΟ. Έχω.
Μα εσέ οι φοβέρες κι οι βροντές των λόγων
δε σε τρόμαξαν; ΞΑΝ. Είδηση δεν πήρα.
ΔΙΟ. Αφού λοιπόν είσαι γενναίος κι αντρείος
και φόβος μες στα σπλάχνα σου δεν μπαίνει,
νά, πάρε αυτά, λεοντή και ρόπαλό μου,
και γίνε εγώ· και παίρνω εγώ τον μπόγο.
ΞΑΝ. Αμέσως κι ευχαρίστως. Και να βλέπεις
500αν ο Ηρακλοξανθίας θα ᾽ναι δειλός
κι αν η καρδιά του μοιάζει της δικής σου.
Αλλάζουν τα ρούχα τους.
ΔΙΟ. Ολόφτυστος ο αλήτης της Μελίτης.
Εμπρός, εγώ τα στρώματα στον ώμο.
|