Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.136-2.166)


σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρθένον ἐκ θαλάμοιο
καὶ νύμφαν ἐφόβησ᾽ ἔτι δέμνια θερμὰ λιποῖσαν
ἀνέρος.» ὣς ὃ μὲν εἶπεν· ἐγὼ δέ νιν ἁ ταχυπειθής
χειρὸς ἐφαψαμένα μαλακῶν ἔκλιν᾽ ἐπὶ λέκτρων·
140 καὶ ταχὺ χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, καὶ τὰ πρόσωπα
θερμότερ᾽ ἦς ἢ πρόσθε, καὶ ἐψιθυρίσδομες ἁδύ.
ὡς καί τοι μὴ μακρὰ φίλα θρυλέοιμι Σελάνα,
ἐπράχθη τὰ μέγιστα, καὶ ἐς πόθον ἤνθομες ἄμφω.
κοὔτε τι τῆνος ἐμὶν ἀπεμέμψατο μέσφα τό γ᾽ ἐχθές,
145 οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ. ἀλλ᾽ ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας
μάτηρ τᾶς ἁμᾶς αὐλητρίδος ἅ τε Μελιξοῦς
σάμερον, ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι
Ἀῶ τὰν ῥοδόεσσαν ἀπ᾽ ὠκεανοῖο φέροισαι,
κεἶπέ μοι ἄλλα τε πολλὰ καὶ ὡς ἄρα Δέλφις ἔραται.
150 κεἴτε νιν αὖτε γυναικὸς ἔχει πόθος εἴτε καὶ ἀνδρός,
οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρεκὲς ἴδμεν, ἀτὰρ τόσον· αἰὲν Ἔρωτος
ἀκράτω ἐπεχεῖτο καὶ ἐς τέλος ᾤχετο φεύγων,
καὶ φάτο οἱ στεφάνοισι τὰ δώματα τῆνα πυκαξεῖν.
ταῦτά μοι ἁ ξείνα μυθήσατο, ἔστι δ᾽ ἀλαθής.
155 ἦ γάρ μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ᾽ ἐφοίτη,
καὶ παρ᾽ ἐμὶν ἐτίθει τὰν Δωρίδα πολλάκις ὄλπαν·
νῦν δέ τε δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον.
ἦ ῥ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν ἔχει, ἁμῶν δὲ λέλασται;
νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταδήσομαι· αἰ δ᾽ ἔτι κά με
160 λυπῇ, τὰν Ἀίδαο πύλαν, ναὶ Μοίρας, ἀραξεῖ·
τοῖά οἱ ἐν κίστᾳ κακὰ φάρμακα φαμὶ φυλάσσειν,
Ἀσσυρίω, δέσποινα, παρὰ ξείνοιο μαθοῖσα.
ἀλλὰ τὺ μὲν χαίροισα ποτ᾽ ὠκεανὸν τρέπε πώλως,
πότνι᾽· ἐγὼ δ᾽ οἰσῶ τὸν ἐμὸν πόθον ὥσπερ ὑπέσταν.
165 χαῖρε, Σελαναία λιπαρόθρονε, χαίρετε δ᾽ ἄλλοι
ἀστέρες, εὐκάλοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί.


«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη,
την κόρη την ανήξερη, να φεύγει από το σπίτι,
και κάνει και τη νιόνυφη ν᾽ αφήνει, ν᾽ απαρνιέται
το στρώμ᾽ ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγει».

Είπε· κι εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ᾽ απ᾽ το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα·
140κι άρχισαν να μαλάζονται μαζί τα δυο κορμιά μας
και τα ζεστά μας πρόσωπα ν᾽ ανάβουν, να κορώνουν·
κι εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας.
Και να μη σ᾽ τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κι ήρθαμ᾽ οι δυο σε πόθο.
Κι ως χθες κανείς μας απ᾽ τους δυο παράπονο δεν είχε·
145μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάνα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ᾽ τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στ᾽ άλλα μου ᾽πε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη,
150μα ποιά αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώσει,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ᾽ ευωδιαστά στεφάνια·
κι ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μου ᾽πεν εκείνη
κι εγώ τ᾽ αναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω·
155γιατ᾽ άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι.
Μα τώρα που ᾽χω να τον δω σωστά δώδεκα μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα.
Μα τώρα με τα μάγια μου θενα τον σφικτοδέσω,
κι αν πάλι θα με τυραγνά, τ᾽ ορκίζομαι στις Μοίρες,
160την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχιά να πάει να κρούσει.
Βαθιά μες στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τα ᾽χει μαθημένα.

Μα εσύ στρέψε χαρούμενη τ᾽ αλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό· κι εγώ θενα υπομένω
όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
165Σ᾽ αφήνω γεια, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.


135Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«που κάνει ως κι έν᾽ αγνό κορίτσι από το σπίτι
να φεύγει σαν τρελό, κι η νιόπαντρη ν᾽ αφήνει
το στρώμα του γαμπρού, ζεστό απ᾽ αυτόν ακόμα.»

Έτσι είπε αυτός· κι εγώ, που γοργοπίστευτη είμαι,
τον έπιασα απ᾽ το χέρι και στην κλίνη απάνω
τη μαλακιά τον έγειρα· τα δυο κορμιά μας,
140αγκαλιαστά, απαλή νιώσανε ζέστη αμέσως,
τα πρόσωπα ξανάψαν πιότερο από πρώτα
και γλυκομουρμουρίζαμε· και φτάσαμε έτσι
—τι να πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη;—
στα πιο τρανά, στην ακρινή κορφή του πόθου.
Κι ίσαμε χτες παράπονο ούτ᾽ αυτός για μένα
145δεν είχε ούτε κι εγώ για κείνον. Σήμερα όμως,
την ώρα που η αυγή η ροδόκορφη μες στο άρμα
από τον Ωκεανό ανηφόριζε στα ουράνια,
της Μελιξώς και της Φιλίστης η μητέρα
—Φιλίστη είν᾽ η αυλιτρίδα μας— στο σπίτι μου ήρθε,
μου ᾽πε κι άλλα πολλά και πως ο Δέλφης είναι
150ερωτεμένος. Ποιόνε, ποιά αγαπά δεν ξέρει,
και μόνο αυτό: πως έβαζε να τον κερνούνε,
στ᾽ όνομα της αγάπης του, κρασί όλο σκέτο,
και τέλος γρήγορα έφυγε, λέγοντας ότι
στην πόρτα της θα πάει στεφάνι να κρεμάσει.

Η ξένη αυτά μου ιστόρησε, κι είν᾽ όλα αλήθεια·
155γιατί και τρεις και τέσσερις φορές μου ερχόταν
άλλοτε και στο σπίτι μου συχνά ακουμπούσε
το δωρικό σταμνί του· τώρα, δώδεκα είναι
μέρες που δεν τον είδα· είν᾽ ολοφάνερο ότι
κάτι άλλο τον τραβά, κι εμένα μ᾽ απαρνιέται.
Τώρα του ρίχνω μάγια, αλλά, αν δεν πει ν᾽ αλλάξει,
160τις πύλες του Άδη, μά τις Μοίρες, θα βαρέσει.
Κάτι φαρμάκια εγώ που του φυλάω —το λέω—
σ᾽ ένα κουτί, κυρά Σελήνη! Κάποιος ξένος
από την Ασσυρία μου τα ᾽χε δασκαλέψει.

Και τώρα στο καλό· τ᾽ άτια σου οδήγα, θεά μου,
κατά τον Ωκεανό· κι εγώ θα τον βαστάξω
τον καημό μου, καθώς τον βάσταξα κι ως τώρα.
165Ώρα καλή, Σελήνη λαμπερόθωρη· ώρα
καλή λέω και σ᾽ εσάς, αστέρια, συνοδίτες
της Νύχτας, που απαλά με το άρμα της κυλάει.