135Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«που κάνει ως κι έν᾽ αγνό κορίτσι από το σπίτι
να φεύγει σαν τρελό, κι η νιόπαντρη ν᾽ αφήνει
το στρώμα του γαμπρού, ζεστό απ᾽ αυτόν ακόμα.»
Έτσι είπε αυτός· κι εγώ, που γοργοπίστευτη είμαι,
τον έπιασα απ᾽ το χέρι και στην κλίνη απάνω
τη μαλακιά τον έγειρα· τα δυο κορμιά μας,
140αγκαλιαστά, απαλή νιώσανε ζέστη αμέσως,
τα πρόσωπα ξανάψαν πιότερο από πρώτα
και γλυκομουρμουρίζαμε· και φτάσαμε έτσι
—τι να πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη;—
στα πιο τρανά, στην ακρινή κορφή του πόθου.
Κι ίσαμε χτες παράπονο ούτ᾽ αυτός για μένα
145δεν είχε ούτε κι εγώ για κείνον. Σήμερα όμως,
την ώρα που η αυγή η ροδόκορφη μες στο άρμα
από τον Ωκεανό ανηφόριζε στα ουράνια,
της Μελιξώς και της Φιλίστης η μητέρα
—Φιλίστη είν᾽ η αυλιτρίδα μας— στο σπίτι μου ήρθε,
μου ᾽πε κι άλλα πολλά και πως ο Δέλφης είναι
150ερωτεμένος. Ποιόνε, ποιά αγαπά δεν ξέρει,
και μόνο αυτό: πως έβαζε να τον κερνούνε,
στ᾽ όνομα της αγάπης του, κρασί όλο σκέτο,
και τέλος γρήγορα έφυγε, λέγοντας ότι
στην πόρτα της θα πάει στεφάνι να κρεμάσει.
Η ξένη αυτά μου ιστόρησε, κι είν᾽ όλα αλήθεια·
155γιατί και τρεις και τέσσερις φορές μου ερχόταν
άλλοτε και στο σπίτι μου συχνά ακουμπούσε
το δωρικό σταμνί του· τώρα, δώδεκα είναι
μέρες που δεν τον είδα· είν᾽ ολοφάνερο ότι
κάτι άλλο τον τραβά, κι εμένα μ᾽ απαρνιέται.
Τώρα του ρίχνω μάγια, αλλά, αν δεν πει ν᾽ αλλάξει,
160τις πύλες του Άδη, μά τις Μοίρες, θα βαρέσει.
Κάτι φαρμάκια εγώ που του φυλάω —το λέω—
σ᾽ ένα κουτί, κυρά Σελήνη! Κάποιος ξένος
από την Ασσυρία μου τα ᾽χε δασκαλέψει.
Και τώρα στο καλό· τ᾽ άτια σου οδήγα, θεά μου,
κατά τον Ωκεανό· κι εγώ θα τον βαστάξω
τον καημό μου, καθώς τον βάσταξα κι ως τώρα.
165Ώρα καλή, Σελήνη λαμπερόθωρη· ώρα
καλή λέω και σ᾽ εσάς, αστέρια, συνοδίτες
της Νύχτας, που απαλά με το άρμα της κυλάει.
|