ΣΩΣ. Εκεί είναι τώρα; ΓΟΡ. Α, όχι· μα σε λίγο
θα πάρει το στρατί που συνηθίζει.
360ΣΩΣ. Για πες· θα ᾽χει μαζί και το κορίτσι;
ΓΟΡ. Μπορεί· δεν ξέρω. ΣΩΣ. Είμ᾽ έτοιμος να πάω
εκεί που λες. Μα βόηθα με· ικετεύω.
ΓΟΡ. Πώς; Με ποιόν τρόπο; ΣΩΣ. Με ποιόν τρόπο; Πάμε
εκεί που λες. ΓΟΡ. Και τί; Θα στέκεις δίπλα
σ᾽ εμάς, που θα δουλεύουμε, με τούτο
τ᾽ ωραίο σου ρούχο; ΣΩΣ. Και γιατί όχι τάχα;
ΓΟΡ. Αμέσως θα σ᾽ αρχίσει με τους βώλους
και τεμπελιάς πανούκλα θα σε λέει.
Πρέπει μαζί μ᾽ εμάς κι εσύ να σκάβεις·
αν τύχει αυτό να δει, μπορεί —ποιός ξέρει;—
για φτωχό δουλευτή να σε περάσει
και να δεχτεί δυο λόγια κι από σένα.
370ΣΩΣ. Πρόθυμα σε όλα θα υπακούσω· πάμε.
ΓΟΡ. Ταλαιπωρίες με το στανιό γυρεύεις.
ΔΑ. (μέσα του) Θα μου άρεσε όλοι σήμερα εκεί χάμω
βαριά δουλειά να κάμουμε, και τούτος
να κοψομεσιαστεί κι έτσι να πάψει
να ᾽ρχεται να μας μπαίνει στο ρουθούνι.
ΣΩΣ. (στο Γοργία) Φέρε έξω ένα δικέλλι. ΔΑ. Ορίστε, πάρε
το δικό μου και τράβα. Εγώ θα κάνω
ωστόσο την ξερολιθιά· είν᾽ ανάγκη
κι αυτή η δουλειά να γίνει. ΣΩΣ. Δώσ᾽ μου το, έλα.
ΔΑ. (μέσα του) Με γλίτωσες. (Δυνατά) Εγώ πηγαίνω, αφέντη·
θα με βρείτε κει χάμω.
Φεύγει.
ΣΩΣ. Αυτού έχω φτάσει·
380ή ευθύς πεθαίνω ή παίρνω το κορίτσι.
ΓΟΡ. Αν όσα λες, αλήθεια τα πιστεύεις,
εύχομαι να πετύχεις. ΣΩΣ. Αν πιστεύω!
Αυτά που εσύ μου λες με την ιδέα
πως θα με κάμουν να τα βάλω κάτω,
φλογίζουνε διπλά τη θέλησή μου.
Γιατί, αν η κόρη αυτή είν᾽ αναθρεμμένη
έξω από κύκλους γυναικών, και θειάδες
ή παραμάνες δεν της έχουν μάθει
τις ατιμίες του κόσμου, αν έχει ζήσει
σε κάποια λευτεριά μ᾽ έναν πατέρα
τραχύ κι εχθρό της διαφθοράς, δεν είναι
λαμπρή ευτυχία, δικιά σου να την κάμεις;
390Θα πεις, πολύ βαρύ ᾽ναι το δικέλλι·
θα με τσακίσει· ωστόσο, μια και μπήκα
στο χορό, δε δειλιάζω· θα τραβήξω.
Ο Σώστρατος και ο Γοργίας φεύγουν· από την αντίθετη
πλευρά έρχεται ο μάγερας ο Σίκωνας, κρατώντας ένα αρνί.
|