Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αντιμιλώντας αποκρίθηκε:
«Ευρύμαχε κι οι άλλοι υπόλοιποι λαμπροί μνηστήρες,
210δεν θα παρακαλέσω πια σ᾽ αυτά επιμένοντας,
γιατί τα ξέρουν οι θεοί κι οι Ιθακήσιοι όλοι.
Ένα μονάχα σας ζητώ, δώστε μου γρήγορο καράβι κι είκοσι συντρόφους,
που θα μου ανοίξουνε τον δρόμο, να πάω και να γυρίσω·
γιατί θα πορευτώ στη Σπάρτη, στην Πύλο με τις αμμουδιές,
κάτι να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που λείπει τόσα χρόνια,
ανίσως κάποιος μου τον πει, ή και στ᾽ αφτιά μου φτάσει η φήμη
του Διός, που φέρνει στους ανθρώπους τα καλά μηνύματα.
Αν ακουστεί πως ζει ο πατέρας μου και θα γυρίσει,
τότε, μ᾽ όλο το βάρος της καρδιάς μου, θα κάνω υπομονή κι αυτόν τον χρόνο.
220Αν όμως μάθω πως είναι πια νεκρός, πως χάθηκε και πάει,
γυρίζω αμέσως στη γλυκιά πατρίδα,
για χάρη του θα υψώσω τύμβο, θα προσφέρω νεκρώσιμες τιμές,
πολλές όσες του πρέπουν — ύστερα υπόσχομαι να δώσω τη μητέρα μου
σε κάποιον άλλο.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια κάθησε ο Τηλέμαχος, κι ανασηκώθηκε στη μέση
ο Μέντωρ, του άψογου Οδυσσέα σύντροφος πιστός —
σ᾽ αυτόν εκείνος, με τα καράβια ξεκινώντας, το σπιτικό τού ανέθεσε,
ν᾽ ακούν όλοι τον γέροντα Λαέρτη, κι εκείνος να φροντίζει
το πώς θα μείνουν τα πάντα ανέπαφα.
Τότε λοιπόν καλόγνωμος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Τώρα ακούστε με, Ιθακήσιοι, ό,τι κι αν έχω να σας πω:
230στο μέλλον λέω άλλος πια δεν θα βρεθεί καλός κι ευγενικός
σκηπτρούχος βασιλεύς, που μέσα του το δίκιο να πρεσβεύει·
θα ᾽ναι για πάντα αλύγιστος, δοσμένος στ᾽ ανίερα έργα·
αφού κανείς δεν τον θυμάται, λησμονήθηκεν εκείνος
που κυβερνούσε τον λαό του σαν πατέρας,
τίμιος και γλυκός, ο θείος Οδυσσεύς.
Όχι, δεν στρέφεται η οργή μου τόσο στους αγέρωχους μνηστήρες,
που βίαια πράττουν, δόλια σκέφτονται —
αυτοί παίζουνε το κεφάλι τους, ρημάζοντας του Οδυσσέα το σπίτι,
λέγοντας δεν γυρίζει πια·
όσο με τον υπόλοιπο λαό αγανακτώ, μ᾽ όλους εσάς
240που αμίλητοι μου κάθεστε, που δεν ελέγχετε λίγους μνηστήρες με τα λόγια σας,
που δεν τους αντιστέκεστε, εσείς πολλοί.»
Τότε αποκρίθηκε ο γιος του Ευήνορα Ληόκριτος:
«Μέντορα ελαφρόμυαλε, βλαμμένε· τι λόγος πάλι αυτός που λες,
να μας κρατήσουν! Μα είναι κάπως δύσκολο
για φαγοπότι να τα βάλουνε μαζί μας — δεν είμαστε ένας και δυο.
Ακόμη κι αν αυτοπροσώπως γύριζε ο ιθακήσιος Οδυσσέας,
αν μες στο σπίτι του τους έβρισκε να τρωγοπίνουν οι περήφανοι μνηστήρες,
αν μελετούσε ο νους του να τους πετάξει έξω απ᾽ το παλάτι,
λέω και πάλι η γυναίκα του, μ᾽ όλη της τη λαχτάρα, δεν θα χαιρόταν για πολύ
τον γυρισμό του· εδώ επιτόπου αυτός θα ᾽βρισκε
250τέλος άσχημο, μάχη αν άνοιγε με περισσότερους —
δεν μας τα λες λοιπόν καλά.
Αλλά προτείνω τώρα· σκορπιστείτε, κόσμε, καθένας στη δουλειά του.
Όσο για το ταξίδι του, ας του παρασταθούν ο Μέντωρ, ο Αλιθέρσης,
ήσαν που ήσαν εξαρχής οι φίλοι του πατέρα του.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης· εδώ θα μείνει, στην Ιθάκη,
πολύν καιρό θα κάθεται προσμένοντας μηνύματα —
όχι, δεν πρόκειται να φέρει σε πέρας το ταξίδι του.»
Έτσι τους μίλησε, κι απότομα λύει τη συνέλευση.
Εκείνοι τότε σκορπιστήκαν, πήγε ο καθένας σπίτι του,
αλλά οι μνηστήρες τράβηξαν ίσα προς το παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα.
260Μόνος του ο Τηλέμαχος αποχωρίστηκε, και κατεβαίνει στο ακρογιάλι,
τα χέρια του ένιψε με το νερό της αφρισμένης θάλασσας,
κι ύστερα ευχήθηκε στην Αθηνά:
«Επάκουσέ με, εσύ που χθες ήλθες θεά στο σπιτικό μας,
που με παρακινούσες μ᾽ ένα καράβι να ανοιχτώ στο θυμωμένο πέλαγο,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που τόσα χρόνια λείπει,
ανίσως επιστρέφει. Αλλά τα εμποδίζουν όλα τώρα οι Αχαιοί,
και πιο πολύ οι μνηστήρες, οι κακοί αλαζόνες.»
|