ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην το θαρρείτε ξιπασιά μου ή περηφάνια
που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια.
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιόν άλλο παρά εμένα
440χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές πὄχουν;
Μ᾽ αυτά τ᾽ αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω
λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη
των ανθρώπων ν᾽ ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα
σαν τα μωρά ήταν, νου τούς έβαλα και φρένες·
κι όχι παράπονο μ᾽ αυτούς πως έχω, μόνο
για να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου.
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων
μορφές σ᾽ όλο το μάκρος της ζωής των όλα
450τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ᾽ ανήλια σπήλια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ᾽ αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
460και των γραμμάτων τα συνθέματά τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω των κόπους του ανθρώπου.
Κι έδεσα χαλινόστεργα τ᾽ άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
Μα ο άμοιρος! ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες
470για τους ανθρώπους, τίποτε για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ᾽ αυτές τις συμφορές μου.
ΧΟΡΟΣ
Δε σου ᾽πρεπε αυτό πὄπαθες· έξω απ᾽ το νου σου
παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει
σ᾽ αρρώστια, τα ᾽χασες και συ και δε γνωρίζεις
ποιά φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη.
|