Κι ο Άρης σωμάτων αργυραμοιβός
και ζυγιαστής στων κονταριών τη μάχη,
440στέλλει απ᾽ την Τροία στους δικούς
βαριά και πικροθρήνητη
τέφρα από την πυρά μονάχη
αντίς τον άντρα — βολικά γιομίζοντας
ένα λεβέτι με μια φούχτα στάχτη.
Κι έτσι στενάζουν εγκωμιάζοντας
τον ένα, πως στη μάχη ήταν ξεφτέρι,
τον άλλο, που έπεσε στην ανθρωποσφαγή
παλληκαρίσια για ενός άλλου ταίρι.
Κάποιος σκιαχτά τα σιγομουρμουρίζει αυτά
450κι ο πόνος των γιομάτος πίκρα και χολή
στους προεστούς, του Ατρέα τους γιους, κρυφογλιστρά.
Μα εκεί στα κάστρα ολόγυρα οι νεκροί
καλά κρατούν οι πολυοπαινεμένοι
τα μνήματα της γης της Τρωικής,
πόκρυψε τους εχθρούς της νικημένη.
Βαριά η φωνή λαού κι η οργή λαού,
απλέρωτ᾽ η κατάρα του δε μένει.
κάτι ν᾽ ακούσει σκοτεινό
σαν νυχτοπεριτύλιχτο
460η αγωνία μου περιμένει.
Γιατ᾽ όποιος θενά χύσει αιμάτων ποταμούς
απ᾽ των θεών το μάτι δεν ξεφεύγει·
έρχεται μέρα κι οι Ερινύες οι ζοφερές
μ᾽ άλλη στροφή της τύχης που γυρίζει,
τους αφανίζουν, όσοι η ευτυχία των
με τη δικαιοσύνη δε βαδίζει
κι όποιος θα πάει έτσι άφαντος, πάει για καλά.
βαρύ ᾽ναι δόξα υπέρμετρη να ᾽χει κανείς,
470γιατί απ᾽ τα μάτια του Διός ο κεραυνός πετά.
Αφθόνητη ευτυχία προτιμώ,
δε θα ᾽θελα ούτε πορθητής να γένω
μα ούτε στην εξουσία να ᾽βλεπα
το είναι μου ενός άλλου σκλαβωμένο.
Γοργά της καλλιφέρουσας
φωτιάς πετάει το μήνυμα
μες απ᾽ την πόλη· μα ποιός ξέρει
αν είναι τάχ᾽ αληθινό, ή απάτη απ᾽ το θεό;
— Ποιός τόσο είναι παιδί, ή έπαθ᾽ ο νους του βλάβη,
480που από μιας φλόγας τα πρωτάκουστα
σημάδια την καρδιά του ανάβει,
για να υποφέρει πιο πολύ
αν τύχη αλλιώς κι ο λόγος βγει;
— Της γυναικείας εξουσίας φυσικό
χάρες να στρέγει και χαρές
για ένα πρι να φανεί καλό.
— Ξαπλώνει ευκολοπίστευτη πολύ
και δρόμο παίρνει η γυναικεία η προσταγή,
μα όμοια και γρήγορα πεθαίνει
φήμη από στόμα γυναικός βγαλμένη.
|