540ΟΡΕ. Τί ωραία ρωτάς για την Ελλάδα! Ποιά είσαι;
ΙΦΙ. Είμαι από κει, μα χάθηκα, μικρούλα.
ΟΡΕ. Τότε, σωστό να θέλεις να μαθαίνεις.
ΙΦΙ. Πώς είν᾽ ο, ως λεν, καλότυχος στρατάρχης;
ΟΡΕ. Καλότυχος δεν είναι αυτός που ξέρω.
ΙΦΙ. Για κάποιον Αγαμέμνονα έχω ακούσει...
ΟΡΕ. Δεν ξέρω· άσ᾽ την κουβέντα αυτή, κυρά μου.
ΙΦΙ. Μη! Θα μ᾽ ευχαριστήσεις· πες μου, ξένε.
ΟΡΕ. Δε ζει· καί πήρε κι άλλον στο χαμό του.
ΙΦΙ. Πέθανε; με ποιόν τρόπο; Συφορά μου!
550ΟΡΕ. Τί αναστενάζεις; Ήταν συγγενής σου;
ΙΦΙ. Θρηνώ την περασμένη του ευτυχία.
ΟΡΕ. Τέλος φριχτό! τον έσφαξε η γυναίκα...
ΙΦΙ. Κι η φόνισσα για κλάψες και το θύμα.
ΟΡΕ. Φτάνει ως εδώ, και για άλλο μη ρωτήσεις.
ΙΦΙ. Μόνο ένα: ζει του δύστυχου η γυναίκα;
ΟΡΕ. Τη σκότωσε το σπλάχνο της, ο γιος της.
ΙΦΙ. Ω ανταριασμένο σπίτι! Για ποιό λόγο;
ΟΡΕ. Γιατί είχε κείνη σφάξει το γονιό του.
ΙΦΙ. Αλί!
Η τιμωρία φριχτή, μα πόσο δίκια!
560ΟΡΕ. Δίκια, μα αυτόν κακά οι θεοί τον πάνε.
ΙΦΙ. Άλλο παιδί δεν άφησ᾽ ο Αγαμέμνονας;
ΟΡΕ. Μια μόνο θυγατέρα, την Ηλέκτρα.
ΙΦΙ. Για τη σφαγμένη κόρη δε μιλούνε;
ΟΡΕ. Πως πέθανε και πάει πια· τίποτ᾽ άλλο.
ΙΦΙ. Δόλια κι αυτή κι ο που την είχε σφάξει.
ΟΡΕ. Για μια γυναίκα ανάξια αδικοχάθηκε.
ΙΦΙ. Κι ο γιος του σκοτωμένου υπάρχει στο Άργος;
ΟΡΕ. Πουθενά και παντού· ζει μαύρος κι έρμος.
ΙΦΙ. Άι στο καλό, όνειρό μου· ψεύτικο ήσουν.
570ΟΡΕ.Μα κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε,
ψεύτες σαν τα πετούμενα όνειρα είναι.
Και μες στα θεία και μες στ᾽ ανθρώπινα όλα
πολλή θολούρα· αυτόν ένα τον θλίβει:
αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες
και χάθηκε· όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς.
ΚΟΡ. Αλίμονο! Εμείς πάλι; κι οι γονιοί μας;
Ζούνε; δε ζούνε; ποιός θα μας το πει;
|