Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (540-577)


540ΟΡ. τίς εἶ ποθ᾽; ὡς εὖ πυνθάνει τἀφ᾽ Ἑλλάδος.
ΙΦ. ἐκεῖθέν εἰμι· παῖς ἔτ᾽ οὖσ᾽ ἀπῳλόμην.
ΟΡ. ὀρθῶς ποθεῖς ἄρ᾽ εἰδέναι τἀκεῖ, γύναι.
ΙΦ. τί δ᾽ ὁ στρατηγός, ὃν λέγουσ᾽ εὐδαιμονεῖν;
ΟΡ. τίς; οὐ γὰρ ὅν γ᾽ ἐγᾦδα τῶν εὐδαιμόνων.
545ΙΦ. Ἀτρέως ἐλέγετο δή τις Ἀγαμέμνων ἄναξ.
ΟΡ. οὐκ οἶδ᾽· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου, γύναι.
ΙΦ. μὴ πρὸς θεῶν, ἀλλ᾽ εἴφ᾽, ἵν᾽ εὐφρανθῶ, ξένε.
ΟΡ. τέθνηχ᾽ ὁ τλήμων, πρὸς δ᾽ ἀπώλεσέν τινα.
ΙΦ. τέθνηκε; ποίᾳ συμφορᾷ; τάλαιν᾽ ἐγώ.
550ΟΡ. τί δ᾽ ἐστέναξας τοῦτο; μῶν προσῆκέ σοι;
ΙΦ. τὸν ὄλβον αὐτοῦ τὸν πάροιθ᾽ ἀναστένω.
ΟΡ. δεινῶς γὰρ ἐκ γυναικὸς οἴχεται σφαγείς.
ΙΦ. ὦ πανδάκρυτος ἡ κτανοῦσα … χὡ κτανών.
ΟΡ. παῦσαί νυν ἤδη μηδ᾽ ἐρωτήσῃς πέρα.
555ΙΦ. τοσόνδε γ᾽, εἰ ζῇ τοῦ ταλαιπώρου δάμαρ.
ΟΡ. οὐκ ἔστι· παῖς νιν ὃν ἔτεχ᾽, οὗτος ὤλεσεν.
ΙΦ. ὦ συνταραχθεὶς οἶκος. ὡς τί δὴ θέλων;
ΟΡ. πατρὸς θανόντος τήνδε τιμωρούμενος.
ΙΦ. φεῦ· ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο.
560ΟΡ. ἀλλ᾽ οὐ τὰ πρὸς θεῶν εὐτυχεῖ δίκαιος ὤν.
ΙΦ. λείπει δ᾽ ἐν οἴκοις ἄλλον Ἀγαμέμνων γόνον;
ΟΡ. λέλοιπεν Ἠλέκτραν γε παρθένον μίαν.
ΙΦ. τί δέ; σφαγείσης θυγατρὸς ἔστι τις λόγος;
ΟΡ. οὐδείς γε, πλὴν θανοῦσαν οὐχ ὁρᾶν φάος.
565ΙΦ. τάλαιν᾽ ἐκείνη χὡ κτανὼν αὐτὴν πατήρ.
ΟΡ. κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο.
ΙΦ. ὁ τοῦ θανόντος δ᾽ ἔστι παῖς Ἄργει πατρός;
ΟΡ. ἔστ᾽, ἄθλιός γε, κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ.
ΙΦ. ψευδεῖς ὄνειροι, χαίρετ᾽· οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα.
570ΟΡ. οὐδ᾽ οἱ σοφοί γε δαίμονες κεκλημένοι
πτηνῶν ὀνείρων εἰσὶν ἀψευδέστεροι.
πολὺς ταραγμὸς ἔν τε τοῖς θείοις ἔνι
κἀν τοῖς βροτείοις· ἓν δὲ λυπεῖται μόνον,
ὅς οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις
575ὄλωλεν — ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν.
ΧΟ. φεῦ φεῦ· τί δ᾽ ἡμεῖς οἵ τ᾽ ἐμοὶ γεννήτορες;
ἆρ᾽ εἰσίν; ἆρ᾽ οὐκ εἰσί; τίς φράσειεν ἄν;


540ΟΡΕ. Τί ωραία ρωτάς για την Ελλάδα! Ποιά είσαι;
ΙΦΙ. Είμαι από κει, μα χάθηκα, μικρούλα.
ΟΡΕ. Τότε, σωστό να θέλεις να μαθαίνεις.
ΙΦΙ. Πώς είν᾽ ο, ως λεν, καλότυχος στρατάρχης;
ΟΡΕ. Καλότυχος δεν είναι αυτός που ξέρω.
ΙΦΙ. Για κάποιον Αγαμέμνονα έχω ακούσει...
ΟΡΕ. Δεν ξέρω· άσ᾽ την κουβέντα αυτή, κυρά μου.
ΙΦΙ. Μη! Θα μ᾽ ευχαριστήσεις· πες μου, ξένε.
ΟΡΕ. Δε ζει· καί πήρε κι άλλον στο χαμό του.
ΙΦΙ. Πέθανε; με ποιόν τρόπο; Συφορά μου!
550ΟΡΕ. Τί αναστενάζεις; Ήταν συγγενής σου;
ΙΦΙ. Θρηνώ την περασμένη του ευτυχία.
ΟΡΕ. Τέλος φριχτό! τον έσφαξε η γυναίκα...
ΙΦΙ. Κι η φόνισσα για κλάψες και το θύμα.
ΟΡΕ. Φτάνει ως εδώ, και για άλλο μη ρωτήσεις.
ΙΦΙ. Μόνο ένα: ζει του δύστυχου η γυναίκα;
ΟΡΕ. Τη σκότωσε το σπλάχνο της, ο γιος της.
ΙΦΙ. Ω ανταριασμένο σπίτι! Για ποιό λόγο;
ΟΡΕ. Γιατί είχε κείνη σφάξει το γονιό του.
ΙΦΙ. Αλί!
Η τιμωρία φριχτή, μα πόσο δίκια!
560ΟΡΕ. Δίκια, μα αυτόν κακά οι θεοί τον πάνε.
ΙΦΙ. Άλλο παιδί δεν άφησ᾽ ο Αγαμέμνονας;
ΟΡΕ. Μια μόνο θυγατέρα, την Ηλέκτρα.
ΙΦΙ. Για τη σφαγμένη κόρη δε μιλούνε;
ΟΡΕ. Πως πέθανε και πάει πια· τίποτ᾽ άλλο.
ΙΦΙ. Δόλια κι αυτή κι ο που την είχε σφάξει.
ΟΡΕ. Για μια γυναίκα ανάξια αδικοχάθηκε.
ΙΦΙ. Κι ο γιος του σκοτωμένου υπάρχει στο Άργος;
ΟΡΕ. Πουθενά και παντού· ζει μαύρος κι έρμος.
ΙΦΙ. Άι στο καλό, όνειρό μου· ψεύτικο ήσουν.
570ΟΡΕ.Μα κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε,
ψεύτες σαν τα πετούμενα όνειρα είναι.
Και μες στα θεία και μες στ᾽ ανθρώπινα όλα
πολλή θολούρα· αυτόν ένα τον θλίβει:
αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες
και χάθηκε· όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς.
ΚΟΡ. Αλίμονο! Εμείς πάλι; κι οι γονιοί μας;
Ζούνε; δε ζούνε; ποιός θα μας το πει;