ΜΕΝ. Δώσ᾽ μου, αδερφέ μου, το δεξί σου χέρι.
ΑΓΑ. Νά· εσύ ᾽σαι ο νικητής κι εγώ για κλάψες.
ΜΕΝ. Στον Πέλοπα όρκο παίρνω, τον παππού μας,
και στον Ατρέα, γονιό μου και γονιό σου,
ότι θα πω όσα νιώθω στην καρδιά μου
κι έχω στο νου, ανοιχτά και δίχως ψέμα.
Σε πόνεσα, όταν σε είδα να δακρύζεις,
δάκρυα κι εμέ για σε στα μάτια μου ήρθαν·
φεύγω μακριά από κείνα που είπα πρώτα·
480δε σε απειλώ· όπου εσύ, κι εγώ κοντά σου·
λοιπόν σου λέω: μη σφάζεις το παιδί σου,
μην προτιμήσεις από κείνο εμένα.
Δεν είναι δίκιο εσύ ν᾽ αναστενάζεις
κι εγώ να χαίρομαι, ούτε, ενώ θα ζούνε
οι δικοί μου, οι δικοί σου να πεθαίνουν.
Τί θέλω δα; Παντρειά αν ποθώ, δε βρίσκω
άλλη γυναίκα διαλεχτή; Να χάσω
τον αδερφό —καλύτερα όποιον άλλον!—
κι αντίς για το καλό να προτιμήσω
το κακό, την Ελένη; Η σκέψη μου ήταν
ρηχή κι ανόητη, εξέτασα όμως τώρα
από κοντά το πράγμα κι είδα τί είναι
490να σφάζεις τα παιδιά σου. Κι η συγγένεια
μου ᾽ρθε στο νου, και πόνεσα τη δόλια
την κορασιά, που πάει για το δικό μου
το γάμο να σφαχτεί. Η δική σου κόρη
με την Ελένη τί έχει να μοιράσει;
Ας σκορπίσει ο στρατός απ᾽ την Αυλίδα,
και πάψε πια, αδερφέ μου, να δακρύζεις
και να παρακινείς κι εμέ σε δάκρυα.
Κι αν έχεις σχέση εσύ με το χρησμό
που έχει δοθεί για τη δική σου κόρη,
μ᾽ αυτόν εγώ δε θέλω να έχω σχέση·
σ᾽ εσένα το μερίδιο μου χαρίζω.
500Αγρίευα, θα μου πεις· πώς τώρα αλλάζω;
Αίσθημα φυσικό· τον αδερφό μου
εγώ αγαπώ, γι᾽ αυτό και μετανιώνω.
Κακός δεν είναι όποιος γυρίζει, αν κλίνει,
κάθε φορά, προς ό,τι ανώτερο είναι.
ΚΟΡ. Ευγενικά τα λόγια σου κι αντάξια
του Τάνταλου, που ήτανε γιος του Δία,
και δεν ντροπιάζεις τους προγόνους που είχες.
|