ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΧΟΡ. Αλλά νά! βλέπω πεθαμένων
στολή τα τέκνα του Ηρακλή,
του πριν μεγάλου, να ᾽χουνε
και την αγαπητή γυναίκα του
να σέρνει τα πάνω στα πόδια τους
και πίσω τον γέρο πατέρα του.
Δυστυχισμένος, που δεν ημπορώ
πια να κρατήσω τις δακρυοπηγές
450των γέρικων ματιών μου.
ΜΕΓ. Ποιός είν᾽ ιερέας και ποιός των δύστυχων παιδιών μου
σφάχτης ή ποιός φονιάς της μαύρης ζωής μου εμένα;
τα θύματ᾽ αυτά είν᾽ έτοιμα να παν στον Άδη.
Ω τέκνα μου, μας οδηγούν κακό ζευγάρι
νεκρών όλους μαζί, νιους, γέρους και μανάδες.
Ω βαριά δική μου μοίρα και των παιδιών μου,
που με τα μάτια μου στερνή φορά τα βλέπω.
Σας γέννησα κι ανάθρεψα για τους εχθρούς μας
περιφρόνηση, χαρά και θάνατ᾽, ωιμένα!
460Πολύ μου απάτησαν τη γνώμη μου οι ελπίδες
που από τα λόγια του πατέρα σας επήρα.
Σ᾽ εσένα το Άργος έδινεν ο αποθαμένος
και στου Ευρυσθέα θα κατοικούσες τα παλάτια,
άρχοντας της καλόκαρπης Πελασγίας χώρας,
και για στολή του λιονταριού έβαζε το δέρμα
στην κεφαλή σου, που ο ίδιος μ᾽ αυτό αρματωνόταν.
Συ των φιλάρματων Θηβών βασιλιάς ήσουν,
τους κάμπους παίρνοντας, την προίκα τη δική μου,
όπως συχνά κατάφερνές μου τον πατέρα·
470και στο δεξί σου, ωιμέ, το ξόανο του Δαιδάλου,
που διώχνει τα κακά, έβαζε αγένωτο δώρο.
Σ᾽ εσένα πάλ᾽ υπόσχονταν πως θενα δώσει
την Οιχαλία, που την επήρε με τα τόξα.
Κι έτσι τους τρεις εσάς με τριών ειδών βασίλεια
σας φόρτωνε, περήφανος για την αντρειά του·
κι εγώ για σας καλές εδιάλεγα νυφάδες,
για να συμπεθεριάσω και με την Αθήνα
και με τη Σπάρτη και τη Θήβα, να᾽ χετ᾽ έτσι
καλά αραγμένη την καλότυχη ζωή σας.
480Κι αυτά ήσαν μάταια· γιατί αλλάζοντας η τύχη
νύφες σάς έδωκε τις Μοίρες του θανάτου
και στην κακόσκεφτην εμέ λουτρά δακρύων.
Και του πατέρα σας γλεντάει τώρα ο πατέρας
τους γάμους σας, κάμνοντας πεθερό τον Άδη.
Ωιμέ, ποιόν πρώτον ή στερνό να σφίξω απάνω
στο στήθος; και σε ποιόν το στόμα να κολλήσω;
από ποιόνε να πιαστώ, και σαν το μελίσσι
το ξανθόφτερο να μάσω γογγυτά απ᾽ όλους
και σμίγοντάς τα μαζικό κλάμα να βγάλω;
490Ω αγαπημένε μου, αν κανείς ακούεται λόγος
ανθρώπινος στον Άδη, για σένα τα λέγω·
αποθνήσκει ο πατέρας σου και τα παιδιά σου
κι εγώ, που οι άνθρωποι για σε με μακαρίζαν.
Βόηθησε κι έλα, φανερώσου μας σαν ίσκιος·
ερχάμενος καλή θα μας γενείς βοήθεια·
γιατί δειλοί ᾽ναι οι που τα τέκνα σου σκοτώνουν.
|