Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (427-463)


ΙΟ. ὦ τέκν᾽, ἔοιγμεν ναυτίλοισιν οἵτινες
χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος
ἐς χεῖρα γῆι συνῆψαν, εἶτα χερσόθεν
430πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν.
οὕτω δὲ χἠμεῖς τῆσδ᾽ ἀπωθούμεσθα γῆς
ἤδη πρὸς ἀκταῖς ὄντες ὡς σεσωμένοι.
οἴμοι· τί δῆτ᾽ ἔτερψας ὦ τάλαινά με
ἐλπὶς τότ᾽, οὐ μέλλουσα διατελεῖν χάριν;
435συγγνωστὰ γάρ τοι καὶ τὰ τοῦδ᾽, εἰ μὴ θέλει
κτείνειν πολιτῶν παῖδας, αἰνέσαι δ᾽ ἔχω
καὶ τἀνθάδ᾽· εἰ θεοῖσι δὴ δοκεῖ τάδε
πράσσειν ἔμ᾽, οὔτοι σοί γ᾽ ἀπόλλυται χάρις.
ὦ παῖδες, ὑμῖν δ᾽ οὐκ ἔχω τί χρήσομαι.
440ποῖ τρεψόμεσθα; τίς γὰρ ἄστεπτος θεῶν;
ποῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα;
ὀλούμεθ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκδοθησόμεσθα δή.
κἀμοῦ μὲν οὐδὲν εἴ με χρὴ θανεῖν μέλει,
πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών·
445ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω, τέκνα,
καὶ τὴν γεραιὰν μητέρ᾽ Ἀλκμήνην πατρός.
ὦ δυστάλαινα τοῦ μακροῦ βίου σέθεν,
τλήμων δὲ κἀγὼ πολλὰ μοχθήσας μάτην.
χρῆν χρῆν ἄρ᾽ ἡμᾶς ἀνδρὸς εἰς ἐχθροῦ χέρας
450πεσόντας αἰσχρῶς καὶ κακῶς λιπεῖν βίον.
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὅ μοι σύμπραξον· οὐχ ἅπασα γὰρ
πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας.
ἔμ᾽ ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ᾽, ἄναξ,
καὶ μήτε κινδύνευε σωθήτω τέ μοι
455τέκν᾽· οὐ φιλεῖν δεῖ τὴν ἐμὴν ψυχήν· ἴτω.
[μάλιστα δ᾽ Εὐρυσθεύς με βούλοιτ᾽ ἂν λαβὼν
τὸν Ἡράκλειον σύμμαχον καθυβρίσαι·
σκαιὸς γὰρ ἁνήρ. τοῖς σοφοῖς δ᾽ εὐκτὸν σοφῶι
ἔχθραν συνάπτειν, μὴ ἀμαθεῖ φρονήματι·
460πολλῆς γὰρ αἰδοῦς καὶ δίκης τις ἂν τύχοι.]
ΧΟ. ὦ πρέσβυ, μή νυν τήνδ᾽ ἐπαιτιῶ πόλιν·
τάχ᾽ ἂν γὰρ ἡμῖν ψευδὲς ἀλλ᾽ ὅμως κακὸν
γένοιτ᾽ ὄνειδος ὡς ξένους προυδώκαμεν.


ΙΟΛ. Ω τέκνα, με θαλασσινούς μοιάζομεν, όπου
την άγρια ορμή της θάλασσας έχοντας φύγει
στη στεριά πιάσαν, μα έπειτα οι άνεμοι πάλι
430απ᾽ τη στεριά στο πέλαγο τους ξαναρίξαν.
Έτσι κι εμάς πίσω μάς σπρώχν᾽ η χώρα ετούτη,
που στ᾽ ακρογιάλι της λογιόμασταν σωσμένοι.
Αλί μου! γιατί τότε, ω ελπίδα, εγλύκανές με,
αφού δεν έμελλες τη χάρη να τελειώσεις;
Μα είναι κι αυτός συχωρεμένος αν δεν θέλει
των πολιτών του τα παιδιά να θανατώσει,
μα πάλι εγώ τον ευλογώ· γιατί, αν η γνώμη
των θεών είναι να μου φερθεί έτσι, η ευγνωμοσύνη
δεν χάνεται γι᾽ αυτόν. Ω τέκνα, πια δεν έχω
τί να σας κάμω. Πού να πάρουμε τα μάτια;
440ω! ποιόν θεόν δεν έχουμε στεφανωμένο;
και σε ποιό κάστρο δεν κονέψαμεν ως τώρα;
Χαθήκαμεν, ω τέκνα, θα μας παραδώσουν!
Κι εμένα δεν με μέλει αν πρέπει να πεθάνω,
εξόν που τους οχτρούς μου θέλω ευχαριστήσει·
μα εσάς, ω τέκνα, κλαίγω σας και θλίβομαί σας
και του πατρός σας τη γερόντισσα μητέρα,
την Αλκμήνη· ω βαριόμοιρη για τα πολλά σου
χρόνια, κι εγώ, που μάταια τόσα έχω τραβήξει!
Γραφτό ᾽τανε λοιπόν στα χέρια εμείς του οχτρού μας
450κακά κι αισχρά τη ζωή να χάσουμε πεσμένοι.
Μα ξέρεις τί να κάμεις; δεν μου είναι χαμένη
για των παιδιώνε τον σωμόν η κάθε ελπίδα.
Μένα γι᾽ αυτούς παράδωσέ με στους Αργίτες
και μήτ᾽ εσύ κινδύνευε κι ας μου σωθούνε
τα παιδιά· εγώ ν᾽ αγαπάω τη ζωή δεν πάει.
[Εμένα, του Ηρακλή τον σύμμαχο, ο Ευρυσθέας
θα ᾽θελε πιάνοντας προπάντων να ντροπιάσει·
είναι άνθρωπος απόκοτος· κι ο σοφός είθε
έχθρητα με σοφόν κι ευγενικό να πιάνει·
460φιλότιμο έτσι θα ᾽βρισκεν και δικαιοσύνη!].
ΧΟΡ. Γέροντα, μην αιτιάζεσαι την πόλη ετούτη,
γιατί ίσως έτσι όνειδος ψεύτικο, κακό όμως,
θέλει μάς γίνει, ότι προδώσαμε τους φίλους!