ΙΟΛ. Ω τέκνα, με θαλασσινούς μοιάζομεν, όπου
την άγρια ορμή της θάλασσας έχοντας φύγει
στη στεριά πιάσαν, μα έπειτα οι άνεμοι πάλι
430απ᾽ τη στεριά στο πέλαγο τους ξαναρίξαν.
Έτσι κι εμάς πίσω μάς σπρώχν᾽ η χώρα ετούτη,
που στ᾽ ακρογιάλι της λογιόμασταν σωσμένοι.
Αλί μου! γιατί τότε, ω ελπίδα, εγλύκανές με,
αφού δεν έμελλες τη χάρη να τελειώσεις;
Μα είναι κι αυτός συχωρεμένος αν δεν θέλει
των πολιτών του τα παιδιά να θανατώσει,
μα πάλι εγώ τον ευλογώ· γιατί, αν η γνώμη
των θεών είναι να μου φερθεί έτσι, η ευγνωμοσύνη
δεν χάνεται γι᾽ αυτόν. Ω τέκνα, πια δεν έχω
τί να σας κάμω. Πού να πάρουμε τα μάτια;
440ω! ποιόν θεόν δεν έχουμε στεφανωμένο;
και σε ποιό κάστρο δεν κονέψαμεν ως τώρα;
Χαθήκαμεν, ω τέκνα, θα μας παραδώσουν!
Κι εμένα δεν με μέλει αν πρέπει να πεθάνω,
εξόν που τους οχτρούς μου θέλω ευχαριστήσει·
μα εσάς, ω τέκνα, κλαίγω σας και θλίβομαί σας
και του πατρός σας τη γερόντισσα μητέρα,
την Αλκμήνη· ω βαριόμοιρη για τα πολλά σου
χρόνια, κι εγώ, που μάταια τόσα έχω τραβήξει!
Γραφτό ᾽τανε λοιπόν στα χέρια εμείς του οχτρού μας
450κακά κι αισχρά τη ζωή να χάσουμε πεσμένοι.
Μα ξέρεις τί να κάμεις; δεν μου είναι χαμένη
για των παιδιώνε τον σωμόν η κάθε ελπίδα.
Μένα γι᾽ αυτούς παράδωσέ με στους Αργίτες
και μήτ᾽ εσύ κινδύνευε κι ας μου σωθούνε
τα παιδιά· εγώ ν᾽ αγαπάω τη ζωή δεν πάει.
[Εμένα, του Ηρακλή τον σύμμαχο, ο Ευρυσθέας
θα ᾽θελε πιάνοντας προπάντων να ντροπιάσει·
είναι άνθρωπος απόκοτος· κι ο σοφός είθε
έχθρητα με σοφόν κι ευγενικό να πιάνει·
460φιλότιμο έτσι θα ᾽βρισκεν και δικαιοσύνη!].
ΧΟΡ. Γέροντα, μην αιτιάζεσαι την πόλη ετούτη,
γιατί ίσως έτσι όνειδος ψεύτικο, κακό όμως,
θέλει μάς γίνει, ότι προδώσαμε τους φίλους!
|