ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Καράβια ξακουσμένα που κινήσατε
κάποτε για την Τροία με πλήθος
τ᾽ αμέτρητα κουπιά και του Νηρέα
οι κόρες με χορούς σάς συνοδεύαν·
τριγύρω στις γαλάζιες πλώρες
πηδούσαν τα δελφίνια μεθυσμένα
με της φλογέρας τον σκοπό,
ξεπροβοδώντας στου Σιμόεντα
τους τρωικούς γιαλούς τον Αχιλλέα,
τον γοργοπόδη γιο της Θέτιδας,
440αντάμα με τον Αγαμέμνονα.
Αφήνοντας της Εύβοιας τ᾽ ακρογιάλια
βαστούσαν οι θαλασσοκόρες την ασπίδα
και τ᾽ άρματα απ᾽ τον Ήφαιστο φτιαγμένα
στα ολόχρυσά του αμόνια και πηγαίναν
στο Πήλιο και της Όσσας τους ιερούς,
σύμπυκνους λόγγους, και στις βίγλες
που κατοικούν νεράιδες, για να βρούνε
450τον γιο της πελαγίσιας Θέτιδας
εκεί που ο αλογατάρης
γονιός του τον μεγάλωνε,
καμάρι της Ελλάδας
και φτεροπόδη βοηθό των Ατρειδών.
Άκουσα κάποιον που ᾽χε φτάσει
από την Τροία στα λιμάνια του Ναυπλίου
να λέει, ω! γιε της Θέτιδας,
για τη δικιά σου ξακουστήν ασπίδα·
ήτανε, λέει, στολισμένη
με τέτοιες ζωγραφιές, για να σκορπίζει
τρόμο στους Φρύγες. Είχε γύρω γύρω
με φτερωτά σαντάλια τον Περσέα
πάνω απ᾽ τη θάλασσα πετώντας να κρατάει
460κομμένο το κεφάλι της Γοργόνας,
και δίπλα του ο Ερμής,
μαντατοφόρος του Διός, της Μαίας
ο αγρότης γιος.
Στη μέση της ασπίδας έλαμπε
αστραφτερός του ήλιου ο κύκλος
απάνω σε άρμα που το σέρναν
άλογα φτερωτά και γύρω
οι ουράνιοι χοροί των αστεριών,
Υάδες και Πλειάδες, τρόμος
για του Έκτορα τα μάτια·
470κι απάνω στο χρυσό του κράνος
οι Σφίγγες, που βαστούσανε στα νύχια τους
του τραγουδιού τους το κυνήγι·
φλογόπνοη στο θώρακά του λιόντισσα
η Χίμαιρα τον Πήγασο θωρώντας,
ακράτητη με νύχια σουβλερά
χιμούσε φτερολάμνοντας.
Γύρω σε μάχη φονική καλπάζαν
αλόγατα και μαύρο κουρνιαχτό
σήκωναν πίσωθέ τους. Τέτοιων
αντρών κονταρομάχων βασιλιά
480σκότωσ᾽ ο έρωτάς σου, Κλυταιμήστρα,
κόρη κακούργα του Τυνδάρεω.
Γι᾽ αυτό μακάρι και σε σένα κάποια μέρα
θάνατο να σου στείλουν οι θεοί.
Κι αληθινά, θα δω με το σπαθί
να σφάζουν τον λαιμό σου και το αίμα
να τρέχει απ᾽ τη θανάσιμη πληγή.
|