(Βγαίνει ο χορός.)
ΧΟΡ. Άκουσα τη μάντισσα που μέσα
στο παλάτι ξάστερα το είπε·
ο Μενέλαος δεν επήγε
στον τρισκότεινο τον Άδη,
δεν τον σκέπασεν ο τάφος,
520μα στο πέλαο παραδέρνει
και δεν έφτασεν ακόμη
στα λιμάνια της πατρίδας·
ο βαριόμοιρος πλανιέται χωρίς φίλους
από τότε που άφησε την Τροία
και γυρνάει με το καράβι
δώθε κείθε σ᾽ ακρογιάλια ξένα.
(Βγαίνει από το παλάτι η Ελένη.)
ΕΛΕ. Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ᾽ τη Θεονόη που τα πάντα
530γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις·
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ᾽ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θά ᾽ρθεις,
540που τόσο λαχταρώ να σ᾽ αντικρίσω;
Άα, ποιός είναι αυτός; Ο ανόσιος του Πρωτέα
γιος μηχανεύεται για με παγίδες;
Σα γρήγορο πουλάρι ή σα Μαινάδα
δεν πάω στο μνήμα; Μ᾽ όψη αγριεμένη
κάποιος με κυνηγά για να με πιάσει.
ΜΕΝ. Εσύ που φοβισμένη ορμάς απάνω
στου τάφου τα σκαλιά και στον βωμό του·
μη φεύγεις, στάσου· ως είδα τη θωριά σου,
σάστισα και βουβός έχω απομείνει.
550ΕΛΕ. Ασέβεια, γυναίκες· μ᾽ εμποδίζει
να πάω στο μνήμα αυτός και πιάνοντάς με,
στον βασιλιά γυρεύει να με δώσει,
για να με παντρευτεί κι ας μην τον στέργω.
|