ΑΝΤ. Μάνα, σωστός δεν είν᾽ αυτός ο λόγος·
κάτι θα πω κι εγώ που θα σ᾽ αρέσει.
Ανυπαρξία και θάνατος είναι ένα,
κι έτσι, από μια ζωή γεμάτη πίκρες
ανώτερο το θάνατο εγώ κρίνω·
δε νιώθεις το κακό, δεν έχεις πόνο·
μα απ᾽ τ᾽ αγαθά στη δυστυχία σαν πέσεις,
640θυμάται τα παλιά η ψυχή και κλαίει.
Στον κόσμο ως να μην ήρθε η Πολυξένη,
πέθανε, συμφορά καμιά δεν ξέρει.
Εμένα, της ζωής μου τ᾽ όνειρο ήταν
ένα όνομα καλό· το βρήκα· κι όμως
την ευτυχία γι᾽ αυτό ίσα ίσα χάνω.
Ποιές αρετές ζητούν απ᾽ τη γυναίκα;
στου αντρός μου αυτές το σπίτι ακολουθούσα.
Οποιανής πρώτα πρώτ᾽ αρέσει το έξω,
βγάζει όνομα κακό, κι ας βρίσκει ή όχι
σ᾽ αυτό ψεγάδι ο κόσμος· τέτοιον πόθο
650τον έδιωξα και σπίτι έμενα πάντα·
σε γυναικών κουσκουσουριές κλεισμένη
η πόρτα μου· κανόνιζα μονάχη
πώς να βαδίζω· δάσκαλός μου ο νους μου.
Στον άντρα μου μπροστά σιωπή, ησυχία·
ήξερα σε τί πράματα σωστό ηταν
τον άντρα να νικώ, και πότε πάλι
σ᾽ αυτόν ν᾽ αφήνω θα ᾽πρεπε τη νίκη.
Αυτών των αρετών μου η φήμη πήγε
ως τους Αχαιούς κι αυτό ηταν ο χαμός μου·
όταν με πιάσαν, τ᾽ Αχιλλέα ο γιος
γυναίκα του με θέλησε, και σκλάβα
660πηγαίνω στων φονιάδων μας τα σπίτια.
Τη μορφή αν διώξω του Έχτορα απ᾽ το νου μου
και την καρδιά στο νέο μου άντρα ανοίξω,
άπιστη θα ᾽μαι στο νεκρό· αν το νέο
μισώ, θα ᾽χω του αφέντη μου την έχθρα.
Μια νύχτα, λένε, αρκεί για να λυγίσει
την αντιπάθεια πὄχει μια γυναίκα
για ενός αντρός τ᾽ αγκάλιασμα· το ξέρω·
για μέ ειναι σιχαμένη όποια ξεχνάει
τον πρώτον άντρα κι άλλη αγάπη νιώθει.
Ως κι η φοράδα, αν βγει η συντρόφισσά της
670απ᾽ το ζευγάρι, σέρνει δίχως κέφι.
Κι όμως το ζώο κατώτερη έχει φύση,
δεν έχει δα ούτε φρόνηση ούτε γλώσσα.
Άντρας δικός μου εσύ ᾽σουν, Έχτορά μου,
τρανός σε νου, γενιά κι αντρεία και πλούτη·
αγνή απ᾽ το πατρικό με πήρες σπίτι,
παρθενική μου η κλίνη εσένα εδέχτη·
και τώρα εχάθης, μ᾽ έπιασαν κι εμένα,
τα πλοία με παίρνουν σκλάβα στην Ελλάδα.
Τί ειν᾽ ο χαμός λοιπόν της Πολυξένης,
680που τον θρηνείς, μπροστά στις συμφορές μου;
Και το στερνό που μένει στον καθέναν,
η ελπίδα, πάει για μένα, ούτε κι η πλάνη
δε με γελά πως φως θα δω μια μέρα·
κι όμως κι η ιδέα κάποια χαρά σού δίνει.
ΚΟΡ. Κοινή ᾽ναι η συμφορά μας· τα δικά σου
θρηνώντας πάθη λες και τα δικά μου.
|