Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἵππίας μείζων (292c-293d)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐγώ σοι ἐρῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ νυνδή, μιμούμενος ἐκεῖνον, ἵνα μὴ πρὸς σὲ λέγω ῥήματα, οἷα ἐκεῖνος εἰς ἐμὲ ἐρεῖ, χαλεπά τε καὶ ἀλλόκοτα. εὖ γὰρ ἴσθι, «Εἰπέ μοι,» φήσει, «ὦ Σώκρατες, οἴει ἂν ἀδίκως πληγὰς λαβεῖν, ὅστις διθύραμβον τοσουτονὶ ᾄσας οὕτως ἀμούσως πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος;» Πῶς δή; φήσω ἐγώ. «Ὅπως;» φήσει· «οὐχ οἷός τ᾽ εἶ μεμνῆσθαι ὅτι τὸ καλὸν αὐτὸ ἠρώτων, [292d] ὃ παντὶ ᾧ ἂν προσγένηται, ὑπάρχει ἐκείνῳ καλῷ εἶναι, καὶ λίθῳ καὶ ξύλῳ καὶ ἀνθρώπῳ καὶ θεῷ καὶ πάσῃ πράξει καὶ παντὶ μαθήματι; αὐτὸ γὰρ ἔγωγε, ὤνθρωπε, κάλλος ἐρωτῶ ὅτι ἐστίν, καὶ οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν δύναμαι ἢ εἴ μοι παρεκάθησο λίθος, καὶ οὗτος μυλίας, μήτε ὦτα μήτε ἐγκέφαλον ἔχων.» εἰ οὖν φοβηθεὶς εἴποιμι ἐγὼ ἐπὶ τούτοις τάδε, ἆρα οὐκ ἂν ἄχθοιο, ὦ Ἱππία; Ἀλλὰ μέντοι τόδε τὸ [292e] καλὸν εἶναι Ἱππίας ἔφη· καίτοι ἐγὼ αὐτὸν ἠρώτων οὕτως ὥσπερ σὺ ἐμέ, ὃ πᾶσι καλὸν καὶ ἀεί ἐστι. πῶς οὖν φῄς; οὐκ ἀχθέσῃ, ἂν εἴπω ταῦτα;
ΙΠΠΙΑΣ. Εὖ γ᾽ οὖν οἶδα, ὦ Σώκρατες, ὅτι πᾶσι καλὸν τοῦτ᾽ ἐστίν, ὃ ἐγὼ εἶπον, καὶ δόξει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἦ καὶ ἔσται;» φήσει· «ἀεὶ γάρ που τό γε καλὸν καλόν.»
ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Οὐκοῦν καὶ ἦν;» φήσει.
ΙΠΠΙΑΣ. Καὶ ἦν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἦ καὶ τῷ Ἀχιλλεῖ,» φήσει, «ὁ ξένος ὁ Ἠλεῖος ἔφη καλὸν εἶναι ὑστέρῳ τῶν προγόνων ταφῆναι, καὶ τῷ πάππῳ αὐτοῦ Αἰακῷ, καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσοι [293a] ἐκ θεῶν γεγόνασι, καὶ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς;»
ΙΠΠΙΑΣ. Τί τοῦτο; βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν. τοῦ ἀνθρώπου οὐδ᾽ εὔφημα, ὦ Σώκρατες, ταῦτά γε τὰ ἐρωτήματα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί δέ; τὸ ἐρομένου ἑτέρου φάναι ταῦτα οὕτως ἔχειν οὐ πάνυ δύσφημον;
ΙΠΠΙΑΣ. Ἴσως.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἴσως τοίνυν σὺ εἶ οὗτος,» φήσει, «ὃς παντὶ φῂς καὶ ἀεὶ καλὸν εἶναι ὑπὸ μὲν τῶν ἐκγόνων ταφῆναι, τοὺς δὲ γονέας θάψαι· ἢ οὐχ εἷς τῶν ἁπάντων καὶ Ἡρακλῆς ἦν καὶ οὓς νυνδὴ ἐλέγομεν πάντες;»
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλ᾽ οὐ τοῖς θεοῖς ἔγωγε ἔλεγον.
[293b] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Οὐδὲ τοῖς ἥρωσιν, ὡς ἔοικας.»
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐχ ὅσοι γε θεῶν παῖδες ἦσαν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἀλλ᾽ ὅσοι μή;»
ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Οὐκοῦν κατὰ τὸν σὸν αὖ λόγον, ὡς φαίνεται, τῶν ἡρώων τῷ μὲν Ταντάλῳ καὶ τῷ Δαρδάνῳ καὶ τῷ Ζήθῳ δεινόν τε καὶ ἀνόσιον καὶ αἰσχρόν ἐστι, Πέλοπι δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς οὕτω γεγονόσι καλόν.»
ΙΠΠΙΑΣ. Ἔμοιγε δοκεῖ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Σοὶ τοίνυν δοκεῖ,» φήσει, «ὃ ἄρτι οὐκ ἔφησθα, τὸ θάψαντι τοὺς προγόνους ταφῆναι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων ἐνίοτε καὶ [293c] ἐνίοις αἰσχρὸν εἶναι· ἔτι δὲ μᾶλλον, ὡς ἔοικεν, ἀδύνατον πᾶσι τοῦτο γενέσθαι καὶ εἶναι καλόν, ὥστε τοῦτό γε ὥσπερ καὶ τὰ ἔμπροσθεν ἐκεῖνα, ἥ τε παρθένος καὶ ἡ χύτρα, ταὐτὸν πέπονθε, καὶ ἔτι γελοιοτέρως τοῖς μέν ἐστι καλόν, τοῖς δ᾽ οὐ καλόν. καὶ οὐδέπω καὶ τήμερον,» φήσει, «οἷός τ᾽ εἶ, ὦ Σώκρατες, περὶ τοῦ καλοῦ ὅτι ἐστὶ τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρίνασθαι.» ταῦτά μοι καὶ τοιαῦτα ὀνειδιεῖ δικαίως, ἐὰν αὐτῷ οὕτως ἀποκρίνωμαι. τὰ μὲν οὖν πολλά, ὦ Ἱππία, σχεδόν [293d] τί μοι οὕτω διαλέγεται· ἐνίοτε δὲ ὥσπερ ἐλεήσας μου τὴν ἀπειρίαν καὶ ἀπαιδευσίαν αὐτός μοι προβάλλει ἐρωτῶν εἰ τοιόνδε μοι δοκεῖ εἶναι τὸ καλόν, ἢ καὶ περὶ ἄλλου ὅτου ἂν τύχῃ πυνθανόμενος καὶ περὶ οὗ ἂν λόγος ᾖ.
ΙΠΠΙΑΣ. Πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες;


ΣΩ. Εγώ θα σου το πω με τον ίδιο τρόπο όπως λίγο πιο πριν· θα παρασταίνω εκείνον, για να μη λέω σε σένα λόγια σαν αυτά που θα πει εκείνος σε μένα, βαριά και αναπάντεχα. Το δίχως άλλο, πες μου, θα πει, Σωκράτη, θαρρείς πως άδικα θα το έτρωγες το ξύλο; Πήρες να τραγουδάς έναν ατέλειωτο διθύραμβο, και βρέθηκες να τραγουδάς τόσο παράφωνα, πέρα για πέρα άσχετα με αυτά που σε ρώτησα. Πώς το λες αυτό; θα πω εγώ. — Πώς; θα πει. Το ξέχασες κιόλας; Εγώ σε ρώτησα για το όμορφο καθαυτό, [292d] που αν προστεθεί σε οτιδήποτε το κάνει να είναι όμορφο — μα πέτρα είναι, μα ξύλο, μα άνθρωπος, μα θεός, μα κάθε πράξη, μα κάθε μάθηση. Η ομορφιά αυτή καθαυτή τί είναι — αυτό ρωτώ, άνθρωπέ μου, και δεν μπορώ να σου το φωνάξω πιο δυνατά — ούτε πέτρα να ήσουν καθισμένος δίπλα μου, και μάλιστα μυλόπετρα, δίχως αυτιά και δίχως μυαλό! — Αν λοιπόν εμένα μ᾽ έπιανε φόβος, θα σου κακοφαινόταν, Ιππία, αν του αποκρινόμουν έτσι: Μα είναι ο Ιππίας που είπε πως [292e] αυτό είναι το όμορφο! Και όμως εγώ τον ρώτησα ακριβώς όπως εσύ εμένα, γι᾽ αυτό δηλαδή που είναι όμορφο για το καθετί και πάντοτε. Τί λες λοιπόν; Δεν θα σου κακοφανεί, αν τα πω αυτά;
ΙΠ. Εκείνο που ξέρω, Σωκράτη, είναι ότι αυτό που εγώ είπα όμορφο είναι για το καθετί όμορφο και θα φαίνεται όμορφο.
ΣΩ. Θα είναι όμως και για πάντα; θα πει· γιατί το όμορφο είναι βέβαια πάντοτε όμορφο.
ΙΠ. Και βέβαια.
ΣΩ. Και ήταν πάντοτε όμορφο — ή όχι; θα πει.
ΙΠ. Και ήταν.
ΣΩ. Τάχα και για τον Αχιλλέα, θα πει, ο ξένος ο Ηλείος είπε πως ήταν όμορφο να ταφεί ύστερα από τους προγόνους του; Και για τον παππού του τον Αιακό και για τους άλλους όσοι [293a] γεννήθηκαν από θεούς, και για τους θεούς τούς ίδιους;
ΙΠ. Τί είναι πάλι αυτό; Να πάρει η ευχή! Τούτα που ρωτάει ο άνθρωπος αυτός ούτε καν ευσέβεια στους θεούς δείχνουν!
ΣΩ. Και τί με αυτό; Και άλλος να ήταν εκείνος που ρωτούσε, η απάντηση πως έτσι έχουν τα πράγματα δεν δείχνει έτσι κι αλλιώς πολλή ασέβεια;
ΙΠ. Μπορεί.
ΣΩ. Μπορεί λοιπόν να είσαι συ που δείχνεις ανευλάβεια, θα πει, την ώρα που λες ότι για όλους και πάντοτε είναι όμορφο να θαφτεί κανείς από τους απογόνους του και να θάψει τους γονείς του. Μήπως δεν ήταν ένας από όλους ο Ηρακλής και όλοι αυτοί που τώρα δα λέγαμε;
ΙΠ. Μα εγώ δεν μιλούσα βέβαια για τους θεούς.
[293b] ΣΩ. Ούτε και για τους ήρωες, όπως φαίνεται.
ΙΠ. Όχι, για όσους τουλάχιστο ήταν παιδιά θεών.
ΣΩ. Για όσους όμως δεν ήταν;
ΙΠ. Γι᾽ αυτούς ναι.
ΣΩ. Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια σου, όπως φαίνεται, από τους ήρωες για τον Τάνταλο και τον Δάρδανο και τον Ζήθο είναι φοβερό και ανόσιο και άσκημο, για τον Πέλοπα όμως και για όσους άλλους έχουν γεννηθεί με τον ίδιο τρόπο είναι όμορφο.
ΙΠ. Εγώ τουλάχιστο αυτή τη γνώμη έχω.
ΣΩ. Συ λοιπόν πιστεύεις, θα μου πει, κάτι που ως πριν από λίγο δεν το δεχόσουν, ότι το να θαφτεί κανείς από τους απογόνους του, αφού πρώτα έχει θάψει τους προγόνους του, είναι μερικές φορές και [293c] για μερικούς άσκημο. Ακόμα περισσότερο, καθώς φαίνεται, πιστεύεις γι᾽ αυτό πως είναι αδύνατο να γίνει και να είναι για όλους όμορφο· ώστε αυτό, καθώς και εκείνα πιο πριν, τόσο η κοπέλα όσο και η χύτρα, έχει πάθει το ίδιο, και με ακόμα πιο γελοίο τρόπο είναι για τον έναν όμορφο, για τον άλλον όχι όμορφο. Και ούτε και σήμερα ακόμα, θα πει, είσαι ικανός, Σωκράτη, να αποκριθείς για το όμορφο αυτό που ρωτώ, τί ακριβώς είναι. Αυτά λέγοντας και παρόμοια θα με ντροπιάσει με το δίκιο του, αν του αποκριθώ έτσι. — Τις περισσότερες φορές, Ιππία, με αυτόν πάνω κάτω [293d] τον τρόπο κουβεντιάζει μαζί μου. Κάποτε κάποτε όμως, λες και με λυπάται που είμαι άπραγος και αμόρφωτος και μου δείχνει ο ίδιος το δρόμο ρωτώντας με αν τέτοιας λογής μου φαίνεται πως είναι το όμορφο ή και για όποιο άλλο θέμα τύχει να με ρωτάει και να γίνεται κουβέντα πάνω σ᾽ αυτό.
ΙΠ. Τί θέλεις να πεις, Σωκράτη;