Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (16.1-17.4)


[16.1] Μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν Ξέρξης μὲν ἔτι θυμομαχῶν πρὸς τὴν ἀπότευξιν ἐπεχείρει διὰ χωμάτων ἐπάγειν τὸ πεζὸν εἰς Σαλαμῖνα τοῖς Ἕλλησιν, ἐμφράξας τὸν διὰ μέσου πόρον· [16.2] Θεμιστοκλῆς δ᾽ ἀποπειρώμενος Ἀριστείδου λόγῳ γνώμην ἐποιεῖτο λύειν τὸ ζεῦγμα ταῖς ναυσὶν ἐπιπλεύσαντας εἰς Ἑλλήσποντον, «ὅπως» ἔφη «τὴν Ἀσίαν ἐν τῇ Εὐρώπῃ λάβωμεν». [16.3] δυσχεραίνοντος δὲ τοῦ Ἀριστείδου καὶ λέγοντος ὅτι «νῦν μὲν τρυφῶντι τῷ βαρβάρῳ πεπολεμήκαμεν· ἐὰν δὲ κατακλείσωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ καταστήσωμεν εἰς ἀνάγκην ὑπὸ δέους ἄνδρα τηλικούτων δυνάμεων κύριον, οὐκέτι καθήμενος ὑπὸ σκιάδι χρυσῇ θεάσεται τὴν μάχην ἐφ᾽ ἡσυχίας, ἀλλὰ πάντα τολμῶν καὶ πᾶσιν αὐτὸς παρὼν διὰ τὸν κίνδυνον ἐπανορθώσεται τὰ παρειμένα καὶ βουλεύσεται βέλτιον ὑπὲρ τῶν ὅλων. [16.4] οὐ τὴν οὖσαν οὖν» ἔφη «δεῖ γέφυραν ὦ Θεμιστόκλεις ἡμᾶς ἀναιρεῖν, ἀλλ᾽ ἑτέραν εἴπερ οἷόν τε προσκατασκευάσαντας ἐκβαλεῖν διὰ τάχους τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς Εὐρώπης», «οὐκοῦν» εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς «εἰ δοκεῖ ταῦτα συμφέρειν, ὥρα σκοπεῖν καὶ μηχανᾶσθαι πάντας ἡμᾶς, ὅπως ἀπαλλαγήσεται τὴν ταχίστην ἐκ τῆς Ἑλλάδος».
[16.5] Ἐπεὶ δὲ ταῦτ᾽ ἔδοξεν, ἔπεμπέ τινα τῶν βασιλικῶν εὐνούχων ἐν τοῖς αἰχμαλώτοις ἀνευρὼν Ἀρνάκην ὄνομα, φράζειν βασιλεῖ κελεύσας ὅτι τοῖς μὲν Ἕλλησι δέδοκται τῷ ναυτικῷ κεκρατηκότας ἀναπλεῖν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ἐπὶ τὸ ζεῦγμα καὶ λύειν τὴν γέφυραν, Θεμιστοκλῆς δὲ κηδόμενος βασιλέως παραινεῖ σπεύδειν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ [θάλατταν] καὶ περαιοῦσθαι, μέχρις αὐτὸς ἐμποιεῖ τινας διατριβὰς τοῖς συμμάχοις καὶ μελλήσεις πρὸς τὴν δίωξιν. [16.6] ταῦθ᾽ ὁ βάρβαρος ἀκούσας καὶ γενόμενος περίφοβος, διὰ τάχους ἐποιεῖτο τὴν ἀναχώρησιν, καὶ πεῖραν ἡ Θεμιστοκλέους καὶ Ἀριστείδου φρόνησις ἐν Μαρδονίῳ παρέσχεν, εἴγε πολλοστημορίῳ τῆς Ξέρξου δυνάμεως διαγωνισάμενοι Πλαταιᾶσιν εἰς τὸν περὶ τῶν ὅλων κίνδυνον κατέστησαν.
[17.1] Πόλεων μὲν οὖν τὴν Αἰγινητῶν ἀριστεῦσαί φησιν Ἡρόδοτος, Θεμιστοκλεῖ δὲ καίπερ ἄκοντες ὑπὸ φθόνου τὸ πρωτεῖον ἀπέδοσαν ἅπαντες. [17.2] ἐπεὶ γὰρ ἀναχωρήσαντες εἰς τὸν Ἰσθμὸν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὴν ψῆφον ἔφερον οἱ στρατηγοί, πρῶτον μὲν ἕκαστος αὑτὸν ἀπέφαινεν ἀρετῇ, δεύτερον δὲ μεθ᾽ αὑτὸν Θεμιστοκλέα. [17.3] Λακεδαιμόνιοι δ᾽ εἰς τὴν Σπάρτην αὐτὸν καταγαγόντες, Εὐρυβιάδῃ μὲν ἀνδρείας, ἐκείνῳ δὲ σοφίας ἀριστεῖον ἔδοσαν θαλλοῦ στέφανον, καὶ τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἁρμάτων τὸ πρωτεῦον ἐδωρήσαντο καὶ τριακοσίους τῶν νέων πομποὺς ἄχρι τῶν ὅρων συνεξέπεμψαν. [17.4] λέγεται δ᾽ Ὀλυμπίων τῶν ἑξῆς ἀγομένων, καὶ παρελθόντος εἰς τὸ στάδιον τοῦ Θεμιστοκλέους, ἀμελήσαντας τῶν ἀγωνιστῶν τοὺς παρόντας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖνον θεᾶσθαι καὶ τοῖς ξένοις ἐπιδεικνύειν ἅμα θαυμάζοντας καὶ κροτοῦντας, ὥστε καὶ αὐτὸν ἡσθέντα πρὸς τοὺς φίλους ὁμολογῆσαι τὸν καρπὸν ἀπέχειν τῶν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος αὐτῷ πονηθέντων.


ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ (Κεφ. 16 - 18)
Ο Ξέρξης φεύγει
[16.1] Μετά τη ναυμαχία ο Ξέρξης, ενώ ακόμη έβραζε από θυμό για την αποτυχία του, σκέφτηκε να γεμίσει με χώματα και να φράξει το ενδιάμεσο στενό, για να οδηγήσει το πεζικό του στη Σαλαμίνα εναντίον των Ελλήνων. [16.2] Ο Θεμιστοκλής από το άλλο μέρος θέλοντας να δοκιμάσει τον Αριστείδη, του έλεγε πως έχει τη γνώμη να πάνε με τα πλοία τους στον Ελλήσποντο και να διαλύσουν τη γέφυρα που είχε στήσει εκεί ο Ξέρξης, «για να μπορέσουμε έτσι», έλεγε, « να πιάσουμε την Ασία μέσα στην Ευρώπη». Αλλά ο Αριστείδης αρνήθηκε να δεχτεί τέτοια πρόταση και του λέει: [16.3] «Ώς τώρα έχουμε πολεμήσει ένα βάρβαρο που είχε όλες του τις ανέσεις, μα, αν τον αποκλείσωουμε στην Ελλάδα και από το φόβο τον φέρουμε σε κατάσταση ανάγκης, έναν άνθρωπο που είναι κύριος τόσο μεγάλων δυνάμεων, τότε δε θα κάθεται πια κάτω από χρυσοΰφαντη σκηνή να βλέπει τη μάχη ήσυχα, αλλά τολμώντας τα πάντα και σε όλα παρών ο ίδιος εξαιτίας του κινδύνου που τον απειλεί, θα προσπαθήσει να ξανακερδίσει όλα τα χαμένα και θα σκεφθεί να κάμει ό,τι μπορεί καλύτερο πολεμώντας όλα για όλα». [16.4] Και πρόσθεσε ο Αριστείδης: «Λοιπόν, Θεμιστοκλή, όχι να καταστρέψουμε τη γέφυρα που υπάρχει, παρά και άλλη ακόμη, αν μπορούμε, πρέπει εμείς να κατασκευάσουμε, για να διώξουμε το γρηγορότερο αυτόν τον άνθρωπο από την Ευρώπη». «Λοιπόν», είπε ο Θεμιστοκλής, «αν νομίζεις πως αυτά μας συμφέρουν, είναι καιρός να σκεφτούμε και να βρούμε τον τρόπο πώς θα φύγει μια ώρα αρχύτερα από την Ελλάδα».
[16.5] Αφού λοιπόν αποφάσισαν αυτά, ο Θεμιστοκλής έστειλε έναν από τους βασιλικούς ακολούθους που τον βρήκαν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, τον Αρνάκη, όπως ονομαζόταν, και του έδωσε διαταγή να πει στο βασιλιά ότι οι Έλληνες που έχουν νικήσει με το ναυτικό τους αποφάσισαν να τραβήξουν επάνω, προς τον Ελλήσποντο, εκεί όπου έκαμε τη σύνδεση, και να διαλύσουν τη γέφυρα, ο Θεμιστοκλής όμως που γνοιάζεται για το βασιλιά, τον συμβουλεύει να πάρει γρήγορα δρόμο προς τη δική του θάλασσα και να περάσει απέναντι στην Ασία, ενόσω αυτός θα έφερνε με τρόπο χρονοτριβές στους συμμάχους και θ᾽ αργοπορούσε την καταδίωξη. [16.6] Όταν άκουσε αυτά ο Ξέρξης, φοβήθηκε πολύ και ετοιμάστηκε γρήγορα να φύγει.
Και η φρόνηση του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη αποδείχτηκε στη μάχη με το Μαρδόνιο, όπου οι Έλληνες, αν και πολέμησαν μ᾽ ένα ελάχιστο μέρος των δυνάμεων του Ξέρξη στις Πλαταιές, βρέθηκαν στον έσχατο κίνδυνο.

Τιμές στο Θεμιστοκλή
[17.1] Από τις (ελληνικές) πόλεις, λέει ο Ηρόδοτος, διακρίθηκε στην αντρεία η Αίγινα, αλλά στο Θεμιστοκλή όλοι, αν και από φθόνο δεν το ήθελαν, έδωσαν την πρώτη θέση. [17.2] Έτσι, όταν πήγαν στον Ισθμό και εκεί ψήφιζαν οι στρατηγοί παίρνοντας την ψήφο τους από το βωμό του θεού, πρώτον ανακήρυττε καθένας τον εαυτό του στην αντρεία, αλλά δεύτερον αμέσως ύστερα το Θεμιστοκλή. [17.3] Οι Λακεδαιμόνιοι επίσης, όταν τον υποδέχτηκαν στη Σπάρτη, έδωσαν στον Ευρυβιάδη για την αντρεία του και σ᾽ εκείνον για τη σοφία του ως βραβείο στεφάνι από κλάδο ελιάς και του πρόσφεραν για δώρο το καλύτερο από τα άρματα που ήταν στην πόλη και έστειλαν μαζί του τριακόσιους νέους για τιμητική συνοδεία ώς τα σύνορα της Λακωνίας.
[17.4] Λέγεται ακόμη ότι στους αμέσως επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, όταν μπήκε στο στάδιο ο Θεμιστοκλής, όλοι όσοι ήταν εκεί δεν πρόσεχαν πια στους αγωνιστές, παρά όλη την ημέρα εκείνον παρατηρούσαν, τον έδειχναν στους ξένους και μ᾽ επιδοκιμασίες θαυμασμού τον χειροκροτούσαν, τόσο που και ο ίδιος ευχαριστημένος ομολόγησε στους φίλους του ότι εκείνη την ημέρα απολάβαινε τον καρπό των αγώνων του για την Ελλάδα.