[4.179.1] Κι επίσης έχουν να λένε κι αυτή την ιστορία, πως ο Ιάσων, αφού η Αργώ ναυπηγήθηκε στην εντέλεια στ᾽ ακρογιάλια του Πηλίου, φόρτωσε στο καράβι τάμα, εκτός από την εκατόμβη, έναν χάλκινο τρίποδα κι έκανε το γύρο της Πελοποννήσου, θέλοντας να φτάσει στους Δελφούς. [4.179.2] Κι όταν έφτασε με το καράβι του στον Μαλέα, τον άρπαξε άνεμος βοριάς και τον παράσερνε προς τη Λιβύη· και πως, πριν αντικρίσει τη στεριά, βρέθηκε στις ξέρες της λίμνης Τριτωνίδας. Καθώς λοιπόν δεν είχε τρόπο να βγει αποκεί μέσα, λένε πως εμφανίστηκε ο Τρίτων και πρόσταζε τον Ιάσονα να του δώσει τον τρίποδα, λέγοντας ότι και το πέρασμα θα του δείξει και θα τους στείλει πίσω σώους και αβλαβείς. [4.179.3] Ο Ιάσων τον άκουσε, κι έτσι και τη διέξοδο από τις ξέρες τούς έδειξε ο Τρίτων και τον τρίποδα πήρε και τον έβαλε στο ναό του, κι ύστερα, καθισμένος πάνω στον τρίποδα, προφήτεψε κι αποκάλυψε στους συντρόφους του Ιάσονα όλα τα μελλούμενα, πως —ό,τι γράφει δεν ξεγράφει—, όταν κάποιος απ᾽ τους απογόνους των αντρών που ταξίδευαν με την Αργώ θα πάρει τον τρίποδα, τότε θα χτιστούν γύρω από την Τριτωνίδα λίμνη εκατό ελληνικές πόλεις. Και λένε πως, όταν τ᾽ άκουσαν οι Λίβυες της περιοχής, έκρυψαν τον τρίποδα. [4.180.1] Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους Μάχλυες έρχονται οι Αυσείς. Κι ετούτοι και οι Μάχλυες ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, κι έχουν σύνορο ανάμεσά τους τον ποταμό Τρίτωνα. Αλλά, ενώ οι Μάχλυες αφήνουν μακριά τα μαλλιά τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού, οι Αυσείς τ᾽ αφήνουν από μπροστά. [4.180.2] Και στην ετήσια γιορτή της Αθηνάς, οι κοπέλες τους, χωρισμένες σε δυο στρατόπεδα, στήνουν πόλεμο ανάμεσά τους με πέτρες και ξύλα, λέγοντας ότι προσφέρουν την πατροπαράδοτη λατρεία στη θεά του τόπου, αυτή που οι Έλληνες τη λέμε Αθηνά. Κι όσες κοπέλες σκοτώνονται από τα χτυπήματα, τις λένε ψευτοπαρθένες. [4.180.3] Και πριν δώσουν το σύνθημα ν᾽ αρχίσει η μάχη, νά τί κάνουν· την κοπέλα που κάθε φορά βγαίνει πρώτη στην ομορφιά τη στολίζουν, με κοινή φροντίδα, με κορινθιακή περικεφαλαία κι ελληνική πανοπλία, την ανεβάζουν σε άρμα για να κάνει ένα γύρο [της λίμνης]· [4.180.4] τώρα, με τί στόλιζαν τις κοπέλες αυτές προτού έρθουν οι Έλληνες και γειτονέψουν, δεν ξέρω να το πω, πιστεύω όμως πως τις στόλιζαν με όπλα αιγυπτιακά· γιατί υποστηρίζω πως την ασπίδα και το κράνος οι Έλληνες τα πήραν από την Αίγυπτο. [4.180.5] Για την Αθηνά λένε πως ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της λίμνης Τριτωνίδας, και πως, έχοντας κάποιο παράπονο απ᾽ τον πατέρα της, είπε στον Δία να την πάρει για παιδί του, κι ο Δίας την αναγνώρισε θυγατέρα του. Αυτές τις ιστορίας λένε, ενώ σμίγουν με τις γυναίκες σα ν᾽ ανήκουν όλες σε όλους, οικογένειες δεν κάνουν, αλλά σμίγουν σαν κτήνη. [4.180.6] Κι όταν μια γυναίκα γεννήσει παιδί και πάρει αυτό να ζωηρεύει, συγκεντρώνονται στο ίδιο μέρος οι άντρες τον τρίτο μήνα, και, μ᾽ όποιον απ᾽ αυτούς μοιάζει το νήπιο, αυτός περνά για πατέρας του. [4.181.1] Αυτή λοιπόν είναι η περιγραφή των παραθαλασσίων από τους νομάδες Λίβυες· τώρα, πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς το εσωτερικό, βρίσκεται η Λιβύη των άγριων θηρίων, και πιο πέρα από τη χώρα των άγριων θηρίων συναντούμε ένα φρύδι άμμου, που πιάνει μια γραμμή από τις Θήβες της Αιγύπτου ώς τις Ηράκλειες στήλες. [4.181.2] Και, σε απόσταση δρόμου δέκα ημερών, πάνω σ᾽ αυτό το φρύδι βρίσκονται όγκοι αλατιού, από σβόλους μεγάλους, που σχηματίζουν λόφους, και στην κορυφή του κάθε λόφου μέσ᾽ από το αλάτι εκτοξεύεται ψηλά νερό κρύο και γλυκό, και γύρω απ᾽ αυτό κατοικούν άνθρωποι, οι τελευταίοι προς τη μεριά της ερήμου και πιο πέρ᾽ απ᾽ τη χώρα των άγριων θηρίων· ξεκινώντας από τις Θήβες πρώτους συναντάς, ύστερ᾽ από δρόμο δέκα ημερών, τους Αμμωνίους, που ο ναός τους έχει πρότυπό του το ναό του Δία στις Θήβες· γιατί, όπως και προηγουμένως έχω πει, το άγαλμα του Δία στις Θήβες έχει πρόσωπο κριαριού. [4.181.3] Και τυχαίνει να ᾽χουν κι άλλο νερό, από πηγή, που τα χαράματα αναβλύζει χλιαρό, και, την ώρα που η αγορά γεμίζει κόσμο, πιο δροσερό· έρχεται το μεσημέρι, και γίνεται κατάκρυο, και τότε ποτίζουν τα περιβόλια τους· [4.181.4] και, καθώς παίρνει να γέρνει η μέρα, σιγά σιγά χάνεται και η δροσιά του, ώσπου ο ήλιος βασιλεύει και το νερό αναβλύζει χλιαρό, κι ολοένα αναβλύζει και πιο ζεστό· κι όταν πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, τότε κοχλάζει καυτό· περνούν τα μεσάνυχτα κι από την ώρα εκείνη ώς την αυγή αναβλύζει ολοένα και δροσερότερο. Η πηγή αυτή είναι γνωστή με τ᾽ όνομα Πηγή του Ήλιου. [4.182.1] Κι άλλες δέκα μέρες δρόμο μέσ᾽ από το φρύδι της άμμου ύστερ᾽ από τους Αμμωνίους βρίσκεται λόφος από αλάτι όμοιος με των Αμμωνίων, και νερό, και γύρω απ᾽ αυτόν ζουν άνθρωποι· τ᾽ όνομα του τόπου αυτού είναι Αύγιλα· σ᾽ αυτό τον τόπο πηγαίνουν οι Νασαμώνες για να τρυγήσουν τον καρπό της χουρμαδιάς. [4.183.1] Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα, άλλος λόφος από αλάτι και νερό και πολλές φοινικιές που δίνουν καρπό, παρόμοια με τους άλλους λόφους· εκεί ζουν άνθρωποι που τ᾽ όνομά τους είναι Γαράμαντες, έθνος εξαιρετικά μεγάλο, που κουβαλούν χώμα και το στρώνουν πάνω στο αλάτι κι έτσι σπέρνουν. [4.183.2] Από τη χώρα τους ώς τους Λωτοφάγους η πιο σύντομη απόσταση είναι δρόμος τριάντα ημερών. Στη χώρα τους είναι που ζουν τα βόδια που βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, για τον εξής λόγο· έχουν τα κέρατά τους κυρτωμένα προς τα μπρος· [4.183.3] κι έτσι βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, αφού δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τα μπρος, γιατί τα κέρατά τους καρφώνονται στη γη. Διαφορά άλλη από τ᾽ άλλα βόδια δεν έχουν, παρά μονάχα σ᾽ αυτό και στο δέρμα τους, που είναι πιο παχύ και πιο ανθεκτικό. [4.183.4] Κι οι Γαράμαντες αυτοί βγαίνουν και κυνηγούν τους τρωγλοδύτες Αιθίοπες με άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα. Γιατί οι τρωγλοδύτες Αιθίοπες είναι πιο γοργοπόδαροι απ᾽ όλους τους λαούς, απ᾽ αυτούς για τους οποίους μας έρχονται πληροφορίες. Και τρέφονται οι τρωγλοδύτες με φίδια και σαύρες κι άλλα παρόμοια ερπετά· η γλώσσα που μιλούν δε μοιάζει με καμιά άλλη, είναι κάτι σαν τα τσιρίσματα που βγάζουν οι νυχτερίδες. [4.184.1] Σε απόσταση δρόμου άλλων δέκα ημερών από τους Γαράμαντες, άλλος λόφος από άμμο, και νερό, και άνθρωποι να ζουν γύρω απ᾽ αυτόν, που τ᾽ όνομά τους είναι Ατάραντες, κι είναι αυτοί οι μόνοι άνθρωποι, απ᾽ όσους ξέρουμε, που δεν έχουν ονόματα· γιατί έχουν όλοι τους το κοινό όνομα της φυλής τους, Ατάραντες, όμως ξεχωριστό όνομα για τον καθένα τους δε βάζουν. [4.184.2] Ετούτοι καταριούνται τον ήλιο, όταν η ζέστη του γίνεται ανυπόφερτη, κι ακόμα τον περιλούζουν με τις πιο χοντρές βρισιές, γιατί με τη φωτιά του κάνει τη ζωή τους κόλαση, μαραίνει και τους ανθρώπους και τη γη τους. [4.184.3] Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών, άλλος λόφος από αλάτι, και νερό, κι άνθρωποι να κατοικούν γύρω του. Αμέσως ύστερ᾽ από αυτό τον αλατόλοφο συναντάς βουνό, που τ᾽ όνομά του είναι Άτλας, που πιάνει μικρή έκταση και το σχήμα του είναι τέλειος κύκλος, και, απ᾽ ό,τι λένε, τόσο ψηλό, που είναι αδύνατο να δει κανείς τις κορυφές του, γιατί χειμώνα καλοκαίρι είναι σκεπασμένες με σύννεφα· οι άνθρωποι του τόπου λένε πως είναι η κολόνα τ᾽ ουρανού. [4.184.4] Απ᾽ τ᾽ όνομα αυτού του βουνού πήραν κι οι άνθρωποι αυτοί το δικό τους, δηλαδή ονομάζονται Άτλαντες. Και λένε γι᾽ αυτούς πως δεν τρώνε κανένα ζώο ούτε όνειρα βλέπουν. [4.185.1] Λοιπόν ώς κι αυτούς τους Άτλαντες μπορώ να καταγράψω τα ονόματα των λαών που ζουν σ᾽ αυτό το φρύδι, όχι όμως και πιο πέρα απ᾽ αυτούς. Κι αυτό το φρύδι της άμμου φτάνει ώς τις Ηράκλειες στήλες, μάλιστα προχωρεί και πιο πέρα. [4.185.2] Και σ᾽ αυτό τον τόπο, σε μια έκταση που θέλει δέκα ημερών δρόμο να τη διαβείς, βρίσκεται ορυκτό αλάτι και ζουν άνθρωποι. Και χτίζουν τα σπίτια τους με πλιθιά απ᾽ αλάτι, αφού σ᾽ αυτά πια τα μέρη της Λιβύης δε βρέχει ποτέ· γιατί πώς θα μπορούσαν ν᾽ αντέξουν οι τοίχοι που είναι απ᾽ αλάτι, αν έβρεχε; [4.185.3] Το αλάτι που βγάζουν εκεί από τη γη είναι και άσπρο και κόκκινο. Τώρα, πιο πέρα από το φρύδι της άμμου, προς τα νότια και στο εσωτερικό της Λιβύης, έρημη και χωρίς νερό και χωρίς θηρία και χωρίς βροχές και χωρίς δέντρα είναι η χώρα, κι από υγρασία καν τίποτε. |