Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.24.1-5.24.8)

[5.24.1] Ὁ μὲν ταῦτα παρήγγειλεν· Πτολεμαῖος δὲ ἁμάξας τε ἐκ τῶν ἀπολελειμμένων ἐν τῇ πρώτῃ φυγῇ ἁμαξῶν ταύτῃ ξυναγαγὼν ὡς πλείστας κατέστησεν ἐγκαρσίας, ἵνα πολλὰ ἐν νυκτὶ τὰ ἄπορα φαίνηται τοῖς φεύγουσι, καὶ τοῦ χάρακος τοῦ κεκομμένου τε καὶ οὐ καταπηχθέντος συννῆσαι ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐκέλευσεν ἐν μέσῳ τῆς τε λίμνης καὶ τοῦ τείχους. καὶ ταῦτ᾽ αὐτῷ οἱ στρατιῶται ἐν τῇ νυκτὶ ἐξειργάσαντο. [5.24.2] ἤδη τε ἦν ἀμφὶ τετάρτην φυλακὴν καὶ οἱ βάρβαροι, καθάπερ ἐξηγγέλλετο Ἀλεξάνδρῳ, ἀνοίξαντες τὰς ὡς ἐπὶ τὴν λίμνην πύλας δρόμῳ ἐπ᾽ αὐτὴν ἐφέροντο. οὐ μὴν ἔλαθον τὰς ταύτῃ φυλακὰς οὐδὲ Πτολεμαῖον τὸν ἐπ᾽ αὐταῖς τεταγμένον, ἀλλὰ ἐν τούτῳ οἵ τε σαλπιγκταὶ ἐσήμαινον αὐτῷ καὶ αὐτὸς τὴν στρατιὰν ὡπλισμένην τε καὶ συντεταγμένην ἔχων ἐχώρει ἐπὶ τοὺς βαρβάρους. [5.24.3] τοῖς δὲ αἵ τε ἅμαξαι ἐμποδὼν ἦσαν καὶ ὁ χάραξ ἐν μέσῳ καταβεβλημένος· ὡς δὲ ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ οἱ ἀμφὶ Πτολεμαῖον προσέκειντο αὐτοῖς τοὺς ἀεὶ ἐκπίπτοντας διὰ τῶν ἁμαξῶν κατακαίνοντες, ἐνταῦθα δὴ ἀποστρέφονται αὖθις ἐς τὴν πόλιν. καὶ ἀπέθανον αὐτῶν ἐν τῇ ἀποχωρήσει ἐς πεντακοσίους.
[5.24.4] Ἐν τούτῳ δὲ καὶ Πῶρος ἀφίκετο τούς τε ὑπολοίπους ἐλέφαντας ἅμα οἷ ἄγων καὶ τῶν Ἰνδῶν ἐς πεντακισχιλίους, αἵ τε μηχαναὶ Ἀλεξάνδρῳ ξυμπεπηγμέναι ἦσαν καὶ προσήγοντο ἤδη τῷ τείχει. ἀλλὰ οἱ Μακεδόνες, πρὶν καὶ κατασεισθῆναί τι τοῦ τείχους, ὑπορύττοντές τε αὐτοὶ πλίνθινον ὂν τὸ τεῖχος καὶ τὰς κλίμακας ἐν κύκλῳ πάντῃ προσθέντες αἱροῦσι κατὰ κράτος τὴν πόλιν. [5.24.5] καὶ ἀποθνήσκουσι μὲν ἐν τῇ καταλήψει τῶν Ἰνδῶν ἐς μυρίους καὶ ἑπτακισχιλίους, ἑάλωσαν δὲ ὑπὲρ τὰς ἑπτὰ μυριάδας καὶ ἅρματα τριακόσια καὶ ἵπποι πεντακόσιοι. τῆς δὲ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ στρατιᾶς ἀπέθανον μὲν ὀλίγον ἀποδέοντες τῶν ἑκατὸν ἐν τῇ πάσῃ πολιορκίᾳ, τραυματίαι δὲ οὐ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν νεκρῶν ἐγένοντο, ἀλλὰ ὑπὲρ τοὺς χιλίους καὶ διακοσίους, καὶ ἐν τούτοις τῶν ἡγεμόνων ἄλλοι τε καὶ Λυσίμαχος ὁ σωματοφύλαξ.
[5.24.6] Θάψας δὲ ὡς νόμος αὐτῷ τοὺς τελευτήσαντας Εὐμενῆ τὸν γραμματέα ἐκπέμπει ἐς τὰς δύο πόλεις τὰς ξυναφεστώσας τοῖς Σαγγάλοις δοὺς αὐτῷ τῶν ἱππέων ἐς τριακοσίους, φράσοντα[ς] τοῖς ἔχουσι τὰς πόλεις τῶν τε Σαγγάλων τὴν ἅλωσιν καὶ ὅτι αὐτοῖς οὐδὲν ἔσται χαλεπὸν ‹ἐξ› Ἀλεξάνδρου ὑπομένουσί τε καὶ δεχομένοις φιλίως Ἀλέξανδρον· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ ἄλλοις τισὶ γενέσθαι τῶν αὐτονόμων Ἰνδῶν ὅσοι ἑκόντες σφᾶς ἐνέδοσαν. [5.24.7] οἱ δὲ (ἤδη γὰρ ἐξήγγελτο αὐτοῖς κατὰ κράτος ἑαλωκότα πρὸς Ἀλεξάνδρου τὰ Σάγγαλα) φοβεροὶ γενόμενοι ἔφευγον ἀπολιπόντες τὰς πόλεις. καὶ Ἀλέξανδρος, ἐπειδὴ ἐξηγγέλθη αὐτῶν ἡ φυγή, σπουδῇ ἐδίωκεν· ἀλλὰ οἱ πολλοὶ μὲν αὐτῶν ἔφθασαν ἀποφυγόντες, διὰ μακροῦ γὰρ ἡ δίωξις ἐγίγνετο, ὅσοι δὲ κατὰ τὴν ἀποχώρησιν ἀσθενείᾳ ὑπελείποντο, οὗτοι ἐγκαταληφθέντες πρὸς τῆς στρατιᾶς ἀπέθανον ἐς πεντακοσίους μάλιστα. [5.24.8] ὡς δὲ ἀπέγνω διώκειν τοῦ πρόσω τοὺς φεύγοντας, ἐπανελθὼν ἐς τὰ Σάγγαλα τὴν πόλιν μὲν κατέσκαψε, τὴν χώραν δὲ τῶν Ἰνδῶν τοῖς πάλαι μὲν αὐτονόμοις, τότε δὲ ἑκουσίως προσχωρήσασι προσέθηκεν. καὶ Πῶρον μὲν ξὺν τῇ δυνάμει τῇ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἐκπέμπει ἐπὶ τὰς πόλεις αἳ προσκεχωρήκεσαν, φρουρὰς εἰσάξοντα εἰς αὐτάς, αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ στρατιᾷ ἐπὶ τὸν Ὕφασιν ποταμὸν προὐχώρει, ὡς καὶ τοὺς ἐπέκεινα Ἰνδοὺς καταστρέψαιτο. οὐδὲ ἐφαίνετο αὐτῷ πέρας τι τοῦ πολέμου ἔστε ὑπελείπετό τι πολέμιον.

[5.24.1] Αυτά διέταξε ο Αλέξανδρος. Και ο Πτολεμαίος αφού συγκέντρωσε εδώ όσα περισσότερα αμάξια μπορούσε από εκείνα που είχαν αφήσει οι Ινδοί κατά την πρώτη φυγή τους, τα τοποθέτησε πλάγια για να φαίνονται πολλά τα εμπόδια σε όσους θα έφευγαν μέσα στη νύχτα. Διέταξε επίσης να συγκεντρώσουν σε διάφορα μέρη ανάμεσα στη λίμνη και τα τείχη τους πασσάλους που είχαν κοπεί, αλλά δεν είχαν μπηχθεί στο έδαφος. Οι στρατιώτες του εκτέλεσαν όλα αυτά κατά τη νύχτα. [5.24.2] Και ήταν πλέον περίπου η ώρα της τέταρτης φρουράς, όταν οι βάρβαροι άνοιξαν τις πύλες που οδηγούσαν στη λίμνη και άρχισαν να τρέχουν γρήγορα προς αυτήν, όπως ακριβώς είχαν ειδοποιήσει τον Αλέξανδρο. Δεν διέφυγαν όμως την προσοχή των εκεί φρουρών ούτε του Πτολεμαίου που είχε τοποθετηθεί επικεφαλής τους, αλλά και οι σαλπιγκτές του έδωσαν αμέσως το σύνθημα και ο ίδιος ο Πτολεμαίος προχώρησε κατά των βαρβάρων με οπλισμένο και συνταγμένο τον στρατό του, [5.24.3] ενώ τα αμάξια και οι πάσσαλοι που είχαν τοποθετηθεί στη μέση του δρόμου εμπόδιζαν τους βαρβάρους. Μόλις ήχησε η σάλπιγγα, οι άνδρες του Πτολεμαίου επιτέθηκαν εναντίον των βαρβάρων σκοτώνοντας αυτούς που συνεχώς έβγαιναν περνώντας ανάμεσα από τα αμάξια. Τότε πλέον οι βάρβαροι στράφηκαν πίσω πάλι προς την πόλη τους. Κατά την οπισθοχώρηση σκοτώθηκαν πεντακόσιοι περίπου από αυτούς.
[5.24.4] Στο μεταξύ κατέφθασε ο Πώρος φέρνοντας μαζί του τους υπόλοιπους ελέφαντες και πέντε περίπου χιλιάδες Ινδούς, ενώ είχαν συναρμολογηθεί και οι πολιορκητικές μηχανές του Αλεξάνδρου που άρχισαν να κινούνται προς το τείχος. Πριν όμως καταρριφθεί ένα μέρος του τείχους, οι Μακεδόνες κυρίευσαν με έφοδο την πόλη σκάβοντας κάτω από το τείχος που ήταν πλίνθινο και τοποθετώντας κυκλικά από όλες τις πλευρές του σκάλες. [5.24.5] Κατά την κατάληψη της πόλης σκοτώθηκαν δεκαεφτά περίπου χιλιάδες από τους Ινδούς και αιχμαλωτίσθηκαν περισσότεροι από εβδομήντα χιλιάδες και τριακόσια άρματα και πεντακόσια άλογα. Από τον στρατό του Αλεξάνδρου έπεσαν σε ολόκληρη την πολιορκία σχεδόν εκατό, οι τραυματίες όμως δεν ήταν ανάλογοι προς τον αριθμό των νεκρών, αλλά περισσότεροι από χίλιους διακόσιους· μεταξύ αυτών ήταν και άλλοι διοικητές, καθώς και ο Λυσίμαχος ο σωματοφύλακας.
[5.24.6] Αφού έθαψε τους σκοτωμένους κατά τον τρόπο που συνήθιζε, ο Αλέξανδρος έστειλε τον γραμματέα Ευμένη με τριακόσιους περίπου ιππείς στις δύο πόλεις που είχαν επαναστατήσει συγχρόνως με τα Σάγγαλα. Σκοπός της αποστολής ήταν να ανακοινώσει σε αυτούς που τις κατείχαν ότι τα Σάγγαλα έχουν κυριευθεί και ότι δεν πρόκειται αυτοί να πάθουν τίποτε κακό από τον Αλέξανδρο, αν παραμείνουν στις πόλεις τους και δεχθούν φιλικά τον Αλέξανδρο, εφόσον άλλωστε κανένας από τους αυτόνομους Ινδούς που παραδόθηκαν με τη θέλησή τους σε αυτόν δεν έπαθε τίποτε κακό. [5.24.7] Εκείνοι όμως είχαν φοβηθεί (γιατί είχαν πλέον πληροφορηθεί ότι ο Αλέξανδρος είχε κυριεύσει με έφοδο τα Σάγγαλα) και είχαν αρχίσει να φεύγουν εγκαταλείποντας τις πόλεις τους. Όταν η φυγή τους έγινε γνωστή στον Αλέξανδρο, άρχισε να τους καταδιώκει βιαστικά, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πρόλαβαν να διαφύγουν, επειδή η καταδίωξη γινόταν από απόσταση. Όσοι όμως από αδυναμία έμειναν πίσω κατά την αποχώρησή τους, αυτοί αιχμαλωτίσθηκαν από τον στρατό και σκοτώθηκαν περίπου πεντακόσιοι. [5.24.8] Αποφάσισε να μην καταδιώξει πιο πέρα αυτούς που έφευγαν και επέστρεψε στα Σάγγαλα, κατεδάφισε την πόλη και προσάρτησε την περιοχή της στους ως τότε αυτόνομους Ινδούς που τώρα όμως είχαν με τη θέλησή τους προσχωρήσει στον Αλέξανδρο. Έστειλε επίσης τον Πώρο με τις δυνάμεις του στις πόλεις που είχαν προσχωρήσει, για να τοποθετήσει φρουρές σε αυτές, ενώ ο ίδιος με τον στρατό του προχωρούσε προς τον Ύφαση ποταμό, για να υποτάξει και τους Ινδούς που ήταν πέρα από αυτόν. Νόμιζε ότι ποτέ δεν θα τέλειωνε ο πόλεμος, εφόσον απέμενε και ένας ακόμη εχθρός!