Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.1.1-4.5.2)

ΙΣΤΟΡΙΩΝ Δ


[4.1.1] Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου θέρους περὶ σίτου ἐκβολὴν Συρακοσίων δέκα νῆες πλεύσασαι καὶ Λοκρίδες ἴσαι Μεσσήνην τὴν ἐν Σικελίᾳ κατέλαβον, αὐτῶν ἐπαγαγομένων, καὶ ἀπέστη Μεσσήνη Ἀθηναίων. [4.1.2] ἔπραξαν δὲ τοῦτο μάλιστα οἱ μὲν Συρακόσιοι ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ χωρίον τῆς Σικελίας καὶ φοβούμενοι τοὺς Ἀθηναίους μὴ ἐξ αὐτοῦ ὁρμώμενοί ποτε σφίσι μείζονι παρασκευῇ ἐπέλθωσιν, οἱ δὲ Λοκροὶ κατὰ ἔχθος τὸ Ῥηγίνων, βουλόμενοι ἀμφοτέρωθεν αὐτοὺς καταπολεμεῖν. [4.1.3] καὶ ἐσεβεβλήκεσαν ἅμα ἐς τὴν Ῥηγίνων οἱ Λοκροὶ πανστρατιᾷ, ἵνα μὴ ἐπιβοηθῶσι τοῖς Μεσσηνίοις, ἅμα δὲ καὶ ξυνεπαγόντων Ῥηγίνων φυγάδων, οἳ ἦσαν παρ᾽ αὐτοῖς· τὸ γὰρ Ῥήγιον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐστασίαζε καὶ ἀδύνατα ἦν ἐν τῷ παρόντι τοὺς Λοκροὺς ἀμύνεσθαι, ᾗ καὶ μᾶλλον ἐπετίθεντο. [4.1.4] δῃώσαντες δὲ οἱ μὲν Λοκροὶ τῷ πεζῷ ἀπεχώρησαν, αἱ δὲ νῆες Μεσσήνην ἐφρούρουν· καὶ ἄλλαι αἱ πληρούμεναι ἔμελλον αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναι τὸν πόλεμον ἐντεῦθεν ποιήσεσθαι.
[4.2.1] Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ ἦρος, πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἆγις ὁ Ἀρχιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ ἐγκαθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [4.2.2] Ἀθηναῖοι δὲ τάς τε τεσσαράκοντα ναῦς ἐς Σικελίαν ἀπέστειλαν, ὥσπερ παρεσκευάζοντο, καὶ στρατηγοὺς τοὺς ὑπολοίπους Εὐρυμέδοντα καὶ Σοφοκλέα· Πυθόδωρος γὰρ ὁ τρίτος αὐτῶν ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν. [4.2.3] εἶπον δὲ τούτοις καὶ Κερκυραίων ἅμα παραπλέοντας τῶν ἐν τῇ πόλει ἐπιμεληθῆναι, οἳ ἐλῃστεύοντο ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ὄρει φυγάδων· καὶ Πελοποννησίων αὐτόσε νῆες ἑξήκοντα παρεπεπλεύκεσαν τοῖς ἐν τῷ ὄρει τιμωροὶ καὶ λιμοῦ ὄντος μεγάλου ἐν τῇ πόλει νομίζοντες κατασχήσειν ῥᾳδίως τὰ πράγματα. [4.2.4] Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τὴν ἐξ Ἀκαρνανίας αὐτῷ δεηθέντι εἶπον χρῆσθαι ταῖς ναυσὶ ταύταις, ἢν βούληται, περὶ τὴν Πελοπόννησον.
[4.3.1] Καὶ ὡς ἐγένοντο πλέοντες κατὰ τὴν Λακωνικὴν καὶ ἐπυνθάνοντο ὅτι αἱ νῆες ἐν Κερκύρᾳ ἤδη εἰσὶ τῶν Πελοποννησίων, ὁ μὲν Εὐρυμέδων καὶ Σοφοκλῆς ἠπείγοντο ἐς τὴν Κέρκυραν, ὁ δὲ Δημοσθένης ἐς τὴν Πύλον πρῶτον ἐκέλευε σχόντας αὐτοὺς καὶ πράξαντας ἃ δεῖ τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι· ἀντιλεγόντων δὲ κατὰ τύχην χειμὼν ἐπιγενόμενος κατήνεγκε τὰς ναῦς ἐς τὴν Πύλον. [4.3.2] καὶ ὁ Δημοσθένης εὐθὺς ἠξίου τειχίζεσθαι τὸ χωρίον (ἐπὶ τοῦτο γὰρ ξυνεκπλεῦσαι), καὶ ἀπέφαινε πολλὴν εὐπορίαν ξύλων τε καὶ λίθων, καὶ φύσει καρτερὸν ὂν καὶ ἐρῆμον αὐτό τε καὶ ἐπὶ πολὺ τῆς χώρας· ἀπέχει γὰρ σταδίους μάλιστα ἡ Πύλος τῆς Σπάρτης τετρακοσίους καὶ ἔστιν ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ ποτὲ οὔσῃ γῇ, καλοῦσι δὲ αὐτὴν οἱ Λακεδαιμόνιοι Κορυφάσιον. [4.3.3] οἱ δὲ πολλὰς ἔφασαν εἶναι ἄκρας ἐρήμους τῆς Πελοποννήσου, ἢν βούληται καταλαμβάνων τὴν πόλιν δαπανᾶν. τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον, λιμένος τε προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ᾽ ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους, καὶ βεβαίους ἅμα τοῦ χωρίου φύλακας ἔσεσθαι. [4.4.1] ὡς δὲ οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας, ὕστερον καὶ τοῖς ταξιάρχοις κοινώσας, ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας, μέχρι αὐτοῖς τοῖς στρατιώταις σχολάζουσιν ὁρμὴ ἐνέπεσε περιστᾶσιν ἐκτειχίσαι τὸ χωρίον. [4.4.2] καὶ ἐγχειρήσαντες εἰργάζοντο, σιδήρια μὲν λιθουργὰ οὐκ ἔχοντες, λογάδην δὲ φέροντες λίθους, καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι· καὶ τὸν πηλόν, εἴ που δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον, ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν, καὶ τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες, ὅπως μὴ ἀποπίπτοι. [4.4.3] παντί τε τρόπῳ ἠπείγοντο φθῆναι τοὺς Λακεδαιμονίους τὰ ἐπιμαχώτατα ἐξεργασάμενοι πρὶν ἐπιβοηθῆσαι· τὸ γὰρ πλέον τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε καὶ οὐδὲν ἔδει τείχους. [4.5.1] οἱ δὲ ἑορτήν τινα ἔτυχον ἄγοντες καὶ ἅμα πυνθανόμενοι ἐν ὀλιγωρίᾳ ἐποιοῦντο, ὡς, ὅταν ἐξέλθωσιν, ἢ οὐχ ὑπομενοῦντας σφᾶς ἢ ῥᾳδίως ληψόμενοι βίᾳ· καί τι καὶ αὐτοὺς ὁ στρατὸς ἔτι ἐν ταῖς Ἀθήναις ὢν ἐπέσχεν. [4.5.2] τειχίσαντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ χωρίου τὰ πρὸς ἤπειρον καὶ ἃ μάλιστα ἔδει ἐν ἡμέραις ἓξ τὸν μὲν Δημοσθένη μετὰ νεῶν πέντε αὐτοῦ φύλακα καταλείπουσι, ταῖς δὲ πλείοσι ναυσὶ τὸν ἐς τὴν Κέρκυραν πλοῦν καὶ Σικελίαν ἠπείγοντο.


[4.1.1] Το επόμενο καλοκαίρι, την εποχή που βγαίνει το σιτάρι, δέκα καράβια των Συρακουσίων κι άλλα τόσα των Λοκρών πήγαν στην Μεσσήνη της Σικελίας όπου τους είχαν καλέσει οι κάτοικοι και κατέλαβαν την πολιτεία. Έτσι αποστάτησε η Μεσσήνη από τους Αθηναίους. [4.1.2] Ο κύριος λόγος που έκανε τους Συρακουσίους να ενεργήσουν ήταν ότι η Μεσσήνη εθεωρείτο το κλειδί της Σικελίας και φοβόνταν μήπως κάποτε οι Αθηναίοι την κάνουν ορμητήριό τους και, από εκεί τους χτυπήσουν με μεγαλύτερες δυνάμεις. Τους Λοκρούς τους εξώθησε η έχθρα τους για τους Ρηγίνους, τους οποίους έτσι θα μπορούσαν να πολεμούν και από στεριά και από θάλασσα. [4.1.3] Γι᾽ αυτό και είχαν κάνει, ταυτόχρονα, εισβολή με όλο τους τον στρατό στο έδαφος των Ρηγίνων, για να τους εμποδίσουν να στείλουν στρατό στην Μεσσήνη. Τους παρακίνησαν σ᾽ αυτό και οι φυγάδες απ᾽ το Ρήγιον που είχαν καταφύγει κοντά τους. Το Ρήγιον βρισκόταν από καιρό σ᾽ εμφύλιο πόλεμο και δεν ήταν σε θέση ν᾽ αντισταθεί στους Λοκρούς οι οποίοι, γι᾽ αυτό, έκαναν τις επιθέσεις τους αδίστακτα. [4.1.4] Αφού ερήμωσαν την γη, οι Λοκροί αποσύρθηκαν, αλλά τα καράβια τους έμειναν στην Μεσσήνη. Ετοίμαζαν, άλλωστε, κι άλλα καράβια ώστε, έχοντας την Μεσσήνη για ορμητήριο, να κάνουν από εκεί τις επιδρομές τους.
[4.2.1] Την ίδια, περίπου, εποχή της άνοιξης, προτού αρχίσει να ωριμάζει το σιτάρι, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους έκαναν εισβολή στην Αττική. Αρχηγός τους ήταν ο Άγις του Αρχιδάμου, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων. Έστησαν στρατόπεδο και άρχισαν να καταστρέφουν την γη. [4.2.2] Οι Αθηναίοι έστειλαν στην Σικελία τα σαράντα καράβια που είχαν ετοιμάσει και τους δύο άλλους στρατηγούς, τον Ευρυμέδοντα και τον Σοφοκλή. Ο τρίτος, ο Πυθόδωρος, είχε κιόλας φτάσει στην Σικελία. [4.2.3] Έδωσαν διαταγή στους δύο στρατηγούς, όταν θα παραπλέουν την Κέρκυρα, να βοηθήσουν τους Κερκυραίους που ήσαν μέσα στην πολιτεία, γιατί τους δημιουργούσαν δυσκολίες οι φυγάδες που κρατούσαν τα βουνά. Οι Πελοποννήσιοι είχαν κιόλας στείλει εξήντα καράβια για να βοηθήσουν τους φυγάδες. Μεγάλη πείνα βασάνιζε την πολιτεία και οι Πελοποννήσιοι νόμιζαν ότι εύκολα θα επιβληθούν. [4.2.4] Ο Δημοσθένης, ο οποίος, μετά την επιστροφή του από την Ακαρνανία, δεν είχε κανένα αξίωμα, ζήτησε κι έλαβε την άδεια να χρησιμοποιήσει τα σαράντα καράβια όπως θα νόμιζε καλύτερα, όσο θα παραπλέαν την Πελοπόννησο.
[4.3.1] Όταν παραπλέαν τις ακτές της Λακωνικής κι έμαθαν ότι τα πελοποννησιακά καράβια ήσαν κιόλας στην Κέρκυρα, ο Σοφοκλής και ο Ευρυμέδων ήθελαν να φτάσουν εκεί όσο μπορούσαν γρηγορότερα, ενώ ο Δημοσθένης επέμενε να σταματήσουν πρώτα στην Πύλο και, αφού την οχυρώσουν, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους. Αλλά ενώ οι δύο εξακολουθούσαν να έχουν αντιρρήσεις, έτυχε να σηκωθεί μεγάλη τρικυμία που ανάγκασε τον στόλο να καταφύγει στην Πύλο. [4.3.2] Ο Δημοσθένης ζήτησε αμέσως, επιτακτικά, να οχυρώσουν το μέρος. Είπε πως γι᾽ αυτό το σκοπό είχε συνοδεύσει τον στόλο και τους έδειχνε ότι υπήρχαν σε αφθονία ξύλα και πέτρες και ότι το μέρος ήταν φυσικά οχυρό και ακατοίκητο, καθώς και η περιοχή, σε μεγάλη ακτίνα. Η Πύλος απέχει τετρακόσια, περίπου, στάδια από την Σπάρτη και βρίσκεται στο έδαφος της άλλοτε Μεσσηνίας. Οι Λακεδαιμόνιοι την ονομάζουν Κορυφάσιον. [4.3.3] Του αποκρίθηκαν ότι υπάρχουν πολλά έρημα ακρωτήρια στην Πελοπόννησο που θα μπορούσε να οχυρώσει ο Δημοσθένης αν ήθελε να δημιουργεί έξοδα για την Αθήνα. Αλλά εκείνος πίστευε ότι το μέρος αυτό ήταν πολύ καταλληλότερο από κάθε άλλο. Είχε λιμάνι και οι Μεσσήνιοι, άλλοτε κάτοικοι της περιοχής, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λακεδαιμονίους, θα μπορούσαν, με ορμητήριο την Πύλο, να τους προξενούν μεγάλες ζημίες στο έδαφός τους και να είναι οι ασφαλέστεροι φρουροί της τοποθεσίας.
[4.4.1] Δεν μπόρεσε, όμως, να πείσει ούτε τους στρατηγούς ούτε τους ταξίαρχους και τους στρατιώτες στους οποίους αυτοί εξήγησαν το σχέδιό του και έτσι το εκστρατευτικό σώμα έμενε αργό (επειδή ο καιρός δεν άφηνε τα καράβια να βγουν) έως ότου οι ίδιοι οι στρατιώτες βαρέθηκαν να μένουν με σταυρωμένα τα χέρια και τους ήρθε η διάθεση να μοιραστούν σε ομάδες και να οχυρώσουν την τοποθεσία. [4.4.2] Έπιασαν δουλειά και επειδή δεν είχαν σιδερένια εργαλεία για να λαξεύουν τις πέτρες, τις διάλεγαν μια μια και τις αρμολογούσαν καθώς τύχαινε να ταιριάζει το σχήμα τους. Όπου ήταν ανάγκη να χρησιμοποιούν λάσπη, επειδή δεν είχαν σκάφες, την κουβαλούσαν στην πλάτη τους, σκύβοντας βαθιά για να μπορούν να φορτώνονται πολύ και σταυρώνοντας πισώπλατα τα χέρια τους για να μην χύνεται η λάσπη. [4.4.3] Βιάστηκαν με κάθε τρόπο να προλάβουν να οχυρώσουν τα πιο επικίνδυνα σημεία, προτού έρθουν και τους επιτεθούν οι Λακεδαιμόνιοι. Το μεγαλύτερο μέρος της τοποθεσίας ήταν απόκρημνο και δεν ήταν ανάγκη να τειχιστεί.
[4.5.1] Οι Λακεδαιμόνιοι έτυχε να έχουν κάποια θρησκευτική γιορτή και όταν έμαθαν την είδηση δεν ανησύχησαν, πιστεύοντας ότι άμα εκστρατεύσουν, είτε οι Αθηναίοι δεν θ᾽ αντισταθούν διόλου και θ᾽ αποσυρθούν, είτε οι ίδιοι θα κυριέψουν εύκολα την τοποθεσία. Αλλά τους καθυστέρησε και το ότι ο στρατός τους ήταν ακόμα στην Αττική. [4.5.2] Οι Αθηναίοι, σ᾽ έξι μέρες μέσα, οχύρωσαν το μέρος προς την στεριά και τα σημεία εκείνα που ήταν απαραίτητο να ενισχυθούν. Άφησαν εκεί τον Δημοσθένη με πέντε καράβια —φρουρά του οχυρού— και με τον υπόλοιπο στόλο συνέχισαν βιαστικά τον δρόμο τους προς την Κέρκυρα και την Σικελία.