Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (4.154.1-4.156.3)
[4.154.1] Ταῦτα δὲ Θηραῖοι λέγουσι, τὰ δ᾽ ἐπίλοιπα τοῦ λόγου συμφέρονται ἤδη Θηραῖοι Κυρηναίοισι. Κυρηναῖοι γὰρ τὰ περὶ Βάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι. λέγουσι γὰρ οὕτω· ἔστι τῆς Κρήτης Ὀαξὸς πόλις, ἐν τῇ ἐγένετο Ἐτέαρχος βασιλεύς, ὃς ἐπὶ θυγατρὶ ἀμήτορι τῇ οὔνομα ἦν Φρονίμη, ἐπὶ ταύτῃ ἔγημε ἄλλην γυναῖκα. [4.154.2] ἡ δὲ ἐπεσελθοῦσα ἐδικαίου καὶ τῷ ἔργῳ εἶναι μητρυιὴ τῇ Φρονίμῃ, παρέχουσά τε κακὰ καὶ πᾶν ἐπ᾽ αὐτῇ μηχανωμένη, καὶ τέλος μαχλοσύνην ἐπενείκασά οἱ πείθει τὸν ἄνδρα ταῦτα ἔχειν οὕτω. ὁ δὲ ἀναγνωσθεὶς ὑπὸ τῆς γυναικὸς ἔργον οὐκ ὅσιον ἐμηχανᾶτο ἐπὶ τῇ θυγατρί. [4.154.3] ἦν γὰρ δὴ Θεμίσων ἀνὴρ Θηραῖος ἔμπορος ἐν τῇ Ὀαξῷ· τοῦτον ὁ Ἐτέαρχος παραλαβὼν ἐπὶ ξείνια ἐξορκοῖ ἦ μέν οἱ διηκονήσειν ὅ τι ἂν δεηθῇ. ἐπείτε δὴ ἐξώρκωσε, ἀγαγών οἱ παραδιδοῖ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα καὶ ταύτην ἐκέλευε καταποντῶσαι ἀπαγαγόντα. [4.154.4] ὁ δὲ Θεμίσων περιημεκτήσας τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὅρκου καὶ διαλυσάμενος τὴν ξεινίην ἐποίεε τοιάδε· παραλαβὼν τὴν παῖδα ἀπέπλεε, ὡς δὲ ἐγίνετο ἐν τῷ πελάγεϊ, ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ Ἐτεάρχου σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας κατῆκε ἐς τὸ πέλαγος, ἀνασπάσας δὲ ἀπίκετο ἐς τὴν Θήρην. [4.155.1] ἐνθεῦτεν δὲ τὴν Φρονίμην παραλαβὼν Πολύμνηστος, ἐὼν τῶν Θηραίων ἀνὴρ δόκιμος, ἐπαλλακεύετο. χρόνου δὲ περιιόντος ἐξεγένετό οἱ παῖς ἰσχόφωνος καὶ τραυλός, τῷ οὔνομα ἐτέθη Βάττος, ὡς Θηραῖοί τε καὶ Κυρηναῖοι λέγουσι, ὡς μέντοι ἐγὼ δοκέω, ἄλλο τι· [4.155.2] Βάττος δὲ μετωνομάσθη, ἐπείτε ἐς Λιβύην ἀπίκετο, ἀπό τε τοῦ χρηστηρίου τοῦ γενομένου ἐν Δελφοῖσι αὐτῷ καὶ ἀπὸ τῆς τιμῆς τὴν ἔσχε τὴν ἐπωνυμίην ποιεύμενος· Λίβυες γὰρ βασιλέα βάττον καλέουσι, καὶ τούτου εἵνεκα δοκέω θεσπίζουσαν τὴν Πυθίην καλέσαι μιν Λιβυκῇ γλώσσῃ, εἰδυῖαν ὡς βασιλεὺς ἔσται ἐν Λιβύῃ. [4.155.3] ἐπείτε γὰρ ἠνδρώθη οὗτος, ἦλθε ἐς Δελφοὺς περὶ τῆς φωνῆς· ἐπειρωτῶντι δέ οἱ χρᾷ ἡ Πυθίη τάδε· |
[4.154.1] Αυτά λοιπόν λένε οι Θηραίοι, και σ᾽ ό,τι ακολουθεί σ᾽ αυτή την εξιστόρηση συμφωνούν πια οι Θηραίοι με τους Κυρηναίους. Όμως σ᾽ ό,τι έχει να κάνει με τον Βάττο οι Κυρηναίοι διαφωνούν εντελώς με τους Θηραίους. Νά τί λένε αυτοί: Στην Κρήτη βρίσκεται μια πόλη, η Οαξός, όπου βασίλευε ο Ετέαρχος· αυτός, όταν έχασε τη γυναίκα του, για να μη μείνει δίχως μάνα η θυγατέρα του, που ονομαζόταν Φρονίμη, για χάρη της παντρεύτηκε άλλη γυναίκα. [4.154.2] Όμως η νιοφερμένη βάλθηκε να γίνει όνομα και πράμα μητριά της Φρονίμης, την κακομεταχειριζόταν —και τί δε σοφιζόταν εναντίον της!— και τέλος της φόρτωσε πως ήταν εξώλης και προώλης και πείθει τον άντρα της ότι αυτό πράγματι συμβαίνει. Και τούτος πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια της γυναίκας του κι έβαλε μπροστά ένα καταχθόνιο σχέδιο για τη θυγατέρα του. [4.154.3] Δηλαδή, στην Οαξό βρισκόταν κάποιος έμπορος από τη Θήρα, ο Θεμίστων· αυτόν τον έφερε στο σπίτι του ο Ετέαρχος και του έκανε τραπέζι κι ύστερα τον έδεσε με όρκο να του προσφέρει όποια εξυπηρέτηση του ζητήσει. Τον έδεσε λοιπόν με όρκο κα ύστερα φέρνει και του παραδίνει τη θυγατέρα του και τον προστάζει να την πάρει μαζί του και να τη ρίξει στη θάλασσα. [4.154.4] Αλλά ο Θεμίστων, καταγαναχτισμένος που εξαπατήθηκε με όρκο, διέλυσε το φιλικό δεσμό κι έκανε το εξής: πήρε μαζί του το κορίτσι κι άνοιξε πανιά, κι όταν έφτασε στην ανοιχτή θάλασσα, για να διώξει από πάνω του το κρίμα του όρκου που έδωσε στον Ετέαρχο, την έδεσε γερά με σκοινί και την κατέβασε στο πέλαγος, αλλά την τράβηξε απάνω και πήγε στη Θήρα. |