Αυτά τους είπε, κι αμέσως όλοι τους της έδωσαν τον όρκο που ζητούσε.
Όταν ορκίστηκαν επισφραγίζοντας τον όρκο τους,
πήρε ξανά τον λόγο η γυναίκα να τους πει:
440«Τώρα μιλιά! Απ᾽ την παρέα σας κανείς να μην ανοίξει κουβεντολόι
μαζί μου, μήτε στον δρόμο τον πλατύ,
μήτε στην κρήνη· μήπως και κάποιος τρέξει στον γέρο,
του το μαρτυρήσει, κι αυτός το πράμα μυριστεί, με δέσει,
με ρίξει σε φριχτά δεσμά, κι ύστερα μελετήσει
τον δικό σας θάνατο.
Κρατήσετε λοιπόν κρυφό το μυστικό, και γρήγορα τελειώνετε
με τις συναλλαγές σας. Όταν γεμίσει το καράβι πια
με τ᾽ αγαθά που θέλετε, τότε για μένα μήνυμά σας γρήγορα
στο αρχοντικό να φτάσει· κι εγώ υπόσχομαι χρυσαφικά να φέρω,
όσα μπορούν τα χέρια μου να πιάσουν.
Αλλά κι αλλιώς θα ήταν δυνατό, αν το θελήσω, τα ναύλα μου να ξεπληρώσω.
450Μέσα στο σπίτι μεγαλώνω τον γιο του αφεντικού μου —
ξυπνό παιδί που τρέχει πίσω μου, όταν βγαίνω.
Λέω θα μπορούσα να το φέρω στο καράβι σας, οπότε εσείς
θα βγάζατε λεφτά με ουρά, μοσχοπουλώντας το
σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους.»
Είπε και τράβηξε να πάει στο ωραίο παλάτι.
Μείναν αυτοί στα μέρη μας έναν ακέραιο χρόνο, πουλώντας
κι αγοράζοντας του κόσμου τ᾽ αγαθά.
Κι όταν ξεχείλισε το κοίλο τους καράβι, έτοιμοι ν᾽ αρμενίσουν πια,
έστειλαν τον μαντατοφόρο τους, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα.
Φτάνει λοιπόν στο σπίτι του πατέρα μου κάποιος ανάμεσά τους
τετραπέρατος, στο χέρι του κρατώντας μαλαματένιο περιδέραιο,
460με περασμένες χάντρες από κεχριμπάρι.
Οι δούλες μέσα στο παλάτι κι η σεβάσμια μάνα μου
το ψηλαφούσαν, το ᾽τρωγαν με τα μάτια τους, και παζαρεύοντας
ρωτούσαν την τιμή του — οπότε εκείνος στα κρυφά
της κάνει νόημα. Κι αφού της έγνεψε, γύρισε πίσω
στο βαθουλό πλεούμενο.
Αυτή με πιάνει τότε από το χέρι και με ξεπορτίζει·
περνώντας όμως απ᾽ την αίθουσα βρήκε τραπέζια, βρήκε κούπες —
των καλεσμένων, που τριγυρίζουν κάθε μέρα τον πατέρα μου
και λεν τη γνώμη τους.
Κι όπως την ώρα εκείνη είχανε πάει στη βουλή του δήμου
για τη συνέλευσή τους, κρύβει στον κόρφο της αυτή τρεις κούπες,
470και τις έβγαλε έξω — εγώ απερίσκεπτος την ακολούθησα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν εμείς τρέχοντας κατεβήκαμε στο ξακουστό λιμάνι,
όπου είχε αράξει το ταχύπλοο καράβι των Φοινίκων.
Ευθύς στο πλοίο ανέβηκαν, ανέβασαν κι εμάς τους δυο, κι άνοιξαν
τον θαλάσσιο δρόμο τους—ο Δίας τούς έστειλε πρίμο αγεράκι.
Καλά κρατούσε το ταξίδι ημέρες έξι, νυχθημερόν·
αλλ᾽ όταν ο Κρονίδης Ζευς ξημέρωσε την έβδομη,
έριξε στη γυναίκα η τοξοφόρος Άρτεμη τα βέλη της,
κι αυτή γκρεμίζεται στ᾽ απόνερα του αμπαριού,
λες κι ήταν θαλάσσιος γλάρος.
480Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια —
κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά.
Άνεμος και νερό τούς προσαράζουν τέλος στην Ιθάκη, όπου ο Λαέρτης
με ξαγόρασε με τα δικά του πλούτη.
Έτσι λοιπόν αντίκρισαν τα μάτια μου τη χώρα αυτή.»
Τον λόγο πήρε τότε και του μίλησε, του Δία ανάθρεμμα, ο Οδυσσέας:
«Εύμαιε, αλήθεια αφόρμισες πολύ μέσα μου την ψυχή
μ᾽ όσα ανιστόρησες, τα τόσα βάσανα που σε τυράννησαν.
Και μολοντούτο συλλογίζομαι πως πλάι στο κακό ο Δίας
για σένα ακούμπησε και το καλό· αφού, μετά τα φοβερά σου πάθη,
σ᾽ ενός ανθρώπου έφτασες το σπίτι γεμάτου καλοσύνη,
490κι αυτός σου εξασφαλίζει το φαγητό και το πιοτό σου —
ζεις μια ζωή της προκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ
περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»
|