Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.150.1-4.153.1)

[4.150.1] Μέχρι μέν νυν τούτου τοῦ λόγου Λακεδαιμόνιοι Θηραίοισι κατὰ ταὐτὰ λέγουσι, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου μοῦνοι Θηραῖοι ὧδε γενέσθαι λέγουσι. [4.150.2] Γρῖννος ὁ Αἰσανίου, ἐὼν Θήρα τούτου ἀπόγονος καὶ βασιλεύων Θήρης τῆς νήσου, ἀπίκετο ἐς Δελφοὺς ἄγων ἀπὸ τῆς πόλιος ἑκατόμβην· εἵποντο δέ οἱ καὶ ἄλλοι τῶν πολιητέων καὶ δὴ καὶ Βάττος ὁ Πολυμνήστου, ἐὼν γένος Εὐφημίδης τῶν Μινυέων. [4.150.3] χρεωμένῳ δὲ τῷ Γρίννῳ τῷ βασιλέϊ τῶν Θηραίων περὶ ἄλλων χρᾷ ἡ Πυθίη κτίζειν ἐν Λιβύῃ πόλιν. ὁ δὲ ἀμείβετο λέγων· Ἐγὼ μέν, ὦναξ, πρεσβύτερός τε ἤδη εἰμὶ καὶ βαρὺς ἀείρεσθαι· σὺ δέ τινα τῶνδε τῶν νεωτέρων κέλευε ταῦτα ποιέειν. ἅμα τε ἔλεγε ταῦτα καὶ ἐδείκνυε ἐς τὸν Βάττον. [4.150.4] τότε μὲν τοσαῦτα, μετὰ δὲ ἀπελθόντες ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, οὔτε Λιβύην εἰδότες ὅκου γῆς εἴη οὔτε τολμῶντες ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίην. [4.151.1] ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῦτα οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐν τοῖσι τὰ δένδρεα πάντα σφι τὰ ἐν τῇ νήσῳ πλὴν ἑνὸς ἐξαυάνθη. χρεωμένοισι δὲ τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην. [4.151.2] ἐπείτε δὲ κακοῦ οὐδὲν ἦν σφι μῆχος, πέμπουσι ἐς Κρήτην ἀγγέλους διζημένους εἴ τις Κρητῶν ἢ μετοίκων ἀπιγμένος εἴη ἐς Λιβύην. περιπλανώμενοι δὲ αὐτὴν οὗτοι ἀπίκοντο καὶ ἐς Ἴτανον πόλιν, ἐν ταύτῃ δὲ συμμίσγουσι ἀνδρὶ πορφυρέϊ τῷ οὔνομα ἦν Κορώβιος, ὃς ἔφη ὑπ᾽ ἀνέμων ἀπενειχθεὶς ἀπικέσθαι ἐς Λιβύην καὶ Λιβύης ἐς Πλατέαν νῆσον. [4.151.3] μισθῷ δὲ τοῦτον πείσαντες ἦγον ἐς Θήρην, ἐκ δὲ Θήρης ἔπλεον κατάσκοποι ἄνδρες τὰ πρῶτα οὐ πολλοί· κατηγησαμένου δὲ τοῦ Κορωβίου ἐς τὴν νῆσον ταύτην δὴ τὴν Πλατέαν τὸν μὲν Κορώβιον λείπουσι, σιτία παρακαταλιπόντες ὅσων δὴ μηνῶν, αὐτοὶ δὲ ἔπλεον τὴν ταχίστην ἀπαγγελέοντες Θηραίοισι περὶ τῆς νήσου. [4.152.1] ἀποδημεόντων δὲ τούτων πλέω χρόνον τοῦ συγκειμένου, τὸν Κορώβιον ἐπέλιπε τὰ πάντα. μετὰ δὲ νηῦς Σαμίη, τῆς ναύκληρος ἦν Κωλαῖος, πλέουσα ἐπ᾽ Αἰγύπτου ἀπηνείχθη ἐς τὴν Πλατέαν ταύτην· πυθόμενοι δὲ οἱ Σάμιοι παρὰ τοῦ Κορωβίου τὸν πάντα λόγον σιτία οἱ ἐνιαυτοῦ καταλείπουσι. [4.152.2] αὐτοὶ δέ ἀναχθέντες ἐκ τῆς νήσου καὶ γλιχόμενοι Αἰγύπτου ἔπλεον, ἀποφερόμενοι ἀπηλιώτῃ ἀνέμῳ. καὶ οὐ γὰρ ἀνίει τὸ πνεῦμα, Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν, θείῃ πομπῇ χρεώμενοι. [4.152.3] τὸ δὲ ἐμπόριον τοῦτο ἦν ἀκήρατον τοῦτον τὸν χρόνον, ὥστε ἀπονοστήσαντες οὗτοι ὀπίσω μέγιστα δὴ Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν, μετά γε Σώστρατον τὸν Λαοδάμαντος Αἰγινήτην· τούτῳ γὰρ οὐκ οἷά τέ ἐστι ἐρίσαι ἄλλον. [4.152.4] οἱ δὲ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες ἓξ τάλαντα ἐποιήσαντο χαλκήιον κρητῆρος Ἀργολικοῦ τρόπον· πέριξ δὲ αὐτὸ γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοί εἰσι· καὶ ἀνέθηκαν ἐς τὸ Ἥραιον, ὑποστήσαντες αὐτῷ τρεῖς χαλκέους κολοσσοὺς ἑπταπήχεας, τοῖσι γούνασι ἐρηρεισμένους. [4.152.5] Κυρηναίοισι δὲ καὶ Θηραίοισι ἐς Σαμίους ἀπὸ τούτου τοῦ ἔργου πρῶτα φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν. [4.153.1] οἱ δὲ Θηραῖοι ἐπείτε τὸν Κορώβιον λιπόντες ἐν τῇ νήσῳ ἀπίκοντο ἐς τὴν Θήρην, ἀπήγγελλον ὥς σφι εἴη νῆσος ἐπὶ Λιβύῃ ἐκτισμένη. Θηραίοισι δὲ ἕαδε ἀδελφεόν τε ἀπ᾽ ἀδελφεοῦ πέμπειν πάλῳ λαχόντα καὶ ἀπὸ τῶν χώρων ἁπάντων ἑπτὰ ἐόντων ἄνδρας, εἶναι δέ σφεων καὶ ἡγεμόνα καὶ βασιλέα Βάττον. οὕτω δὴ στέλλουσι δύο πεντηκοντέρους ἐς τὴν Πλατέαν.

[4.150.1] Λοιπόν, ώς αυτό το σημείο η εξιστόρηση των Λακεδαιμονίων και των Θηραίων ταυτίζονται, αποδώ και πέρα όμως μόνο των Θηραίων συνεχίζεται, ως εξής. [4.150.2] Ο Γρίννος, ο γιος του Αισανία, που ήταν απόγονος αυτού του Θήρα και βασιλιάς του νησιού της Θήρας, έφτασε στους Δελφούς προσφέροντας στους θεούς εκατόμβη εκ μέρους της πόλης του· στην ακολουθία του ήταν ανάμεσα στους άλλους πολίτες κι ο Βάττος, ο γιος του Πολυμνήστου, που καταγόταν από τους Μινύες, από το γένος του Ευφήμου. [4.150.3] Ο Γρίννος, ο βασιλιάς της Θήρας, ζήτησε χρησμό για άλλες υποθέσεις, αλλά η Πυθία τού δίνει χρησμό να χτίσει πόλη στη Λιβύη. Κι αυτός αποκρίθηκε λέγοντας: «Άρχοντά μου Απόλλωνα, εγώ τα ᾽χω κιόλας τα χρονάκια μου κι είμαι ασήκωτα βαρύς· λοιπόν, πρόσταξε κάποιο νεότερο να τα κάνει αυτά». Και λέγοντας αυτά έδειχνε προς τη μεριά του Βάττου. [4.150.4] Το πράμα τότε σταμάτησε εκεί, όταν όμως γύρισαν στο νησί τους, παραμέλησαν το χρησμό, καθότι ούτε τη Λιβύη ήξεραν κατά πού πέφτει ούτε τολμούσαν να στείλουν για αποικία σε άγνωστη κατεύθυνση.
[4.151.1] Λοιπόν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά για εφτά χρόνια δεν έβρεχε στη Θήρα και σ᾽ αυτό το διάστημα τους ξεράθηκαν όλα, εκτός από ένα, τα δέντρα στο νησί. Κι όταν οι Θηραίοι ζήτησαν χρησμό, η Πυθία έφερε στη μέση την αποικία της Λιβύης. [4.151.2] Και καθώς δε βλέπανε καμιά γιατρειά στο κακό που τους βρήκε, στέλνουν απεσταλμένους στην Κρήτη να ψάξουν να βρουν αν κάποιος, Κρητικός ή ξένος, είχε πάει στη Λιβύη. Κι αυτοί έκαναν το γύρο της Κρήτης κι έφτασαν στην πόλη Ίτανο, όπου συνάντησαν έναν ψαρά κοχυλιών —τ᾽ όνομά του ήταν Κορώβιος— που τους είπε πως, παρασυρμένος απ᾽ τον άνεμο, έφτασε στη Λιβύη, μάλιστα στο νησί Πλατιά της Λιβύης. [4.151.3] Τον έπεισαν λοιπόν δίνοντάς του χρήματα και τον πήραν μαζί τους στη Θήρα, κι από τη Θήρα κίνησαν με καράβι ανιχνευτές, την πρώτη φορά λίγοι· ο Κορώβιος τους οδήγησε στο νησί αυτό, την Πλατιά που λέγαμε, κι αυτοί αφήνουν εκεί τον Κορώβιο με τρόφιμα για κάμποσους μήνες και κίνησαν με μεγάλη βιασύνη να φέρουν στους Θηραίους τα νέα για το νησί.
[4.152.1] Καθώς όμως αυτοί δεν έλεγαν να γυρίσουν και πέρασε περισσότερος καιρός απ᾽ ό,τι είχαν ορίσει, του Κορώβιου τελειώσαν όλες οι τροφές· κι αργότερα ένα καράβι από τη Σάμο, που καραβοκύρης του ήταν ο Κωλαίος, καθώς αρμένιζε για την Αίγυπτο, παρασύρθηκε από τον άνεμο σ᾽ αυτή την Πλατιά· όταν έμαθαν από τον Κορώβιο όλη την περιπέτειά του, του αφήνουν τρόφιμα για ένα χρόνο [4.152.2] κι οι ίδιοι τους ανοίχτηκαν από το νησί στο πέλαγος κι αρμένιζαν λαχταρώντας να φτάσουν στην Αίγυπτο, όμως άνεμος ανατολικός τους πήγαινε πίσω. Ο άνεμος δεν έλεγε να πέσει, κι αυτοί διάβηκαν τις Ηράκλειες στήλες κι έφτασαν στην Ταρτησσό — κάποιο θεό θα είχαν στο τιμόνι τους. [4.152.3] Αυτό το εμπορικό κέντρο εκείνη την εποχή ήταν παρθένο, κι έτσι, όταν αυτοί πήραν το δρόμο του γυρισμού, κουβάλησαν πραγματικά τα πιο μεγάλα κέρδη από φορτίο καραβιού, απ᾽ όσο ξέρουμε εμείς, αν βέβαια δε βάλουμε στο λογαριασμό τον Σώστρατο, το γιο του Λαοδάμαντα, τον Αιγινήτη· γιατί μ᾽ αυτόν κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί. [4.152.4] Λοιπόν οι Σάμιοι ξεχώρισαν από τα κέρδη το ένα δέκατο, έξι τάλαντα, και κατασκεύασαν έναν χάλκινο κρατήρα αργολικού τύπου, με ανάγλυφες κεφαλές γρυπών γύρω γύρω, και τον αφιέρωσαν στο Ηραίο, βάζοντας για στήριγμά του τρία κολοσσιαία χάλκινα αγάλματα, που είχαν ύψος εφτά πήχες, και βάση τα γόνατά τους. [4.152.5] Ύστερ᾽ από αυτή την πράξη λοιπόν οι Κυρηναίοι και οι κάτοικοι της Θήρας συνδέθηκαν για πρώτη φορά με μεγάλη φιλία με τους Σαμίους.
[4.153.1] Στο μεταξύ οι Θηραίοι, αφήνοντας τον Κορώβιο στο νησί, έφτασαν στη Θήρα κι ανακοίνωσαν ότι είχαν ιδρύσει αποικία σε νησί στη Λιβύη. Κι οι Θηραίοι αποφάσισαν να στείλουν, ύστερ᾽ από κλήρωση, από τα δυο αδέρφια τον ένα, κι άντρες απ᾽ όλους τους οικισμούς του νησιού, που ήταν εφτά, με αρχηγό και βασιλιά τους τον Βάττο. Έτσι λοιπόν αρμάτωσαν δυο πεντηκοντόρους για την Πλατιά.