Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (567a-569c)

[567a] Οὐκοῦν καὶ ἵνα χρήματα εἰσφέροντες πένητες γιγνόμενοι πρὸς τῷ καθ᾽ ἡμέραν ἀναγκάζωνται εἶναι καὶ ἧττον αὐτῷ ἐπιβουλεύωσι;
Δῆλον.
Καὶ ἄν γέ τινας οἶμαι ὑποπτεύῃ ἐλεύθερα φρονήματα ἔχοντας μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, ὅπως ἂν τούτους μετὰ προφάσεως ἀπολλύῃ ἐνδοὺς τοῖς πολεμίοις; τούτων πάντων ἕνεκα τυράννῳ ἀεὶ ἀνάγκη πόλεμον ταράττειν;
Ἀνάγκη.
Ταῦτα δὴ ποιοῦντα ἕτοιμον μᾶλλον ἀπεχθάνεσθαι τοῖς [567b] πολίταις;
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐκοῦν καί τινας τῶν συγκαταστησάντων καὶ ἐν δυνάμει ὄντων παρρησιάζεσθαι καὶ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, ἐπιπλήττοντας τοῖς γιγνομένοις, οἳ ἂν τυγχάνωσιν ἀνδρικώτατοι ὄντες;
Εἰκός γε.
Ὑπεξαιρεῖν δὴ τούτους πάντας δεῖ τὸν τύραννον, εἰ μέλλει ἄρξειν, ἕως ἂν μήτε φίλων μήτ᾽ ἐχθρῶν λίπῃ μηδένα ὅτου τι ὄφελος.
Δῆλον.
Ὀξέως ἄρα δεῖ ὁρᾶν αὐτὸν τίς ἀνδρεῖος, τίς μεγαλόφρων, [567c] τίς φρόνιμος, τίς πλούσιος· καὶ οὕτως εὐδαίμων ἐστίν, ὥστε τούτοις ἅπασιν ἀνάγκη αὐτῷ, εἴτε βούλεται εἴτε μή, πολεμίῳ εἶναι καὶ ἐπιβουλεύειν, ἕως ἂν καθήρῃ τὴν πόλιν.
Καλόν γε, ἔφη, καθαρμόν.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν ἐναντίον ἢ οἱ ἰατροὶ τὰ σώματα· οἱ μὲν γὰρ τὸ χείριστον ἀφαιροῦντες λείπουσι τὸ βέλτιστον, ὁ δὲ τοὐναντίον.
Ὡς ἔοικε γάρ, αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη, εἴπερ ἄρξει.
[567d] Ἐν μακαρίᾳ ἄρα, εἶπον ἐγώ, ἀνάγκῃ δέδεται, ἣ προστάττει αὐτῷ ἢ μετὰ φαύλων τῶν πολλῶν οἰκεῖν, καὶ ὑπὸ τούτων μισούμενον, ἢ μὴ ζῆν.
Ἐν τοιαύτῃ, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχὶ ὅσῳ ἂν μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθάνηται ταῦτα δρῶν, τοσούτῳ πλειόνων καὶ πιστοτέρων δορυφόρων δεήσεται;
Πῶς γὰρ οὔ;
Τίνες οὖν οἱ πιστοί; καὶ πόθεν αὐτοὺς μεταπέμψεται;
Αὐτόματοι, ἔφη, πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι, ἐὰν τὸν μισθὸν διδῷ.
Κηφῆνας, ἦν δ᾽ ἐγώ, νὴ τὸν κύνα, δοκεῖς αὖ τινάς μοι [567e] λέγειν ξενικούς τε καὶ παντοδαπούς.
Ἀληθῆ γάρ, ἔφη, δοκῶ σοι.
Τίς δὲ αὐτόθεν; ἆρ᾽ οὐκ ἂν ἐθελήσειεν—
Πῶς;
Τοὺς δούλους ἀφελόμενος τοὺς πολίτας, ἐλευθερώσας, τῶν περὶ ἑαυτὸν δορυφόρων ποιήσασθαι.
Σφόδρα γ᾽, ἔφη· ἐπεί τοι καὶ πιστότατοι αὐτῷ οὗτοί εἰσιν.
Ἦ μακάριον, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τυράννου χρῆμα, εἰ τοιούτοις [568a] φίλοις τε καὶ πιστοῖς ἀνδράσι χρῆται, τοὺς προτέρους ἐκείνους ἀπολέσας.
Ἀλλὰ μήν, ἔφη, τοιούτοις γε χρῆται.
Καὶ θαυμάζουσι δή, εἶπον, οὗτοι οἱ ἑταῖροι αὐτὸν καὶ σύνεισιν οἱ νέοι πολῖται, οἱ δ᾽ ἐπιεικεῖς μισοῦσί τε καὶ φεύγουσι;
Τί δ᾽ οὐ μέλλουσιν;
Οὐκ ἐτός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἥ τε τραγῳδία ὅλως σοφὸν δοκεῖ εἶναι καὶ ὁ Εὐριπίδης διαφέρων ἐν αὐτῇ.
Τί δή;
Ὅτι καὶ τοῦτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφθέγξατο, ὡς [568b] ἄρα «σοφοὶ τύραννοί» εἰσι «τῶν σοφῶν συνουσίᾳ.» καὶ ἔλεγε δῆλον ὅτι τούτους εἶναι τοὺς σοφοὺς οἷς σύνεστιν.
Καὶ ὡς ἰσόθεόν γ᾽, ἔφη, τὴν τυραννίδα ἐγκωμιάζει, καὶ ἕτερα πολλά, καὶ οὗτος καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί.
Τοιγάρτοι, ἔφην, ἅτε σοφοὶ ὄντες οἱ τῆς τραγῳδίας ποιηταὶ συγγιγνώσκουσιν ἡμῖν τε καὶ ἐκείνοις ὅσοι ἡμῶν ἐγγὺς πολιτεύονται, ὅτι αὐτοὺς εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς.
Οἶμαι ἔγωγ᾽, ἔφη, συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν [568c] κομψοί.
Εἰς δέ γε οἶμαι τὰς ἄλλας περιιόντες πόλεις, συλλέγοντες τοὺς ὄχλους, καλὰς φωνὰς καὶ μεγάλας καὶ πιθανὰς μισθωσάμενοι, εἰς τυραννίδας τε καὶ δημοκρατίας ἕλκουσι τὰς πολιτείας.
Μάλα γε.
Οὐκοῦν καὶ προσέτι τούτων μισθοὺς λαμβάνουσι καὶ τιμῶνται, μάλιστα μέν, ὥσπερ τὸ εἰκός, ὑπὸ τυράννων, δεύτερον δὲ ὑπὸ δημοκρατίας· ὅσῳ δ᾽ ἂν ἀνωτέρω ἴωσιν πρὸς [568d] τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, μᾶλλον ἀπαγορεύει αὐτῶν ἡ τιμή, ὥσπερ ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι.
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἀλλὰ δή, εἶπον, ἐνταῦθα μὲν ἐξέβημεν· λέγωμεν δὲ πάλιν ἐκεῖνο τὸ τοῦ τυράννου στρατόπεδον, τὸ καλόν τε καὶ πολὺ καὶ ποικίλον καὶ οὐδέποτε ταὐτόν, πόθεν θρέψεται.
Δῆλον, ἔφη, ὅτι, ἐάν τε ἱερὰ χρήματα ᾖ ἐν τῇ πόλει, ταῦτα ἀναλώσει, ὅποι ποτὲ ἂν ἀεὶ ἐξαρκῇ τὰ τῶν ἀποδομένων, ἐλάττους εἰσφορὰς ἀναγκάζων τὸν δῆμον εἰσφέρειν.
[568e] Τί δ᾽ ὅταν δὴ ταῦτα ἐπιλίπῃ;
Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐκ τῶν πατρῴων θρέψεται αὐτός τε καὶ οἱ συμπόται τε καὶ ἑταῖροι καὶ ἑταῖραι.
Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους.
Πολλὴ αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη.
Πῶς [δὲ] λέγεις; εἶπον· ἐὰν δὲ ἀγανακτῇ τε καὶ λέγῃ ὁ δῆμος ὅτι οὔτε δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς ὑὸν ἡβῶντα, ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ ὑέος πατέρα, οὔτε τούτου αὐτὸν ἕνεκα [569a] ἐγέννησέν τε καὶ κατέστησεν, ἵνα, ἐπειδὴ μέγας γένοιτο, τότε αὐτὸς δουλεύων τοῖς αὑτοῦ δούλοις τρέφοι ἐκεῖνόν τε καὶ τοὺς δούλους μετὰ συγκλύδων ἄλλων, ἀλλ᾽ ἵνα ἀπὸ τῶν πλουσίων τε καὶ καλῶν κἀγαθῶν λεγομένων ἐν τῇ πόλει ἐλευθερωθείη ἐκείνου προστάντος, καὶ νῦν κελεύει ἀπιέναι ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν τε καὶ τοὺς ἑταίρους, ὥσπερ πατὴρ ὑὸν ἐξ οἰκίας μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν ἐξελαύνων;
Γνώσεταί γε, νὴ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, τότ᾽ ἤδη ὁ δῆμος οἷος οἷον [569b] θρέμμα γεννῶν ἠσπάζετό τε καὶ ηὖξεν, καὶ ὅτι ἀσθενέστερος ὢν ἰσχυροτέρους ἐξελαύνει.
Πῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις; τολμήσει τὸν πατέρα βιάζεσθαι, κἂν μὴ πείθηται, τύπτειν ὁ τύραννος;
Ναί, ἔφη, ἀφελόμενός γε τὰ ὅπλα.
Πατραλοίαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τύραννον καὶ χαλεπὸν γηροτρόφον, καὶ ὡς ἔοικε τοῦτο δὴ ὁμολογουμένη ἂν ἤδη τυραννὶς εἴη, καί, τὸ λεγόμενον, ὁ δῆμος φεύγων ἂν καπνὸν [569c] δουλείας ἐλευθέρων εἰς πῦρ δούλων δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, ἀντὶ τῆς πολλῆς ἐκείνης καὶ ἀκαίρου ἐλευθερίας τὴν χαλεπωτάτην τε καὶ πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος.
Καὶ μάλα, ἔφη, ταῦτα οὕτω γίγνεται.
Τί οὖν; εἶπον· οὐκ ἐμμελῶς ἡμῖν εἰρήσεται, ἐὰν φῶμεν ἱκανῶς διεληλυθέναι ὡς μεταβαίνει τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας, γενομένη τε οἵα ἐστίν;
Πάνυ μὲν οὖν ἱκανῶς, ἔφη.

[567a] Προπάντων όμως δεν το κάνει για να συνεισφέρουν δήθεν οι πολίτες στα έξοδα του πολέμου και έτσι, πέφτοντας στη φτώχεια και βασανιζόμενοι πια για τις καθημερινές τους ανάγκες, να μην είναι πια σε θέση να τον επιβουλεύονται;
Φανερό.
Και για να έχει ακόμη το μέσον να εξολοθρεύει με εύσχημη πρόφαση, παραδίνοντάς τους στους πολεμίους εκείνους που υποπτεύεται ότι, επειδή έχουν φιλελεύθερο το φρόνημα, θα βάλουν εμπόδια στην εξουσία του; Για όλους αυτούς τους λόγους δεν έχει πάντοτε ανάγκη ο τύραννος να προκαλεί κάποιον πόλεμο;
Μάλιστα.
Όλα όμως αυτά δεν τον κάνουν όλο και περισσότερο μισητό στους [567b] πολίτες;
Πώς όχι;
Τότε μερικοί από κείνους που βοήθησαν στην ανύψωσή του και έχουν για τούτο κάποια δύναμη κοντά του, δεν θ᾽ αρχίσουν να μιλούν με θάρρος μεταξύ τους για τις πράξεις του, μάλιστα οι τολμηρότεροι δεν θα τις κατακρίνουν μιλώντας και σ᾽ αυτόν τον ίδιο;
Βεβαίως.
Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να τους βγάλει ο τύραννος από τη μέση, αν θέλει να διατηρήσει την εξουσία, έως ότου δεν αφήσει κανέναν, ούτε φίλο ούτε εχθρό, που να έχει κάποιαν αξία.
Αυτό είναι φανερό.
Πρέπει λοιπόν με μεγάλην οξυδέρκεια να διακρίνει ποιός είναι ανδρείος, ποιός μεγαλόφρων, [567c] ποιός φρόνιμος, ποιός πλούσιος· και τόσο ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, θέλοντας και μη, να τους θεωρεί όλους αυτούς εχθρούς του και να επιδιώκει την καταστροφή τους, έως ότου καθαρίσει τελείως την πόλη απ᾽ αυτούς.
Ωραίος καθαρισμός!
Ωραίος, πραγματικά, αλλ᾽ αντίθετος από κείνον που κάνουν στα σώματα οι γιατροί· εκείνοι δηλαδή αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα, ενώ αυτός κάνει το αντίθετο.
Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάνει αυτό, αν εννοεί να διατηρήσει την εξουσία.
[567d] Με αξιολάτρευτη, μά την αλήθεια, είναι δεμένος ανάγκη, που του επιβάλλει ή να ζει με τους πολλούς τους φαύλους, και μάλιστα μισούμενος απ᾽ αυτούς, ή να πεθάνει.
Αυτή είναι η θέση του.
Αλλ᾽ όσο πιο μισητός γίνεται στους πολίτες με αυτές τις πράξεις του, δεν θα ᾽χει ανάγκη και από άλλο τόσο περισσότερους και πιστότερους δορυφόρους;
Πώς όχι;
Πού θά ᾽βρει όμως αυτούς τους πιστούς; Και από πού θα τους προσκαλέσει;
Μόνοι τους θα ᾽ρθούν πολλοί πετώντας, αρκεί να τους πληρώνει καλά.
Μου φαίνεται, μά τον κύνα, πως εννοείς κάποιους κηφήνες [567e] πάλι, ξενικούς και κάθε λογής.
Σωστά το βρήκες.
Τί τάχα; Δεν θα μπορούσε άραγε να έχει εντόπιους;
Πώς;
Να πάρει τους δούλους από τους κυρίους των, να τους απελευθερώσει και να σχηματίσει απ᾽ αυτούς τη σωματοφυλακή του.
Καλά το σκέφτηκες· γιατί αυτοί πραγματικά θα του είναι και τελείως αφοσιωμένοι.
Τί αξιοζήλευτο πράγμα, αλήθεια, που μας παρασταίνεις τον τύραννο, αφού [568a] θα έχει τέτοιους φίλους και πιστούς ανθρώπους, για ν᾽ αντικαταστήσει εκείνους τους άλλους που πριν τους ξέκανε!
Και όμως αυτούς έχει.
Και τον θαυμάζουν αυτοί οι νέοι σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του αυτοί οι νέοι πολίτες, ενώ οι έντιμοι άνθρωποι τον μισούν και τον αποφεύγουν;
Πώς να μη γίνεται αυτό;
Έχουν λοιπόν δίκιο να θεωρούν την τραγωδία γενικά θησαυρό γεμάτο σοφία, και ξεχωριστόν μέσα στους τραγικούς τον Ευριπίδη.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί είπε και αυτή τη βαθυστόχαστη φράση, ότι [568b] «γίνονται σοφοί οι τύραννοι με τη συναναστροφή των σοφών». Έλεγε βέβαια σοφούς αυτούς που ζουν με οικειότητα μαζί με τους τυράννους.
Και ως «ισόθεον» ακόμα εγκωμιάζει την τυραννίδα και αυτός και οι άλλοι ποιηταί.
Πιστεύω μολαταύτα ότι, καθώς είναι σοφοί οι ποιηταί της τραγωδίας, θα μας συμπαθήσουν και μας και όλους όσοι πολιτεύονται σύμφωνα με τις δικές μας αρχές, που δεν θα τους παραδεχτούμε μέσα στην πολιτεία μας, αφού εξυμνούν τους τυράννους.
Νομίζω κι εγώ ότι θα μας συμπαθήσουν, τουλάχιστον [568c] οι λεπτότεροι μεταξύ τους.
Μπορούν όμως, εννοείται, αξιόλογα να περιοδεύουν στις άλλες πολιτείες, να μαζεύουν τους όχλους και μισθώνοντας τις ωραιότερες και δυνατότερες και πειστικότερες φωνές να προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων και των δημοκρατιών.
Βεβαιότατα.
Για όλ᾽ αυτά μάλιστα παίρνουν και πλούσιες αμοιβές και τιμές, πρώτα —όπως είναι φυσικό— από τους τυράννους, κατά δεύτερο λόγο από τις δημοκρατίες· αλλ᾽ όσο, εννοείται, παίρνουν τον ανήφορο προς [568d] τα τελειότερα πολιτεύματα τόσο κουράζεται και η υπόληψή τους, σα να λαχάνιασε και δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει.
Έχεις δίκιο.
Αλλ᾽ ας ξαναγυρίσομε απ᾽ αυτή την παρέκβαση που κάναμε· και ας ιδούμε τώρα πώς ο τύραννος θα διαθρέψει εκείνο το ωραίο και πολυάριθμο και πολυποίκιλο στρατόπεδό του.
Είναι φανερό ότι θα βάλει βέβηλο χέρι στους ναούς και στους ιερούς θησαυρούς της πόλης και, όσο θα του φτάνουν τα χρήματα που θα μαζεύει από το ξεπούλημά του, δεν θα επιβάλει στον λαό πολύ μεγάλες αναγκαστικές εισφορές.
[568e] Τί θα γίνει όμως, όταν τελειώσουν αυτά;
Τότε βέβαια θ᾽ αρχίσει να τρέφεται και αυτός και οι καλεσμένοι του και οι φίλοι του και οι φίλες του από τα πατρικά του.
Κατάλαβα· ότι ο λαός που γέννησε τον τύραννο θα θρέψει κι αυτόν και τους συντρόφους του.
Έχει βέβαια αυτή την υποχρέωση.
Πώς το λες αυτό; Αν ο λαός αγανακτήσει επιτέλους και του πει ότι δεν είναι δίκαιο να τρέφεται πια από τον πατέρα του ένας γιος σ᾽ αυτή την ηλικία αλλά το αντίθετο, ο πατέρας από τον γιο, [569a] ότι δεν τον γέννησε και τον ανάστησε για να του γίνει, όταν μεγαλώσει, δούλος των δούλων του και να τρέφει κι αυτόν και τους δούλους και όλο τον άλλο συρφετό της ακολουθίας του, αλλά για ν᾽ απελευθερωθεί με τη βοήθεια και την προστασία του από τους πλούσιους και τους ονομαζόμενους επιφανείς, και ότι τώρα τον προστάζει να φύγει από την πόλη και αυτός και οι φίλοι του, όπως ένας πατέρας που διώχνει από το σπίτι τον γιο του μαζί με τους ενοχλητικούς συντρόφους του;
Τότε, μά τον θεό, θα μάθει πια ο δήμος ποιό [569b] θρέμμα γέννησε και το ζέστανε στον κόλπο του και το μεγάλωσε, και ότι εκείνοι που πάει να διώξει είναι πολύ δυνατότεροί του.
Τί κάθεσαι και λες; Θα τολμήσει ν᾽ ασκήσει βία απάνω στον πατέρα του ο τύραννος, και αν δεν υποχωρήσει, ακόμη και να τον χτυπήσει;
Μάλιστα, αφού πρώτα τον αφοπλίσει.
Μα εσύ μας παρασταίνεις τον τύραννο σωστό πατροφάγο και διεστραμμένο γηροτρόφο και, καθώς φαίνεται, αυτό πραγματικά είναι ό,τι όλος ο κόσμος ονομάζει τυραννίδα· ο λαός, κατά το λεγόμενο, για ν᾽ αποφύγει τον καπνό [569c] της δουλείας ανθρώπων ελευθέρων έπεσε μέσα στη φωτιά μιας κυριαρχίας δούλων και αντάλλαξε το φόρεμα εκείνης της υπερβολικής και άκαιρης ελευθερίας με τη στολή της πιο σκληρής και πικρής δουλείας δούλων.
Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα.
Τί λοιπόν; θα είχαμε τώρα άδικο να ισχυριστούμε ότι αρκετά καλά αναπτύξαμε πώς γίνεται η μετάβαση από τη δημοκρατία στην τυραννίδα και ποιός είναι αυτής της τυραννίδας ο χαρακτήρας;
Και πολύ καλά μάλιστα.