Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.143.1-4.149.2)

[4.143.1] Δαρεῖος δὲ διὰ τῆς Θρηίκης πορευόμενος ἀπίκετο ἐς Σηστὸν τῆς Χερσονήσου· ἐνθεῦτεν δὲ αὐτὸς μὲν διέβη τῇσι νηυσὶ ἐς τὴν Ἀσίην, λείπει δὲ στρατηγὸν ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μεγάβαζον ἄνδρα Πέρσην, τῷ Δαρεῖός κοτε ἔδωκε γέρας, τοιόνδε εἴπας ἐν Πέρσῃσι ἔπος· [4.143.2] ὁρμημένου Δαρείου ῥοιὰς τρώγειν, ὡς ἄνοιξε τάχιστα τὴν πρώτην τῶν ῥοιέων, εἴρετο αὐτὸν ὁ ἀδελφεὸς Ἀρτάβανος ὅ τι βούλοιτ᾽ ἄν οἱ τοσοῦτο πλῆθος γενέσθαι ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι. Δαρεῖος δὲ εἶπε Μεγαβάζους ἄν οἱ τοσούτους ἀριθμὸν γενέσθαι βούλεσθαι μᾶλλον ἢ τὴν Ἑλλάδα ὑπήκοον. [4.143.3] ἐν μὲν δὴ Πέρσῃσι ταῦτά μιν εἴπας ἐτίμα, τότε δὲ αὐτὸν ὑπέλιπε στρατηγὸν ἔχοντα τῆς στρατιῆς τῆς ἑωυτοῦ ὀκτὼ μυριάδας. [4.144.1] οὗτος δὲ ὁ Μεγάβαζος εἴπας τόδε [τὸ] ἔπος ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην πρὸς Ἑλλησποντίων· [4.144.2] γενόμενος γὰρ ἐν Βυζαντίῳ ἐπύθετο ἑπτακαίδεκα ἔτεσι πρότερον Καλχηδονίους κτίσαντας τὴν χώρην Βυζαντίων, πυθόμενος δὲ ἔφη Καλχηδονίους τοῦτον τὸν χρόνον τυγχάνειν ἐόντας τυφλούς· οὐ γὰρ ἂν τοῦ καλλίονος παρεόντος κτίζειν χώρου τὸν αἰσχίονα ἑλέσθαι, εἰ μὴ ἦσαν τυφλοί. [4.144.3] οὗτος δὴ ὦν τότε ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς λειφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο.
[4.145.1] Οὗτος μέν νυν ταῦτα ἔπρησσε, τὸν αὐτὸν δὲ τοῦτον χρόνον ἐγίνετο ἐπὶ Λιβύην ἄλλος στρατιῆς μέγας στόλος, διὰ πρόφασιν τὴν ἐγὼ ἀπηγήσομαι προδιηγησάμενος πρότερον τάδε. [4.145.2] τῶν ἐκ τῆς Ἀργοῦς ἐπιβατέων παίδων παῖδες ἐξελασθέντες ὑπὸ Πελασγῶν τῶν ἐκ Βραυρῶνος ληισαμένων τὰς Ἀθηναίων γυναῖκας, ὑπὸ τούτων δὴ ἐξελασθέντες ἐκ Λήμνου οἴχοντο πλέοντες ἐς Λακεδαίμονα, ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Τηϋγέτῳ πῦρ ἀνέκαιον. [4.145.3] Λακεδαιμόνιοι δὲ ἰδόντες ἄγγελον ἔπεμπον πευσόμενοι τίνες τε καὶ ὁκόθεν εἰσί· οἱ δὲ τῷ ἀγγέλῳ εἰρωτῶντι ἔλεγον ὡς εἴησαν μὲν Μινύαι, παῖδες δὲ εἶεν τῶν ἐν τῇ Ἀργοῖ πλεόντων ἡρώων, προσσχόντας γὰρ τούτους ἐς Λῆμνον φυτεῦσαι σφέας. [4.145.4] οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀκηκοότες τὸν λόγον τῆς γενεῆς τῶν Μινυέων, πέμψαντες τὸ δεύτερον εἰρώτων τί θέλοντες ἥκοιέν τε ἐς τὴν χώρην καὶ πῦρ αἴθοιεν. οἱ δὲ ἔφασαν ὑπὸ Πελασγῶν ἐκβληθέντες ἥκειν ἐς τοὺς πατέρας· δικαιότατον γὰρ εἶναι οὕτω τοῦτο γίνεσθαι· δέεσθαι δὲ οἰκέειν ἅμα τούτοισι μοῖράν τε τιμέων μετέχοντες καὶ τῆς γῆς ἀπολαχόντες. [4.145.5] Λακεδαιμονίοισι δὲ ἕαδε δέκεσθαι τοὺς Μινύας ἐπ᾽ οἷσι θέλουσι αὐτοί. μάλιστα δὲ ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν ταῦτα τῶν Τυνδαριδέων ἡ ναυτιλίη ἐν τῇ Ἀργοῖ. δεξάμενοι δὲ τοὺς Μινύας γῆς τε μετέδοσαν καὶ ἐς φυλὰς διεδάσαντο. οἱ δὲ αὐτίκα μὲν γάμους ἔγημαν, τὰς δὲ ἐκ Λήμνου ἤγοντο ἐξέδοσαν ἄλλοισι. [4.146.1] χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν, τῆς τε βασιληίης μεταιτέοντες καὶ ἄλλα ποιεῦντες οὐκ ὅσια. [4.146.2] τοῖσι ὦν Λακεδαιμονίοισι ἔδοξε αὐτοὺς ἀποκτεῖναι, συλλαβόντες δέ σφεας κατέβαλον ἐς ἐρκτήν. κτείνουσι δὲ τοὺς ἂν κτείνωσι Λακεδαιμόνιοι νυκτός, μετ᾽ ἡμέρην δὲ οὐδένα. [4.146.3] ἐπεὶ ὦν ἔμελλόν σφεας καταχρήσεσθαι, παραιτήσαντο αἱ γυναῖκες τῶν Μινυέων, ἐοῦσαι ἀσταί τε καὶ τῶν πρώτων Σπαρτιητέων θυγατέρες, ἐσελθεῖν τε ἐς τὴν ἐρκτὴν καὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν ἑκάστη τῷ ἑωυτῆς ἀνδρί. οἱ δέ σφεας παρῆκαν, οὐδένα δόλον δοκέοντες ἐξ αὐτέων ἔσεσθαι. [4.146.4] αἱ δὲ ἐπείτε ἐσῆλθον, ποιεῦσι τοιάδε· πᾶσαν τὴν εἶχον ἐσθῆτα παραδοῦσαι τοῖσι ἀνδράσι αὐταὶ τὴν τῶν ἀνδρῶν ἔλαβον. οἱ δὲ Μινύαι ἐνδύντες τὴν γυναικηίην ἐσθῆτα ἅτε γυναῖκες ἐξήισαν ἔξω, ἐκφυγόντες δὲ τρόπῳ τοιούτῳ ἵζοντο αὖτις ἐς τὸ Τηΰγετον. [4.147.1] τὸν δὲ αὐτὸν τοῦτον χρόνον Θήρας ὁ Αὐτεσίωνος τοῦ Τεισαμενοῦ τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Πολυνείκεος ἔστελλε ἐς ἀποικίην ἐκ Λακεδαίμονος. [4.147.2] ἦν δὲ ὁ Θήρας οὗτος, γένος ἐὼν Καδμεῖος, τῆς μητρὸς ἀδελφεὸς τοῖσι Ἀριστοδήμου παισὶ Εὐρυσθένεϊ καὶ Προκλέϊ· ἐόντων δ᾽ ἔτι τῶν παίδων τούτων νηπίων ἐπιτροπαίην εἶχε ὁ Θήρας τὴν ἐν Σπάρτῃ βασιληίην. [4.147.3] αὐξηθέντων δὲ τῶν ἀδελφιδέων καὶ παραλαβόντων τὴν ἀρχήν, οὕτω δὴ ὁ Θήρας δεινὸν ποιεύμενος ἄρχεσθαι ὑπ᾽ ἄλλων ἐπείτε ἐγεύσατο ἀρχῆς, οὐκ ἔφη μενέειν ἐν τῇ Λακεδαίμονι ἀλλ᾽ ἀποπλεύσεσθαι ἐς τοὺς συγγενέας. [4.147.4] ἦσαν δὲ ἐν τῇ νῦν Θήρῃ καλεομένῃ νήσῳ, πρότερον δὲ Καλλίστῃ τῇ αὐτῇ ταύτῃ, ἀπόγονοι Μεμβλιάρεω τοῦ Ποικίλεω ἀνδρὸς Φοίνικος. Κάδμος γὰρ ὁ Ἀγήνορος Εὐρώπην διζήμενος προσέσχε ἐς τὴν νῦν Θήρην καλεομένην· προσσχόντι δὲ εἴτε δή οἱ ἡ χώρη ἤρεσε, εἴτε καὶ ἄλλως ἠθέλησε ποιῆσαι τοῦτο, καταλείπει γὰρ ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ ἄλλους τε τῶν Φοινίκων καὶ δὴ καὶ τῶν ἑωυτοῦ συγγενέων Μεμβλιάρεων. [4.147.5] οὗτοι ἐνέμοντο τὴν Καλλίστην καλεομένην ἐπὶ γενεάς, πρὶν ἢ Θήραν ἐλθεῖν ἐκ Λακεδαίμονος, ὀκτὼ ἀνδρῶν. [4.148.1] ἐπὶ τούτους δὴ ὦν ὁ Θήρας λεὼν ἔχων ἀπὸ τῶν φυλέων ἔστελλε, συνοικήσων τούτοισι καὶ οὐδαμῶς ἐξελῶν αὐτοὺς ἀλλὰ κάρτα οἰκηιεύμενος. [4.148.2] ἐπείτε δὲ καὶ οἱ Μινύαι ἐκδράντες ἐκ τῆς ἐρκτῆς ἵζοντο ἐς τὸ Τηΰγετον, τῶν Λακεδαιμονίων βουλευομένων σφέας ἀπολλύναι παραιτέεται ὁ Θήρας, ὅκως μήτε φόνος γένηται, αὐτός τε ὑπεδέκετό σφεας ἐξάξειν ἐκ τῆς χώρης. [4.148.3] συγχωρησάντων δὲ τῇ γνώμῃ τῶν Λακεδαιμονίων, τρισὶ τριηκοντέροισι ἐς τοὺς Μεμβλιάρεω ἀπογόνους ἔπλωσε, οὔτι πάντας ἄγων τοὺς Μινύας ἀλλ᾽ ὀλίγους τινάς. [4.148.4] οἱ γὰρ πλεῦνες αὐτῶν ἐτράποντο ἐς τοὺς Παρωρεάτας καὶ Καύκωνας, τούτους δὲ ἐξελάσαντες ἐκ τῆς χώρης σφέας αὐτοὺς ἓξ μοίρας διεῖλον, καὶ ἔπειτα ἔκτισαν πόλιας τάσδε ἐν αὐτοῖσι, Λέπρεον, Μάκιστον, Φρίξας, Πύργον, Ἔπιον, Νούδιον· τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ᾽ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν. τῇ δὲ νήσῳ ἐπὶ τοῦ οἰκιστέω Θήρα ἡ ἐπωνυμίη ἐγένετο. [4.149.1] ὁ δὲ παῖς οὐ γὰρ ἔφη οἱ συμπλεύσεσθαι, τοιγαρῶν ἔφη αὐτὸν καταλείψειν ὄϊν ἐν λύκοισι· ἐπὶ τοῦ ἔπεος τούτου οὔνομα τῷ νεηνίσκῳ [τούτῳ] Οἰόλυκος ἐγένετο, καί κως τὸ οὔνομα τοῦτο ἐπεκράτησε. Οἰολύκου δὲ γίνεται Αἰγεύς, ἐπὶ οὗ Αἰγεῖδαι καλέονται, φυλὴ μεγάλη ἐν Σπάρτῃ. [4.149.2] τοῖσι δὲ ἐν τῇ φυλῇ ταύτῃ ἀνδράσι οὐ γὰρ ὑπέμειναν τὰ τέκνα, ἱδρύσαντο ἐκ θεοπροπίου Ἐρινύων τῶν Λαΐου τε καὶ Οἰδιπόδεω ἱρόν. καὶ μετὰ τοῦτο ὑπέμεινε τὠυτὸ τοῦτο καὶ ἐν Θήρῃ τοῖσι ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τούτων γεγονόσι.

[4.143.1] Κι ο Δαρείος διέσχισε τη Θράκη κι έφτασε στη Χερσόνησο, στη Σηστό· κι αποκεί ο ίδιος του διάβηκε με τα πλοία στην Ασία κι άφησε στρατηγό στην Ευρώπη τον Μεγάβαζο, Πέρση, που κάποτε ο Δαρείος τού έκανε μεγάλη τιμή λέγοντας μπροστά σε Πέρσες ένα τέτοιο λόγο· [4.143.2] δηλαδή, καθώς άπλωσε το χέρι του ο Δαρείος για να φάει ρόδια, μόλις άνοιξε το πρώτο ρόδι, ο αδερφός του ο Αρτάβανος τον ρώτησε τί θα ᾽θελε ν᾽ αποχτήσει σε τέτοιο αριθμό, όσα ήταν τα σπόρια του ροδιού. Κι ο Δαρείος είπε πως προτιμούσε να ᾽χει τόσους Μεγάβαζους, παρά την Ελλάδα στην εξουσία του. [4.143.3] Λοιπόν λέγοντας αυτά μπροστά στους Πέρσες τον τιμούσε, και τότε τον άφησε στρατηγό με ογδόντα χιλιάδες άντρες απ᾽ το στρατό του.
[4.144.1] Αλλά κι ο Μεγάβαζος αυτός άφησε τ᾽ όνομά του για πάντα στη μνήμη των Ελλησποντίων· [4.144.2] φτάνοντας δηλαδή στο Βυζάντιο πληροφορήθηκε πως οι Χαλκηδόνιοι έχτισαν την πόλη τους δεκαεφτά χρόνια πριν από τους Βυζαντίους, κι όταν το πληροφορήθηκε αυτό είπε πως οι Χαλκηδόνιοι έπρεπε να ήταν εκείνο τον καιρό τυφλοί· γιατί πώς αλλιώς, να ᾽χουν μπροστά τους το καλύτερο μέρος για να χτίσουν πόλη και να προτιμήσουν το κατώτερο, ε, θα ᾽ταν τυφλοί οι άνθρωποι. [4.144.3] Λοιπόν ο Μεγάβαζος αυτός τότε έμεινε πίσω στην περιοχή του Ελλησπόντου και υποδούλωνε όσους δεν ήταν με το μέρος των Περσών.
[4.145.1] Αυτός λοιπόν έκανε αυτές τις επιχειρήσεις, ενώ τον ίδιο ακριβώς καιρό στάλθηκε άλλο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Λιβύης, με πρόφαση που θα εκθέσω, αφού πρώτα διηγηθώ τα εξής. [4.145.2] Τα παιδιά των παιδιών των αντρών που επιβιβάστηκαν στην Αργώ αποδιώχτηκαν από τους Πελασγούς, που άρπαξαν τις γυναίκες των Αθηναίων από τη Βραυρώνα, κι αποδιωγμένα απ᾽ αυτούς από τη Λήμνο, έφυγαν με τα καράβια τους κι αρμένισαν προς τη Λακωνία, όπου εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι άναβαν φωτιές. [4.145.3] Βλέποντάς τους οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αγγελιοφόρο, για να μάθουν ποιοί είναι κι από πού· κι αυτοί στην ερώτηση του αγγελιοφόρου αποκρίθηκαν πως ήταν Μινύες και παιδιά των ηρώων που ταξίδεψαν με την Αργώ, που τους έσπειραν όταν έπιασαν στεριά στη Λήμνο. [4.145.4] Κι οι Λακεδαιμόνιοι ακούοντας τα καθέκαστα για την καταγωγή των Μινύων έστειλαν για δεύτερη φορά αγγελιοφόρο και ρωτούσαν τί ήθελαν κι ήρθαν στη χώρα τους και γιατί άναβαν φωτιές. Κι αυτοί αποκρίθηκαν ότι, αποδιωγμένοι από τους Πελασγούς, ήρθαν στη γη των πατέρων τους· πως, σε καμιά άλλη χώρα δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, όσο εδώ· και πως το αίτημά τους είναι να ζήσουν μαζί τους παίρνοντας το μερίδιό τους στ᾽ αξιώματα και κλήρο γης. [4.145.5] Κι οι Λακεδαιμόνιοι πρόθυμα δέχτηκαν στη χώρα τους τούς Μινύες με τους όρους που πρόβαλαν αυτοί. Εκείνο που τους έκανε να τους δεχτούν με τόση προθυμία ήταν που ανάμεσα στους Αργοναύτες ήταν κι οι γιοι του Τυνδάρεω. Δέχτηκαν λοιπόν τους Μινύες και τους έδωσαν κλήρο στη γη και τους μοίρασαν ανάμεσα στις φυλές τους. Κι εκείνοι αμέσως παντρεύτηκαν γυναίκες του τόπου· αυτές που έφεραν από τη Λήμνο τις πάντρεψαν με άλλους.
[4.146.1] Λοιπόν, δεν πέρασε πολύς καιρός και νά που οι Μινύες έγιναν προκλητικοί, προβάλλοντας την απαίτηση να ᾽χουν κι αυτοί σειρά για το βασιλικό αξίωμα και κάνοντας κι άλλα ανεπίτρεπτα. [4.146.2] Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν αποφάσισαν να τους σκοτώσουν· τους έπιασαν και τους έβαλαν στη φυλακή· κι οι Λακεδαιμόνιοι, όσους είναι να σκοτώσουν, τους σκοτώνουν τη νύχτα — ποτέ τη μέρα· [4.146.3] ενώ λοιπόν ήταν να τους εκτελέσουν, οι γυναίκες των Μινύων, που ήταν ντόπιες και θυγατέρες των προεστών της Σπάρτης, ζήτησαν τη χάρη να μπουν στη φυλακή και να συζητήσει η καθεμιά τους με τον άντρα της. Και τους δόθηκε η άδεια, γιατί πίστευαν ότι αποκλείεται αυτές να κάνουν κάποιο δόλο. [4.146.4] Κι αυτές μόλις μπήκαν μέσα έκαναν το εξής: έδωσαν όλα τα ρούχα που φορούσαν στους άντρες τους κι αυτές πήραν των αντρών τους τα ρούχα. Κι οι Μινύες φόρεσαν τα ρούχα των γυναικών και, σα να ᾽ταν γυναίκες, βγήκαν έξω, κι αφού γλίτωσαν μ᾽ αυτό τον τρόπο, πήγαν πάλι κι εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο.
[4.147.1] Και τον ίδιο καιρό ακριβώς ο Θήρας, ο γιος του Αυτεσίωνα, γιου του Τεισαμενού, γιου του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, ξεκινούσε από τη Σπάρτη για να ιδρύσει αποικία. [4.147.2] Κι ο Θήρας αυτός, που ήταν Καδμείος από καταγωγή, ήταν αδερφός της μητέρας των παιδιών του Αριστοδήμου, του Ευρυσθένη και του Προκλή· κι όσο τα παιδιά ήταν ανήλικα, ο Θήρας κρατούσε τη βασιλεία στη Σπάρτη ως επίτροπός τους. [4.147.3] Όταν όμως οι ανεψιοί του μεγάλωσαν και πήραν στα χέρια τους την εξουσία, τότε ο Θήρας (του ήταν ανυπόφορο να τον εξουσιάζουν άλλοι, αυτόν που είχε απολαύσει την εξουσία), αρνήθηκε να μείνει στη Λακεδαίμονα, αλλά είπε πως φεύγει με καράβι στους συγγενείς του. [4.147.4] Λοιπόν, στο νησί που τώρα λέγεται Θήρα, προηγουμένως όμως αυτό το ίδιο λεγόταν Καλλίστη, ζούσαν απόγονοι του Μεμβλιάρου, του γιου του Ποικίλου, από τη Φοινίκη. Γιατί ο Κάδμος, ο γιος του Αγήνορα, αναζητώντας την Ευρώπη, αποβιβάστηκε στο νησί που σήμερα λέγεται Θήρα· κι αφού αποβιβάστηκε, είτε του άρεσε ο τόπος είτε για όποιον άλλο λόγο θέλησε να το κάνει αυτό, τέλος πάντων, άφησε σ᾽ εκείνο το νησί κι άλλους Φοίνικες, μάλιστα κι έναν συγγενή του, τον Μεμβλίαρο. [4.147.5] Οι απόγονοί του λοιπόν όριζαν το νησί που λεγόταν Καλλίστη, οχτώ κιόλας γενιές προτού φτάσει ο Θήρας από τη Λακεδαίμονα.
[4.148.1] Λοιπόν, για το νησί αυτών ξεκίνησε να ιδρύσει αποικία ο Θήρας έχοντας μαζί του λαό απ᾽ όλες τις φυλές της Σπάρτης, για να ζήσει μαζί τους, όχι να τους αποδιώξει από τον τόπο τους —κάθε άλλο!—, ίσα ίσα αποζητούσε τη φιλία τους. [4.148.2] Και καθώς οι Μινύες ύστερ᾽ από την απόδρασή τους από τη φυλακή εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να τους σκοτώσουν, ο Θήρας ζήτησε χάρη γι᾽ αυτούς, να μη τους σκοτώσουν, κι αναλάμβανε ο ίδιος να τους οδηγήσει έξω από τη χώρα. [4.148.3] Οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν δεκτή την πρότασή του κι έτσι κατευθύνθηκε με τρεις τριακοντόρους στους απογόνους του Μεμβλιάρου, όμως δεν πήρε μαζί του όλους τους Μινύες, μόνο κάτι λίγους. [4.148.4] Γιατί οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς στράφηκαν εναντίον των Παρεωρητών και των Καυκώνων, τους απόδιωξαν από τη χώρα τους κι ύστερα οι ίδιοι τους χωρίστηκαν σε έξι λόχους και έχτισαν σ᾽ αυτή την περιοχή τις εξής πόλεις: το Λέπρεο, τη Μάκιστο, τις Φρίξες, τον Πύργο, το Έπιο, το Νούδιο· στην εποχή μας τις περισσότερες απ᾽ αυτές τις κυρίεψαν οι Ηλείοι. Και το νησί πήρε τ᾽ όνομά του από τον οικιστή του, τον Θήρα.
[4.149.1] Και καθώς ο γιος του αρνήθηκε ν᾽ ανεβεί μαζί του στο καράβι, «Κοίταξε, του είπε, σ᾽ αφήνω εδώ αρνί ανάμεσα σε λύκους»· απ᾽ αυτή τη φράση δόθηκε στο νεαρό το όνομα Οιόλυκος, και του έμεινε. Από τον Οιόλυκο γεννήθηκε ο Αιγέας κι απ᾽ αυτόν πήραν τ᾽ όνομά τους οι Αιγείδες, φυλή μεγάλη στη Σπάρτη. [4.149.2] Αλλά, καθώς οι άνθρωποι αυτής της φυλής έβλεπαν πως δεν τους ζούσαν τα παιδιά, πήραν χρησμό και ίδρυσαν ναό στ᾽ όνομα των Ερινύων του Λαΐου και του Οιδίποδα, κι έκτοτε τούς ζούσαν. Ακριβώς το ίδιο έγινε και στη Θήρα αργότερα στους απογόνους αυτών των ανθρώπων.