Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (565a-566e)

[565a] Δῆμος δ᾽ ἂν εἴη τρίτον γένος, ὅσοι αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, οὐ πάνυ πολλὰ κεκτημένοι· ὃ δὴ πλεῖστόν τε καὶ κυριώτατον ἐν δημοκρατίᾳ ὅτανπερ ἁθροισθῇ.
Ἔστιν γάρ, ἔφη· ἀλλ᾽ οὐ θαμὰ ἐθέλει ποιεῖν τοῦτο, ἐὰν μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ.
Οὐκοῦν μεταλαμβάνει, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀεί, καθ᾽ ὅσον δύνανται οἱ προεστῶτες, τοὺς ἔχοντας τὴν οὐσίαν ἀφαιρούμενοι, διανέμοντες τῷ δήμῳ, τὸ πλεῖστον αὐτοὶ ἔχειν.
[565b] Μεταλαμβάνει γὰρ οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως.
Ἀναγκάζονται δὴ οἶμαι ἀμύνεσθαι, λέγοντές τε ἐν τῷ δήμῳ καὶ πράττοντες ὅπῃ δύνανται, οὗτοι ὧν ἀφαιροῦνται.
Πῶς γὰρ οὔ;
Αἰτίαν δὴ ἔσχον ὑπὸ τῶν ἑτέρων, κἂν μὴ ἐπιθυμῶσι νεωτερίζειν, ὡς ἐπιβουλεύουσι τῷ δήμῳ καί εἰσιν ὀλιγαρχικοί.
Τί μήν;
Οὐκοῦν καὶ τελευτῶντες, ἐπειδὰν ὁρῶσι τὸν δῆμον, οὐχ ἑκόντα ἀλλ᾽ ἀγνοήσαντά τε καὶ ἐξαπατηθέντα ὑπὸ τῶν [565c] διαβαλλόντων, ἐπιχειροῦντα σφᾶς ἀδικεῖν, τότ᾽ ἤδη, εἴτε βούλονται εἴτε μή, ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὶ γίγνονται, οὐχ ἑκόντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κακὸν ἐκεῖνος ὁ κηφὴν ἐντίκτει κεντῶν αὐτούς.
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Εἰσαγγελίαι δὴ καὶ κρίσεις καὶ ἀγῶνες περὶ ἀλλήλων γίγνονται.
Καὶ μάλα.
Οὐκοῦν ἕνα τινὰ ἀεὶ δῆμος εἴωθεν διαφερόντως προΐστασθαι ἑαυτοῦ, καὶ τοῦτον τρέφειν τε καὶ αὔξειν μέγαν;
Εἴωθε γάρ.
[565d] Τοῦτο μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δῆλον, ὅτι, ὅτανπερ φύηται τύραννος, ἐκ προστατικῆς ῥίζης καὶ οὐκ ἄλλοθεν ἐκβλαστάνει.
Καὶ μάλα δῆλον.
Τίς ἀρχὴ οὖν μεταβολῆς ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον; ἢ δῆλον ὅτι ἐπειδὰν ταὐτὸν ἄρξηται δρᾶν ὁ προστάτης τῷ ἐν τῷ μύθῳ ὃς περὶ τὸ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ τοῦ Διὸς τοῦ Λυκαίου ἱερὸν λέγεται;
Τίς; ἔφη.
Ὡς ἄρα ὁ γευσάμενος τοῦ ἀνθρωπίνου σπλάγχνου, ἐν ἄλλοις ἄλλων ἱερείων ἑνὸς ἐγκατατετμημένου, ἀνάγκη δὴ [565e] τούτῳ λύκῳ γενέσθαι. ἢ οὐκ ἀκήκοας τὸν λόγον;
Ἔγωγε.
Ἆρ᾽ οὖν οὕτω καὶ ὃς ἂν δήμου προεστώς, λαβὼν σφόδρα πειθόμενον ὄχλον, μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος, ἀλλ᾽ ἀδίκως ἐπαιτιώμενος, οἷα δὴ φιλοῦσιν, εἰς δικαστήρια ἄγων μιαιφονῇ, βίον ἀνδρὸς ἀφανίζων, γλώττῃ τε καὶ στόματι ἀνοσίῳ γευόμενος φόνου συγγενοῦς, καὶ ἀνδρηλατῇ καὶ [566a] ἀποκτεινύῃ καὶ ὑποσημαίνῃ χρεῶν τε ἀποκοπὰς καὶ γῆς ἀναδασμόν, ἆρα τῷ τοιούτῳ ἀνάγκη δὴ τὸ μετὰ τοῦτο καὶ εἵμαρται ἢ ἀπολωλέναι ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἢ τυραννεῖν καὶ λύκῳ ἐξ ἀνθρώπου γενέσθαι;
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.
Οὗτος δή, ἔφην, ὁ στασιάζων γίγνεται πρὸς τοὺς ἔχοντας τὰς οὐσίας.
Οὗτος.
Ἆρ᾽ οὖν ἐκπεσὼν μὲν καὶ κατελθὼν βίᾳ τῶν ἐχθρῶν τύραννος ἀπειργασμένος κατέρχεται;
Δῆλον.
[566b] Ἐὰν δὲ ἀδύνατοι ἐκβάλλειν αὐτὸν ὦσιν ἢ ἀποκτεῖναι διαβάλλοντες τῇ πόλει, βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ.
Φιλεῖ γοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτω γίγνεσθαι.
Τὸ δὴ τυραννικὸν αἴτημα τὸ πολυθρύλητον ἐπὶ τούτῳ πάντες οἱ εἰς τοῦτο προβεβηκότες ἐξευρίσκουσιν, αἰτεῖν τὸν δῆμον φύλακάς τινας τοῦ σώματος, ἵνα σῶς αὐτοῖς ᾖ ὁ τοῦ δήμου βοηθός.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Διδόασι δὴ οἶμαι δείσαντες μὲν ὑπὲρ ἐκείνου, θαρρήσαντες δὲ ὑπὲρ ἑαυτῶν.
[566c] Καὶ μάλα.
Οὐκοῦν τοῦτο ὅταν ἴδῃ ἀνὴρ χρήματα ἔχων καὶ μετὰ τῶν χρημάτων αἰτίαν μισόδημος εἶναι, τότε δὴ οὗτος, ὦ ἑταῖρε, κατὰ τὸν Κροίσῳ γενόμενον χρησμὸν— πολυψήφιδα παρ᾽ Ἕρμον
φεύγει, οὐδὲ μένει, οὐδ᾽ αἰδεῖται κακὸς εἶναι.
Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, δεύτερον αὖθις αἰδεσθείη.
Ὁ δέ γε οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταληφθεὶς θανάτῳ δίδοται.
Ἀνάγκη.
Ὁ δὲ δὴ προστάτης ἐκεῖνος αὐτὸς δῆλον δὴ ὅτι «μέγας [566d] μεγαλωστὶ» οὐ κεῖται, ἀλλὰ καταβαλὼν ἄλλους πολλοὺς ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως, τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη.
Διέλθωμεν δὴ τὴν εὐδαιμονίαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦ τε ἀνδρὸς καὶ τῆς πόλεως, ἐν ᾗ ἂν ὁ τοιοῦτος βροτὸς ἐγγένηται;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, διέλθωμεν.
Ἆρ᾽ οὖν, εἶπον, οὐ ταῖς μὲν πρώταις ἡμέραις τε καὶ χρόνῳ προσγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, ᾧ ἂν περιτυγχάνῃ, καὶ [566e] οὔτε τύραννός φησιν εἶναι ὑπισχνεῖταί τε πολλὰ καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, χρεῶν τε ἠλευθέρωσε καὶ γῆν διένειμε δήμῳ τε καὶ τοῖς περὶ ἑαυτὸν καὶ πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾷος εἶναι προσποιεῖται;
Ἀνάγκη, ἔφη.
Ὅταν δέ γε οἶμαι πρὸς τοὺς ἔξω ἐχθροὺς τοῖς μὲν καταλλαγῇ, τοὺς δὲ καὶ διαφθείρῃ, καὶ ἡσυχία ἐκείνων γένηται, πρῶτον μὲν πολέμους τινὰς ἀεὶ κινεῖ, ἵν᾽ ἐν χρείᾳ ἡγεμόνος ὁ δῆμος ᾖ.
Εἰκός γε.

[565a] Και η τρίτη τάξη είναι ο μικρός λαός, όσοι είναι τεχνίτες και δεν πολυανακατώνονται στα πράγματα και που μόλις κατορθώνουν να ζουν με τα λίγα που έχουν· η τάξη αυτή, όταν συσσωματωθεί, είναι μέσα σε μια δημοκρατία η πολυπληθέστερη και δυνατότερη.
Έτσι είναι· αλλά δεν συνηθίζει να το κάνει αυτό συχνά, εάν δεν πάρει κι αυτή μερίδιο στο μέλι.
Και το παίρνει πραγματικά κατά το μέτρο που οι αρχηγοί της κατορθώνουν ν᾽ αφαιρούν τις περιουσίες των πλουσίων και να τις μοιράζουν στον λαό, αφού, εννοείται, αυτοί κρατήσουν το μεγαλύτερο μέρος.
[565b] Έτσι πραγματικά παίρνει κι αυτή το μερίδιό της.
Όμως αναγκάζονται και οι πλούσιοι, που τους παίρνουν τις περιουσίες, να προστατεύουν τα αγαθά τους, παίρνοντας τον λόγο στις συναθροίσεις του δήμου και κάνοντας ό,τι μπορούν.
Πώς όχι;
Αλλά τότε κατηγορούνται από τους άλλους, έστω κι αν δεν επιδιώκουν καμιά πολιτική καινοτομία, ότι τάχα σχεδιάζουν την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι είναι ολιγαρχικοί.
Βέβαια.
Κι αυτοί λοιπόν στο τέλος βλέποντας ότι ο δήμος, όχι ίσως από κακή θέληση αλλ᾽ από άγνοια και παρασυρμένος από τους [565c] συκοφάντες, θέλει όλο να τους αδικεί, τότε πια, θέλοντας και μη, γίνονται πραγματικά ολιγαρχικοί· και δεν φταίνε αυτοί αλλ᾽ αίτιος του κακού είναι εκείνος ο ίδιος ο κηφήνας που τους καταδιώκει με το κεντρί του.
Χωρίς αμφιβολία.
Αρχίζουν λοιπόν καταγγελίες και κρίσεις και δικαστικοί αγώνες μεταξύ τους.
Μάλιστα.
Δεν έχει όμως τη συνήθεια ο δήμος ν᾽ αναδείχνει κάθε τόσο έναν κατ᾽ εξοχήν προστάτη του και σ᾽ αυτόν να χαρίζει πλούτη και δύναμη;
Την έχει αυτή τη συνήθεια.
[565d] Είναι λοιπόν φανερό ότι απ᾽ αυτή τη ρίζα των προστατών του δήμου ξεφυτρώνει ο τύραννος και από πουθενά αλλού.
Ολοφάνερο.
Ποιά λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από τον προστάτη στον τύραννο; Δεν είναι όταν αρχίσει ο προστάτης να κάνει το ίδιο μ᾽ εκείνο που συμβαίνει, κατά τον μύθο, στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία;
Τί δηλαδή;
Ότι τάχα εκείνος που γευθεί από ένα ορισμένο ανθρώπινο σπλάχνο, που είναι κομμένο και ανακατωμένο μέσα σε πολλά άλλα σπλάχνα των άλλων θυμάτων, αναπότρεπτα [565e] μεταβάλλεται σε λύκο. Ή δεν έχεις ποτέ σου ακούσει αυτό τον μύθο;
Τον έχω ακούσει.
Μήπως λοιπόν έτσι και ο προστάτης του δήμου, όταν βρει όχλο πρόθυμο να τον υπακούει και δεν κρατήσει τα χέρια του καθαρά από το αίμα των συμπολιτών του, αλλά με άδικες κατηγορίες, όπως δα γίνεται συχνά, στα δικαστήρια γίνει αφορμή ν᾽ αδικοθανατήσει άνθρωπος, και γευτεί με γλώσσα και στόμα ανόσιο συγγενικό αίμα και εξορίζει και [566a] θανατώνει και υπόσχεται απόσβεση χρεών και αναδασμό γης, μήπως, λέγω, κατ᾽ ανάγκη τότε, ύστερ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά, είναι πεπρωμένο ο τέτοιος άνθρωπος ή να πέσει κι αυτός θύμα των εχθρών του ή να γίνει τύραννος και να μεταβληθεί από άνθρωπος σε λύκο;
Κατ᾽ ανάγκη αυτό θα συμβεί.
Αυτός λοιπόν είναι που στήνει πόλεμο μ᾽ εκείνους που έχουν τις μεγάλες περιουσίες.
Αυτός.
Και αν, αφού μια φορά εξοριστεί, ξαναγυρίσει παρ᾽ όλη την αντίσταση των εχθρών του, δεν επανέρχεται τέλειος πια τύραννος;
Φανερό.
[566b] Αν πάλι δε μπορέσουν να τον εξορίσουν ή να τον θανατώσουν, κατηγορώντας τον ενώπιον του δήμου, τότε συνωμοτούν για να τον δολοφονήσουν κρυφά.
Αυτό τουλάχιστο γίνεται συνήθως.
Και τότε γίνεται εκείνο το πολυθρύλητο τέχνασμα των τυράννων, όπου καταφεύγουν όταν τα πράγματα φτάσουν σ᾽ αυτό το σημείο, ζητούν δηλαδή από τον δήμο σωματοφύλακες, για να μην τους πάθει τίποτα ο υπερασπιστής του δήμου.
Μάλιστα.
Και πραγματικά του δίνουν, επειδή φοβούνται για κείνον, αλλά δεν φοβούνται τίποτα για τον εαυτό τους.
[566c] Και βέβαια.
Όταν όμως το πράγμα φτάσει σ᾽ αυτό το σημείο, τότε, φίλτατε, κάθε άνθρωπος που έχει μεγάλη περιουσία, και που γι᾽ αυτό τον λόγο θεωρείται εχθρός του δήμου, εφαρμόζει τον χρησμό που δόθηκε στον Κροίσο και
«στον χαλικοστρωμένον Έρμο
φεύγει, δεν μένει, και δειλός δεν ντρέπεται να γίνει».
Γιατί ορισμένως δεν θα βρει την ευκαιρία να ντραπεί δεύτερη φορά.
Είμαι βέβαιος ότι, αν πιαστεί, θα θανατωθεί.
Κατ᾽ ανάγκη.
Όσο για τον προστάτη του δήμου, εκείνος πια τότε φαρδύς [566d] πλατύς, όχι πέφτει καταγής (όπως λέγει ο στίχος), αλλά, αφού ρίξει κι άλλους πολλούς, θρονιάζεται στο άρμα της πόλης και παρουσιάζεται αντί προστάτης τέλειος τύραννος.
Ποιός θα τον εμπόδιζε;
Τώρα ας ιδούμε την ευδαιμονία αυτού του ανθρώπου και της πόλης που θα έχει την ευτυχία να τον αποκτήσει.
Ας ιδούμε.
Τις πρώτες μέρες της εξουσίας του δεν φέρνεται τάχα φιλομειδέστατα και καταδεχτικότατα προς όλους όσους συναντά, και [566e] δεν αποστέργει και αυτό ακόμη το όνομα του τυράννου; Δεν σκορπίζει αφειδώς υποσχέσεις και στις ιδιαίτερες συνομιλίες του και στις δημόσιες, δεν αναστέλλει πραγματικά τα χρέη, δεν μοιράζει γαίες στον δήμο και στους ανθρώπους του και γενικά δεν υποκρίνεται προς όλους τον πράο και τον ήμερο;
Εξ ανάγκης.
Όταν όμως, θαρρώ, ησυχάσει με τους εξωτερικούς του εχθρούς, και με άλλους απ᾽ αυτούς συμφιλιωθεί, άλλους εξοντώσει, πρώτα αρχίζει να υποκινεί κάθε φορά και κάποιο πόλεμο, για να ᾽χει πάντα ο δήμος ανάγκη αρχηγού.
Είναι φυσικό.