[4.118.1] Λοιπόν ο αγγελιοφόροι των Σκυθών έφτασαν στη σύναξη των βασιλιάδων των εθνών που μόλις καταγράψαμε και τους μιλούσαν προσπαθώντας να τους εξηγήσουν ότι ο Πέρσης, αφού στην άλλη ήπειρο, την Ασία, υποδούλωσε όλους τους λαούς, γεφύρωσε το λαιμό του Βοσπόρου και διάβηκε στη δική τους ήπειρο, κι αφού διάβηκε και υποδούλωσε τους Θράκες, κάνει γέφυρα στον ποταμό Ίστρο, θέλοντας να υποτάξει κι όλες τις χώρες της περιοχής μας. [4.118.2] «Έτσι λοιπόν ούτε να περάσει απ᾽ το νου σας η ιδέα να βγείτε από τη μέση, να σταυρώσετε τα χέρια σας και να μας αφήσετε να χαθούμε, αλλά μονοιασμένοι όλοι ν᾽ αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που πατά τη γη μας. Λοιπόν, δεν θα τα πράξετε αυτά; Τότε δε μένει σε μας παρά, στενεμένοι, ή ν᾽ αφήσουμε τη χώρα μας και να φύγουμε ή να μείνουμε και να υποταχτούμε με όρους· [4.118.3] γιατί τί άλλο μπορούμε να ελπίζουμε, αν εσείς αρνηθείτε να μας βοηθήσετε; Αλλά ύστερ᾽ απ᾽ αυτά κι εσάς σας περιμένει μοίρα το ίδιο βαριά. Γιατί μ᾽ όση εχθρική διάθεση έρχεται ο Πέρσης εναντίον μας, μ᾽ άλλη τόση κι εναντίον σας, κι ούτε με την κατάκτηση της χώρας μας θα ικανοποιηθεί τόσο, ώστε να σας αφήσει ήσυχους. [4.118.4] Θα σας πούμε ένα μεγάλο επιχείρημα γι᾽ αυτά που λέμε· δηλαδή, αν ο Πέρσης κινούσε για εκστρατεία μονάχα εναντίον μας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για την παλιά του υποδούλωση, έπρεπε να βαδίσει εναντίον της χώρας μας χωρίς ν᾽ αγγίξει κανέναν άλλο, κι έτσι θα έκανε σε όλους φανερό πως κάνει εκστρατεία εναντίον των Σκυθών, όχι κι εναντίον άλλων. [4.118.5] Αντίθετα τώρα, μόλις διάβηκε στην ήπειρό μας, αμέσως βάλθηκε να υποτάζει τους πάντες, κι έτσι έχει κιόλας στην εξουσία του και τους υπόλοιπους Θράκες, αλλά ακόμα και τους γείτονές μας, τους Γέτες». [4.119.1] Ύστερ᾽ από αυτές τις προτάσεις των Σκυθών, οι βασιλιάδες που είχαν έρθει από τα έθνη αυτά έκαναν σύσκεψη κι οι γνώμες τους μοιράστηκαν στα δύο· από τη μια ο Γελωνός κι ο Βουδίνος κι ο Σαυρομάτης κράτησαν την ίδια στάση, δέχτηκαν να βοηθήσουν τους Σκύθες, κι από την άλλη ο Αγάθυρσος κι ο Νευρός κι ο Ανδροφάγος κι οι βασιλιάδες των Μελαγχλαίνων και των Ταύρων έδωσαν την ακόλουθη απάντηση στους Σκύθες: [4.119.2] «Αν δεν ήσασταν εσείς που πρώτοι κάνατε κακό στους Πέρσες και που πρώτοι τους κηρύξατε πόλεμο, και μας ζητούσατε αυτά που τώρα ζητάτε, τότε τα λόγια σας θα φαίνονταν σωστά κι εμείς θα σας ακούαμε και θα κάναμε ό,τι κι εσείς· [4.119.3] αντίθετα τώρα κι εσείς πατήσατε τη γη τους χωρίς να μας ρωτήσετε κι είχατε στην εξουσία σας τους Πέρσες, για όσο καιρό ο θεός σάς ευνοούσε, κι εκείνοι, καθώς ο ίδιος αυτός θεός τούς παρακίνησε, σας ανταποδίδουν τα ίσα. [4.119.4] Όσο για μας, ούτε τότε κάναμε κάποιο κακό σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους ούτε τώρα θα επιχειρήσουμε να τους κάνουμε κακό πρώτοι· αν όμως βαδίσουν κι εναντίον της χώρας μας και μας κάνουν πρώτοι αυτοί κακό, τότε κι εμείς δε θα συμβιβαστούμε· αλλά, ώσπου να ξεκαθαρίσουν όλ᾽ αυτά, εμείς δε βγαίνουμε από τη χώρα μας· καθότι πιστεύουμε πως οι Πέρσες δεν έρχονται εναντίον μας, αλλά εναντίον εκείνων που βρίσκονται στην αρχή της αδικίας». [4.120.1] Όταν οι απεσταλμένοι γύρισαν κι έφεραν αυτές τις απαντήσεις, οι Σκύθες έκαναν σύσκεψη κι αποφάσισαν, μια και οι άλλοι δεν ήρθαν να τους ενισχύσουν σα σύμμαχοι, να μη δώσουν καμιά μάχη κατά μέτωπο, αλλά ν᾽ αποσύρονται αθόρυβα, και το ιππικό τους να υποχωρεί με αργό ρυθμό, και ρίχνοντας χώμα ν᾽ αχρηστεύουν τα πηγάδια που θα συναντούν στο δρόμο τους, και τις πηγές, και να ρημάζουν τη βλάστηση της γης, χωρισμένοι στα δυο· [4.120.2] και με τη μια μοίρα, που βασιλιάς της ήταν ο Σκώπασης, να ενωθούν οι Σαυρομάτες· λοιπόν αυτοί να κάνουν τακτική υποχώρηση, αν ο Πέρσης στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, κατευθείαν προς τον ποταμό Τάναη, ακολουθώντας στην υποχώρησή τους την ακτή της λίμνης Μαιήτιδας· όμως, έτσι και πάρει ν᾽ αποτραβιέται ο Πέρσης, να του επιτεθούν και να τον καταδιώκουν. Λοιπόν αυτή ήταν η μια μοίρα από τη χώρα των βασιλικών Σκυθών, που διατάχτηκε ν᾽ ακολουθήσει το δρόμο που είπαμε. [4.120.3] Οι άλλες δυο μοίρες της βασιλικής χώρας, και η μεγάλη, που αρχηγός της ήταν ο Ιδάνθυρσος, και η τρίτη, που βασιλιάς της ήταν ο Τάξακης, αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο ίδιο μέρος και να ενισχυθούν με το στρατό των Γελωνών και των Βουδίνων, και, κρατώντας απόσταση δρόμου μιας ημέρας από τους Πέρσες, ν᾽ αποτραβιούνται αργά αργά, τηρώντας κατά την υποχώρησή τους τις αποφάσεις που πάρθηκαν. [4.120.4] Λοιπόν πρώτα να υποχωρούν με κατεύθυνση κατευθείαν προς τις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να γίνουν σύμμαχοί τους, για να τους κάνουν κι αυτούς εμπολέμους (μια και με τη θέλησή τους δεν πήραν απάνω τους τον πόλεμο εναντίον των Περσών, να τους κάνουν τώρα εμπολέμους με το στανιό)· ύστερ᾽ απ᾽ αυτό να γυρίσουν στη χώρα τους και ν᾽ αναλάβουν επίθεση, αν τ᾽ αποφασίσουν, ύστερ᾽ από εκτίμηση της κατάστασης. [4.121.1] Οι Σκύθες πήραν αυτές τα αποφάσεις και κίνησαν να συναντήσουν το στρατό του Δαρείου, αφού έστειλαν εμπροσθοφυλακή τους πρώτους και καλύτερους απ᾽ το ιππικό. Και τις άμαξες, μες στις οποίες ζούσαν τα παιδιά τους κι όλες οι γυναίκες τους, τις ξαπόστειλαν από πριν, με εντολή να προχωρούν όλο και πιο βορινά, και μαζί κι όλα τα βοσκήματά τους — κράτησαν μόνο όσα χρειάζονταν για την τροφή τους, τόσα μόνο. [4.122.1] Λοιπόν αυτός ο κόσμος στάλθηκε από πιο πριν μακριά, ενώ η εμπροσθοφυλακή των Σκυθών βρήκε τους Πέρσες να ᾽χουν προχωρήσει δρόμο τριών ημερών από τον Ίστρο· κι από την ώρα που τους βρήκαν, στρατοπέδευαν αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό δρόμο μιας μέρας κι αφάνιζαν ό,τι βλάσταινε από τη γη. [4.122.2] Κι οι Πέρσες, όταν φάνηκε το σκυθικό ιππικό και το είδαν, βάδιζαν εναντίον τους ακολουθώντας τα ίχνη τους — κι εκείνοι ολοένα να υποχωρούν. Κατόπι, καθώς οι Πέρσες στράφηκαν εναντίον της μοίρας που ήταν μόνη, συνέχισαν την καταδίωξη προς τ᾽ ανατολικά και προς τον Τάναη. [4.122.3] Κι όταν εκείνοι διάβηκαν τον ποταμό Τάναη, τον διάβηκαν κι οι Πέρσες στο κατόπι τους και τους καταδίωκαν, ώσπου διέσχισαν τη χώρα των Σαυροματών κι έφτασαν στη χώρα των Βουδίνων. [4.123.1] Όσο καιρό λοιπόν οι Πέρσες διέσχιζαν τη χώρα των Σκυθών και των Σαυροματών, δεν έβρισκαν τίποτε να ρημάξουν, αφού η γη ήταν χέρσα, όταν όμως μπήκαν στη χώρα των Βουδίνων, εκεί λοιπόν βρήκαν στο δρόμο τους το ξύλινο τείχος, που το είχαν εγκαταλείψει οι Βουδίνοι, και, καθώς το τείχος ήταν άδειο εντελώς από υπερασπιστές, του έβαλαν φωτιά. [4.123.2] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συνέχιζαν την καταδίωξη ολοένα και πιο μπροστά ακολουθώντας τα ίχνη των Σκυθών, ώσπου διάβηκαν απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη τη χώρα αυτή κι έφτασαν στην έρημο. Κι η έρημος αυτή είναι εντελώς ακατοίκητη· βρίσκεται πέρα από τη χώρα των Βουδίνων και η έκτασή της είναι δρόμος εφτά ημερών. [4.123.3] Πάνω απ᾽ την έρημο κατοικούν οι Θυσσαγέτες, κι από τη χώρα τους τέσσερες μεγάλοι ποταμοί, που διασχίζουν τη χώρα των Μαιητών, χύνονται στη λίμνη που λέγεται Μαιήτιδα, κι έχουν τα εξής ονόματα: Λύκος, Όαρος, Τάναης, Σύργης. [4.124.1] Έφτασε λοιπόν ο Δαρείος στην έρημο και τότε σταμάτησε την πορεία και στρατοπέδευσε στις όχθες του ποταμού Οάρου. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό άρχισε να χτίζει οχτώ μεγάλα τείχη, αφήνοντας ανάμεσά τους ίση απόσταση, περίπου εξήντα σταδίους, που τα ερείπιά τους σώζονταν ακόμη στην εποχή μου. [4.124.2] Κι ενώ αυτός καταγινόταν μ᾽ αυτά, οι Σκύθες που καταδίωκε, κάνοντας κυκλικό ελιγμό στα βορινότερα, ξαναγυρνούσαν στη Σκυθία. Και καθώς αυτοί είχαν γίνει εντελώς άφαντοι και χάθηκαν απ᾽ τα μάτια του, ο Δαρείος άφησε μισοτελειωμένα εκείνα τα τείχη και κάνοντας μεταβολή πορευόταν προς τα δυτικά, υποθέτοντας πως αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι Σκύθες και πως πήραν να φεύγουν προς τα δυτικά. [4.125.1] Και κάνοντας ταχύτατη προέλαση με το στρατό του έφτασε στη Σκυθία, όπου αμέσως ήρθε σ᾽ επαφή και με τις δύο μοίρες των Σκυθών, κι αφού ήρθε σ᾽ επαφή, καταδίωκε το στρατό τους που υποχωρούσε αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό μιας μέρας δρόμο. [4.125.2] Και καθώς ο Δαρείος δε χαλάρωνε την καταδίωξη, οι Σκύθες, σύμφωνα με το σχέδιό τους, υποχωρώντας μπήκαν στις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να συμμαχήσουν μαζί τους, και πρώτα πρώτα στη χώρα των Μελαγχλαίνων. [4.125.3] Με την εισβολή τους Σκύθες και Πέρσες έκαναν τη χώρα αυτή άνω κάτω και κατόπι, οι Σκύθες μπροστά κι οι Πέρσες πίσω τους, πάτησαν τα μέρη των Ανδροφάγων, κι αφού κι αυτούς τους έκαναν άνω κάτω, συνέχισαν την υποχώρησή τους στη χώρα των Νευρών, τους έκαναν κι αυτούς άνω κάτω κι ύστερα οι Σκύθες συνέχισαν την υποχώρησή τους στους Αγαθύρσους. [4.125.4] Κι οι Αγάθυρσοι, βλέποντας τους γείτονές τους να καταδιώκονται από τους Σκύθες και τις χώρες τους να γίνονται άνω κάτω, πριν να εισβάλουν στη χώρα τους οι Σκύθες, έστειλαν κήρυκες κι απαγόρευαν τους Σκύθες να διαβούν τα σύνορά τους, προειδοποιώντας τους πως, αν δοκιμάσουν να κάνουν εισβολή, θ᾽ αναμετρηθούν πρώτα μ᾽ αυτούς. [4.125.5] Λοιπόν οι Αγάθυρσοι, ύστερ᾽ από αυτή την προειδοποίηση, κατευθύνθηκαν βιαστικά προς τα σύνορά τους, με την απόφαση να φράξουν το δρόμο στους εισβολείς, ενώ οι Μελάγχλαινοι και οι Ανδροφάγοι και οι Νευροί, όταν μπήκαν στη χώρα τους οι Πέρσες ταυτόχρονα με τους Σκύθες, όχι μόνο δεν έδειξαν αντρειοσύνη, αλλά ξέχασαν τις φοβέρες τους και πήραν να φεύγουν ολοένα και πιο βορινά, στην έρημο, πανικόβλητοι. [4.125.6] Οι Σκύθες πάλι, ύστερα από την απαγόρευση, δε συνέχισαν την πορεία τους προς τη χώρα των Αγαθύρσων, αλλά από τη χώρα των Νευρών κατευθύνθηκαν προς τη δική τους, μπρος αυτοί και πίσω τους οι Πέρσες. [4.126.1] Και καθώς αυτό το κυνηγητό άρχισε να παρατραβά και δεν είχε σταματημό, ο Δαρείος έστειλε έναν ιππέα στο βασιλιά των Σκυθών Ιδάνθυρσο και του έλεγε τα εξής: «Άνθρωπε που ᾽χεις το δαίμονα μέσα σου, γιατί ολοένα φεύγεις, ενώ είναι στο χέρι σου να κάνεις το έν᾽ από τούτα τα δύο: δηλαδή, αν πιστεύεις πως είσαι σε θέση ν᾽ αναμετρηθείς με τη στρατιωτική μου δύναμη, τότε μείνε στη θέση σου, σταμάτησε την περιπλάνηση και δώσε μάχη· αν όμως παραδέχεσαι ότι είσαι κατώτερος, και σ᾽ αυτή την περίπτωση επίσης σταμάτησε να τρέχεις και κάνε διαπραγματεύσεις με τον αφέντη σου, δίνοντας γην και ύδωρ». [4.127.1] Η απάντηση του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου σ᾽ αυτά ήταν η εξής: «Νά τί συμβαίνει με μένα, Πέρση· εγώ ώς τώρα μπροστά σε κανέναν άνθρωπο δεν το ᾽βαλα στα πόδια, ούτε τώρα μπροστά σε σένα το βάζω στα πόδια, ούτε κι έκανα ώς τώρα κάτι διαφορετικό απ᾽ ό,τι συνήθιζα να κάνω τον καιρό της ειρήνης. [4.127.2] Για ποιό λόγο δε δίνω μάχη μαζί σου; κι αυτό θα σου το εξηγήσω· εμείς δεν έχουμε ούτε πολιτείες ούτε γη καλλιεργημένη, ώστε ο φόβος μήπως πέσουν στα χέρια των εχθρών ή ρημαχτούν να μας κάνει να ᾽ρθούμε στα χέρια και να δώσουμε μάχη με σας· αν όμως νιώθετε την ανάγκη οπωσδήποτε να φτάσουμε εκεί το γρηγορότερο, νά, συμβαίνει να υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μας. [4.127.3] Εμπρός λοιπόν, βρείτε τους τάφους αυτούς και κάντε πως τους καταπατάτε, και τότε θα μάθετε αν θα δώσουμε μάχη εναντίον σας για τους τάφους ή δε θα δώσουμε. Πριν όμως απ᾽ αυτό, εκτός αν έχουμε κάποιο λόγο για να τ᾽ αποφασίσουμε, δε θα ᾽ρθούμε στα χέρια μαζί σου. [4.127.4] Λοιπόν, όσο για τη μάχη αρκούν αυτά, κι όσο για αφέντες μου, εγώ αναγνωρίζω μονάχα τον Δία τον προπάτορά μου και την Εστία τη βασίλισσα των Σκυθών. Τέλος, αντί να σου δωρίσω γην και ύδωρ, θα σου δώσω δώρα τέτοια που σου αξίζουν· είπες ακόμα πως είσαι αφέντης μου· σ᾽ αυτό η απάντησή μου είναι: άι στα κομμάτια!» [4.128.1] Λοιπόν ο κήρυκας πήρε βιαστικά το δρόμο του για να δώσει αυτό το μήνυμα στον Δαρείο, κι οι βασιλιάδες των Σκυθών με το ν᾽ ακούσουν τη λέξη δουλεία έγιναν πυρ και μανία. [4.128.2] Και στέλνουν τη μοίρα του στρατού τους που συμπαρατάχτηκε με τους Σαυρομάτες, με αρχηγό τον Σκώπαση, με την εντολή να έρθει σε συνεννόηση με τους Ίωνες που φρουρούσαν τη γέφυρα του Ίστρου· για το στρατό που έμεινε πίσω, αποφάσισαν να σταματήσει να περιπλανά τους Πέρσες και να κάνει εφόδους εναντίον τους την ώρα που έβγαιναν για ζωοτροφές. Λοιπόν παραμόνευαν πότε οι στρατιώτες του Δαρείου έβγαιναν για ζωοτροφές κι ενεργούσαν σύμφωνα με το σχέδιό τους. [4.128.3] Στις μάχες ιππικού με ιππικό πάντοτε οι Σκύθες τούς έτρεπαν σε φυγή, αλλά οι ιππείς των Περσών στη φευγάλα τους έτρεχαν να καλυφθούν από το πεζικό, και το πεζικό τούς βοηθούσε· κι οι Σκύθες, αφού στρίμωχναν το ιππικό του εχθρού πάνω στο πεζικό του, γυρνούσαν πίσω, γιατί φοβόντουσαν το πεζικό. Παρόμοιες εφόδους έκαναν οι Σκύθες και τη νύχτα. [4.129.1] Τώρα θα πω το πιο παράξενο σ᾽ όλη αυτή την ιστορία: σύμμαχοι στους Πέρσες και εμπόδιο στους Σκύθες που έκαναν εφόδους στο στρατόπεδο του Δαρείου ήταν οι φωνές των γαϊδουριών και η όψη των μουλαριών. [4.129.2] Γιατί η Σκυθία δεν τρέφει ούτε γαϊδούρια ούτε μουλάρια, όπως έχω αναφέρει παραπάνω, κι ούτε βρίσκεις σ᾽ ολόκληρη τη χώρα των Σκυθών έστω κι ένα γάιδαρο ή ένα μουλάρι, εξαιτίας του κρύου. Λοιπόν, με τ᾽ ανοικονόμητα γκαρίσματά τους τα γαϊδούρια έφερναν αναστάτωση στο ιππικό των Σκυθών, [4.129.3] και πολλές φορές, την ώρα που έκαναν επέλαση εναντίον των Περσών, νά που, με το που άκουαν τη φωνή των γαϊδουριών, τ᾽ άλογά τους έκαναν πίσω τρομαγμένα, και στέκονταν απορημένα με ορθωμένα τ᾽ αυτιά — κι ο λόγος ήταν που δεν είχαν ακούσει προηγουμένως τέτοια φωνή κι ούτε είδαν τέτοια ζώα. Για τους Πέρσες αυτό ήταν μια ανάσα σ᾽ αυτό τον πόλεμο. [4.130.1] Κι οι Σκύθες, όποτε έβλεπαν τους Πέρσες να τα ᾽χουν χαμένα, για να τους κάνουν να μείνουν περισσότερο καιρό στη Σκυθία, και μένοντας εκεί να τυραννιένται καθώς τους έλειπαν όλα τα πάντα, έκαναν το εξής: άφηναν πίσω μερικά απ᾽ τα κοπάδια τους με τους τσοπάνηδες και, καθώς οι ίδιοι τους αποτραβιούνταν σε άλλο τόπο, οι Πέρσες κάνοντας επιδρομές έπαιρναν τα πρόβατα και παίρνοντάς τα καμάρωναν για το κατόρθωμά τους. [4.131.1] Το ίδιο περίπου πράμα επαναλήφθηκε πολλές φορές, έτσι που στο τέλος τον Δαρείο τον έζωσαν οι δυσκολίες κι οι βασιλιάδες των Σκυθών μαθαίνοντας αυτό έστειλαν κήρυκα με δώρα στον Δαρείο, ένα πουλί κι ένα ποντίκι κι έναν βάτραχο και πέντε βέλη. [4.131.2] Κι οι Πέρσες ρωτούσαν αυτόν που έφερε τα δώρα τί σημαίνουν αυτά που δόθηκαν· κι αυτός αποκρίθηκε πως μονάχα μια εντολή είχε πάρει, να τα δώσει και στη στιγμή να φύγει, και προκαλούσε τους Πέρσες από μόνοι τους, αν είναι σοφοί, να καταλάβουν τί θέλουν να πουν αυτά δώρα. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση οι Πέρσες έκαναν σύσκεψη. [4.132.1] Λοιπόν η γνώμη του Δαρείου ήταν ότι οι Σκύθες τού παραδίνονταν και του έδιναν γην και ύδωρ, εξηγώντας έτσι τη συμβολική σημασία τους: πως το ποντίκι ζει στη γη και τρώει τα ίδια γεννήματα με τον άνθρωπο, κι ο βάτραχος στο νερό, ενώ το πουλί μοιάζει πάρα πολύ με το άλογο, κι όσο για τα βέλη, πως οι Σκύθες τού παραδίνουν την πολεμική δύναμή τους. [4.132.2] Αυτή λοιπόν τη γνώμη διατύπωσε ο Δαρείος, όμως μ᾽ αυτήν ήρθε να συγκρουστεί η γνώμη του Γωβρύα, ενός από τους εφτά άντρες που εκθρόνισαν τον μάγο, που εξήγησε έτσι τη συμβολική σημασία των δώρων: [4.132.3] «Πέρσες, αν δε γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή δε γίνετε ποντίκια να τρυπώσετε κάτω από τη γη ή δε γίνετε βάτραχοι να βρεθείτε μ᾽ ένα πήδημα στις λίμνες, δε θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας· το χτύπημα θα σας έρθει απ᾽ αυτά τα βέλη». [4.133.1] Οι Πέρσες λοιπόν έτσι ερμήνευαν τα δώρα, ενώ η μια μοίρα του στρατού των Σκυθών, αυτή που αρχικά πήρε την εντολή να φρουρεί τη γειτονική με τη Μαιήτιδα λίμνη περιοχή, και, τότε, να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Ίωνες στον Ίστρο, φτάνοντας στη γέφυρα έλεγαν τα εξής: [4.133.2] «Άνδρες Ίωνες, ήρθαμε προσφέροντάς σας την ελευθερία, αν βέβαια δεχτείτε να μας ακούσετε. Γιατί μάθαμε πως ο Δαρείος σάς έδωσε εντολή εξήντα μέρες όλο κι όλο να φρουρήσετε τη γέφυρα, κι αν μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα δεν παρουσιαστεί, να σηκωθείτε να φύγετε· [4.133.3] τώρα λοιπόν ούτε εκείνος θα μπορεί να σας κατηγορήσει ούτε εμείς, αν κάνετε τα εξής: μείνετε στη θέση σας όσες μέρες σάς έχει ορίσει, κι αποκεί και πέρα σηκωθείτε να φύγετε». Οι Ίωνες δέχτηκαν τις προτάσεις τους κι ετούτοι με βιασύνη μεγάλη γύρισαν πίσω. [4.134.1] Κι οι Σκύθες που έμειναν πίσω, ύστερ᾽ από την αποστολή των δώρων στον Δαρείο, αντιπαρατάχτηκαν με το πεζικό και το ιππικό τους στους Πέρσες, για να δώσουν μάχη· κι είχαν μπει σε τάξη μάχης, όταν νά ένας λαγός να τρέχει ανάμεσα στους δυο στρατούς κι οι Σκύθες, ο ένας ύστερ᾽ απ᾽ τον άλλο, να κυνηγάνε το λαγό, καθώς περνούσε από μπροστά τους. Και καθώς οι Σκύθες χάλασαν τις γραμμές τους κι έβγαζαν φωνές μεγάλες, ρώτησε ο Δαρείος για την οχλοβοή των εχθρών, κι όταν του είπαν πως ετούτοι κυνηγούν το λαγό, είπε λοιπόν σ᾽ αυτούς που συνήθιζε να τους λέει και τ᾽ άλλα: [4.134.2] «Οι άνθρωποι αυτοί μας έχουν μεγάλη καταφρόνια και μου φαίνεται τώρα πως ο Γωβρύας είχε δίκιο σ᾽ όσα είπε για τα δώρα. Λοιπόν, καθότι κι εγώ πια πιστεύω πως αυτή είναι η σημασία τους, αυτό που μας χρειάζεται είναι να σκεφτούμε καλά πώς θα επιστρέψουμε σώοι και ασφαλείς». Σ᾽ αυτά ο Γωβρύας είπε: «Βασιλιά μου, εγώ βέβαια κι απ᾽ ό,τι άκουα γνώριζα σχεδόν πόσο δύσκολο είναι να τα βάλει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά το έμαθα καλύτερα τώρα που ήρθα εδώ, βλέποντάς τους να μας περιπαίζουν. [4.134.3] Η γνώμη μου λοιπόν τώρα είναι, μόλις πέσει η νύχτα, ν᾽ ανάψουμε αμέσως τις φωτιές, όπως και τις άλλες νύχτες συνηθίσαμε να κάνουμε, κι ύστερα να ξεγελάσουμε τους στρατιώτες που έχουν τη μικρότερη αντοχή στις ταλαιπωρίες, να δέσουμε γερά όλα τα γαϊδούρια και να σηκωθούμε να φύγουμε, προτού οι Σκύθες προελάσουν κατευθείαν στον Ίστρο για να διαλύσουν τη γέφυρα ή περάσει κάπως απ᾽ το μυαλό των Ιώνων πως θα μπορέσουν να μας αποτελειώσουν». [4.135.1] Ο Γωβρύας λοιπόν αυτές τις συμβουλές έδινε, κι ο Δαρείος, αργότερα, σαν έπεσε η νύχτα, έβαλε σ᾽ εφαρμογή αυτό το σχέδιο· τους εξαντλημένους στρατιώτες, και που κι αν χάνονταν μικρή η ζημιά, τους άφησε εκεί στο στρατόπεδο, και μαζί, δεμένα γερά, κι όλα τα γαϊδούρια· [4.135.2] και νά για ποιό λόγο άφησε πίσω και τα γαϊδούρια και τους ανήμπορους στρατιώτες· τα γαϊδούρια, για να ξεκουφαίνουν με τις φωνές τους, κι όσο για τους ανθρώπους, ο πραγματικός λόγος που τους άφησε ήταν βέβαια η ανημποριά τους, όμως φανερά προφασίστηκε το εξής, πως τάχα ο ίδιος ο Δαρείος όπου να ᾽ναι θα κάνει επίθεση εναντίον των Σκυθών με τους ακμαίους στρατιώτες, κι αυτοί, όσο κρατούσε η μάχη, θα φρουρούσαν το στρατόπεδο. [4.135.3] Αυτές τις εντολές έδωσε ο Δαρείος σ᾽ όσους έμειναν πίσω κι ύστερα άναψε τις φωτιές και κίνησε με τη μεγαλύτερη βιασύνη προς τον Ίστρο. Και τα γαϊδούρια, καθώς το στρατόπεδο ερημώθηκε, έβγαλαν πολύ δυνατότερες φωνές κι οι Σκύθες ακούοντας τις φωνές των γαϊδουριών υπόθεσαν πως οπωσδήποτε οι Πέρσες έμεναν στη θέση τους. [4.136.1] Ξημέρωνε η μέρα κι εκείνοι που έμειναν στο στρατόπεδο κατάλαβαν πως ο Δαρείος τούς είχε αφήσει στο έλεος του εχθρού· απλώνοντας λοιπόν τα χέρια προς τους Σκύθες τούς έλεγαν τα καθέκαστα· κι αυτοί, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, για πότε κιόλας ενώθηκαν σ᾽ ένα στρατιωτικό σώμα όλοι τους, οι δυο μοίρες των Σκυθών και η τρίτη τους που ήταν μαζί με τους Σαυρομάτες, και οι Βουδίνοι και οι Γελωνοί, και πήραν να καταδιώκουν τους Πέρσες με κατεύθυνση προς τον Ίστρο. [4.136.2] Λοιπόν, ο περσικός στρατός ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος πεζοί και δεν ήξερε τους δρόμους (αφού μάλιστα δεν υπήρχαν δρόμοι στρωμένοι), ενώ ο σκυθικός ήταν ιππικό και ήξερε ποιοί δρόμοι ήταν συντομότεροι· έτσι έχασε ο ένας τα ίχνη του άλλου κι οι Σκύθες έφτασαν στη γέφυρα αφήνοντας πολύ πίσω τους Πέρσες. [4.136.3] Είδαν πως οι Πέρσες δεν είχαν φτάσει ακόμα κι έλεγαν στους Ίωνες που ήταν μες στα καράβια τους: «Άνδρες Ίωνες, πάνε, τελειώσανε οι μέρες οι μετρημένες, κι εσείς, με το που μένετε ακόμα εδώ, πατάτε τις συμφωνίες μας. [4.136.4] Αλλά, αφού ο φόβος ήταν που σας κρατούσε ώς τώρα, διαλύστε τώρα αμέσως το πέραμα και γυρίστε στον τόπο σας να χαίρεστε τη λευτεριά σας, ευγνωμονώντας τους θεούς και τους Σκύθες· κι όσο για κείνον που προηγουμένως σας δυνάστευε, θα του κάνουμε τέτοια περιποίηση, ώστε αποδώ και πέρα να μην εκστρατεύσει εναντίον κανενός». [4.137.1] Γι᾽ αυτές τις προτάσεις οι Ίωνες έκαναν σύσκεψη. Λοιπόν ο Μιλτιάδης ο Αθηναίος, που ήταν στρατηγός και τύραννος των Χερσονησιτών που κατοικούσαν στον Ελλήσποντο, πρότεινε ν᾽ ακούσουν τους Σκύθες και να ελευθερώσουν την Ιωνία, [4.137.2] όμως ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος έκανε αντίθετη πρόταση κι έλεγε πως στον Δαρείο το χρωστούσαν όλοι τους το τυραννικό αξίωμα που είχαν στις πόλεις τους, αλλά, αν καταλυθεί η δύναμη του Δαρείου, ούτε ο ίδιος του θα μπορεί να εξουσιάζει τη Μίλητο ούτε άλλος κανείς άλλη πόλη· γιατί η κάθε πόλη θα προτιμήσει να ᾽χει δημοκρατία παρά τύραννο. [4.137.3] Κι όταν ο Ιστιαίος διατύπωσε αυτή την πρόταση, όλοι αμέσως γύρισαν και δέχτηκαν αυτή τη γνώμη, ενώ προηγουμένως υποστήριζαν την πρόταση του Μιλτιάδη. [4.138.1] Νά ποιοί ήταν αυτοί που με την ψήφο τους έγινε δεκτή η αντίθετη πρόταση κι ο βασιλιάς τούς είχε σε εκτίμηση: οι τύραννοι των πόλεων του Ελλησπόντου, ο Δάφνης της Αβύδου κι ο Ίπποκλος της Λαμψάκου κι ο Ηρόφαντος του Παρίου κι ο Μητρόδωρος της Προκοννήσου κι ο Αρισταγόρας της Κυζίκου κι ο Αρίστων του Βυζαντίου· [4.138.2] αυτοί λοιπόν ήταν από τον Ελλήσποντο, κι απ᾽ την Ιωνία ο Στράττης της Χίου κι ο Αιάκης της Σάμου κι ο Λαοδάμας από τη Φώκαια κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος, αυτός που έκανε την αντίθετη πρόταση από τον Μιλτιάδη. Από την Αιολία αξιόλογος ήταν εκεί μονάχα ο Αρισταγόρας της Κύμης. [4.139.1] Αυτοί λοιπόν προτίμησαν την πρόταση του Ιστιαίου κι αποφάσισαν να τη συμπληρώσουν με τ᾽ ακόλουθα έργα και λόγια: απ᾽ τη μια να διαλύουν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς τη μεριά της Σκυθίας σε απόσταση που καλύπτει βολή τόξου, έτσι που και να δίνουν την εντύπωση πως κάτι κάνουν, την ώρα που δεν έκαναν τίποτε, και οι Σκύθες να μη δοκιμάσουν να διαβούν με τη βία από τη γέφυρα στην απέναντι όχθη· κι από την άλλη να πουν, καθώς θα διέλυαν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς το μέρος της Σκυθίας, πως θα έκαναν όλα όσα άρεζαν στους Σκύθες. [4.139.2] Συμπλήρωσαν λοιπόν την πρότασή τους μ᾽ αυτό κι ύστερα βγήκε κι απάντησε για λογαριασμό όλων ο Ιστιαίος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Άνδρες Σκύθες, ήρθατε φέρνοντας καλές ειδήσεις, κι η βιασύνη σας έρχεται στην ώρα της. Κι από τη μεριά σας ακολουθάτε το σωστό δρόμο κι από τη δική μας σας προσφέρουμε τις κατάλληλες υπηρεσίες. Γιατί, όπως βλέπετε, και το πέραμα το διαλύουμε και θα κάνουμε με ζήλο τα πάντα, στην επιθυμία μας να κερδίσουμε την ελευθερία μας. [4.139.3] Λοιπόν, όσο εμείς θα διαλύουμε τη γέφυρα, δικό σας έργο είναι να ψάξετε να βρείτε εκείνους, κι όταν τους βρείτε, να πάρετε την εκδίκηση που τους αξίζει, και για μας και για σας τους ίδιους». [4.140.1] Οι Σκύθες λοιπόν πίστεψαν για δεύτερη φορά πως οι Ίωνες τους λένε την αλήθεια και γύρισαν πίσω ν᾽ αναζητήσουν τους Πέρσες, αλλά έπεσαν πέρα για πέρα έξω στον υπολογισμό τους για το δρόμο επιστροφής που πήραν εκείνοι. Και γι᾽ αυτό, το φταίξιμο πέφτει στους ίδιους τους Σκύθες, που ρήμαξαν τα βοσκοτόπια των αλόγων και γέμισαν με χώμα τις πηγές αυτής της περιοχής. [4.140.2] Γιατί, αν δεν είχαν κάνει αυτά, θα ᾽ταν του χεριού τους, αν θέλανε, ν᾽ ανακαλύψουν εύκολα τους Πέρσες· νά που όμως τώρα, εκείνα τα σχέδιά τους που τότε τους φάνηκαν υπέροχα, αυτά τα ίδια στάθηκαν αιτία να πέσουν έξω. [4.140.3] Λοιπόν, ενώ οι Σκύθες, περνώντας από τα μέρη της χώρας τους όπου βρισκόταν χλόη για τ᾽ άλογά τους και νερό, απ᾽ εκεί περνώντας έψαχναν να βρουν τους εχθρούς, με την ιδέα πως κι εκείνοι από τέτοιους τόπους θα επιχειρήσουν να γλιτώσουν, οι Πέρσες πορεύονταν ακολουθώντας πιστά το δρόμο που πάτησαν οι ίδιοι τους την πρώτη φορά, κι έτσι, δύσκολα βέβαια, βρήκαν το πέραμα. [4.140.4] Και καθώς έφτασαν νύχτα και βρήκαν τη γέφυρα διαλυμένη, τους έπιασε ανείπωτη τρομάρα μήπως οι Ίωνες έφυγαν αφήνοντάς τους στην τύχη τους. [4.141.1] Στην ακολουθία του Δαρείου ήταν κι ένας Αιγύπτιος, ο άνθρωπος με τη δυνατότερη φωνή στον κόσμο· αυτόν τον άντρα διέταξε ο Δαρείος να σταθεί στην άκρη του Ίστρου και να φωνάζει τον Ιστιαίο τον Μιλήσιο. Κι αυτός εκτελούσε τη διαταγή κι ο Ιστιαίος, ακούοντας το κάλεσμα —δε χρειάστηκε να φωνάξει δεύτερη φορά ο κήρυκας— διέθεσε όλα τα καράβια για να περνάν το στρατό στην άλλη όχθη και ξανάκανε τη γέφυρα. [4.142.1] Λοιπόν οι Πέρσες μ᾽ αυτό τον τρόπο ξέφυγαν απ᾽ τα χέρια των εχθρών κι οι Σκύθες για δεύτερη φορά αστόχησαν στην καταδίωξη των Περσών. Και για τους Ίωνες έκαναν διπλή κρίση: αν τους κατατάξει κανείς στους ελεύθερους, είναι οι πιο δειλοί κι οι πιο άναντροι του κόσμου, κι αν τους κατατάξει στους δούλους, δε βρίσκονται στον κόσμο ανδράποδα που να φιλούν έτσι τα πόδια του αφέντη τους και πιο ανίκανα ν᾽ αποδράσουν. Αυτά σέρνουν στους Ίωνες οι Σκύθες. |