Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (15.256-15.324)


Τοῦ μὲν ἄρ᾽ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾽ ὄνομ᾽ ἦεν,
ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο· τὸν δ᾽ ἐκίχανε
σπένδοντ᾽ εὐχόμενόν τε θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
260 «ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ,
λίσσομ᾽ ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, αὐτὰρ ἔπειτα
σῆς τ᾽ αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων, οἵ τοι ἕπονται,
εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ᾽ ἐπικεύσῃς·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
265Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς,
εἴ ποτ᾽ ἔην· νῦν δ᾽ ἤδη ἀπέφθιτο λυγρῷ ὀλέθρῳ.
τοὔνεκα νῦν ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα μέλαιναν
270 ἦλθον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, ἄνδρα κατακτὰς
ἔμφυλον· πολλοὶ δὲ κασίγνητοί τε ἔται τε
Ἄργος ἀν᾽ ἱππόβοτον, μέγα δὲ κρατέουσιν Ἀχαιῶν.
275 τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν
φεύγω, ἐπεί νύ μοι αἶσα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι.
ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα,
μή με κατακτείνωσι· διωκέμεναι γὰρ ὀΐω.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
280 «οὐ μὲν δή σ᾽ ἐθέλοντά γ᾽ ἀπώσω νηὸς ἐΐσης,
ἀλλ᾽ ἕπευ· αὐτὰρ κεῖθι φιλήσεαι, οἷά κ᾽ ἔχωμεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ᾽ ἐπ᾽ ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης·
ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο.
285 ἐν πρύμνῃ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ
εἷσε Θεοκλύμενον· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ἐσσυμένως ἐπίθοντο.
ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
290 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι.
τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
λάβρον ἐπαιγίζοντα δι᾽ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα
νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
295 βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ,
ἠδὲ παρ᾽ Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἔνθεν δ᾽ αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε θοῇσιν,
300 ὁρμαίνων ἤ κεν θάνατον φύγοι ἦ κεν ἁλώῃ.
Τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς
δορπείτην· παρὰ δέ σφιν ἐδόρπεον ἀνέρες ἄλλοι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς δ᾽ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
305 ἤ μιν ἔτ᾽ ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε κελεύοι
αὐτοῦ ἐνὶ σταθμῷ ἦ ὀτρύνειε πόλινδε·
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε, καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι·
ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι
πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρους.
310 ἀλλά μοι εὖ θ᾽ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾽ ἡγεμόν᾽ ἐσθλὸν ὄπασσον,
ὅς κέ με κεῖσ᾽ ἀγάγῃ· κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ
πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
καί κ᾽ ἐλθὼν πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο
ἀγγελίην εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ,
315 καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην,
εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾽ ἔχοντες.
αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾽ ἐθέλοιεν.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων
320 ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει,
δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος,
πῦρ τ᾽ εὖ νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι,
δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι,
οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες.»


Δικός του γιος λοιπόν, λεγόταν Θεοκλύμενος,
αυτός που φάνηκε και στάθηκε στο πλάι του Τηλεμάχου —
τον πέτυχε την ώρα της σπονδής, της προσευχής, πολύ κοντά
στο μελανό και γρήγορο καράβι.
Τότε τον φώναξε, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
260«Φίλε, αφού σε πέτυχα στην ώρα και στον τόπο της θυσίας,
σ᾽ αυτή την προσφορά σου πρώτα σ᾽ εξορκίζω και στη θεότητα που δέεσαι,
μετά στη σωτηρία σου και των συντρόφων που έρχονται μαζί σου.
Δώσε στο ερώτημά μου αληθινή απόκριση και μη μου κρύψεις τίποτε:
ποιος είσαι και από πού; ποια είναι η πόλη σου και ποιοι οι γονείς σου;»
Ευθύς ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, να ξέρεις, θα σου φανερώσω όλη την αλήθεια·
απ᾽ την Ιθάκη έρχεται η γενιά μου, πατέρας μου ο Οδυσσέας —
αν ήταν κάποτε, γιατί αφανισμένος άθλια επήγε του χαμού.
Γι᾽ αυτό κι εγώ σήκωσα τους συντρόφους και με το μελανό καράβι
270γυρνώ να μάθω για την τύχη του πατέρα μου που τόσα χρόνια λείπει.»
Θεόμορφος ο Θεοκλύμενος μίλησε πάλι κι είπε:
«Όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ άφησα την πατρίδα μου· έχω σκοτώσει
κάποιον της φυλής μου· πολλά τ᾽ αδέλφια του κι οι συγγενείς του
στο ιππότροφο Άργος, μεγάλη η δύναμή τους και στους Αχαιούς.
Για ν᾽ αποφύγω εγώ τον φόνο τους, τη μαύρη μοίρα μου,
πήρα τον δρόμο της φυγής — είναι γραφτό μου
να παραδέρνω πια στα ξένα και με ξένους.
Αλλά παρακαλώ σε, άφησε στο καράβι σου ν᾽ ανέβω, ένας εξόριστος εγώ
ικέτης. Μη με σκοτώσουν, γιατί πιστεύω πως με κυνηγούν.»
Κι ο συνετός Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
280«Αφού το θες, δεν θα σε διώξω απ᾽ το ισόρροπο καράβι μου.
Έλα λοιπόν μαζί· θα φιλευτείς εκεί μ᾽ ό,τι μας βρίσκεται.»
Μιλώντας, του πήρε το χάλκινο κοντάρι και το πλαγιάζει
επάνω στο κατάστρωμα του αμφίκυρτου πλεούμενου.
Μετά ανέβηκε κι αυτός στο ποντοπόρο πλοίο, στην πρύμη
κάθησε κι έβαλε πλάι του τον Θεοκλύμενο.
Έλυσαν τότε τις πρυμάτσες, κι έδωσε εντολή ο Τηλέμαχος
να πιάσουν τ᾽ άρμενα οι σύντροφοί του. Εκείνοι υπάκουσαν,
και με σπουδή σηκώνουν το ελάτινο κατάρτι, το στήνουν
290στο τρύπιο μεσοδόκι και το ᾽δεσαν στην πλώρη με σχοινιά·
ύψωσαν, τέλος, τα λευκά πανιά με τα καλοστριμμένα
από βοδίσιο δέρμα καραβόσχοινα.
Οπότε η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, τους έστειλε
τον ούριο άνεμο, που λάβρος εφορμούσε από τα αιθέρια ύψη,
για να μπορεί πετώντας το καράβι ν᾽ ανοίγει δρόμο
στο αλμυρό θαλάσσιο κύμα —
έτσι προσπέρασαν και τους Κρουνούς και την καλλίρροη Χαλκίδα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν γοργά κινούμενο το πλοίο από τον ούριο άνεμο του Δία,
έπιασε Φεία, παρακάμπτοντας τη θεία Ήλιδα,
όπου κρατούν οι Επειοί.
Έβαλε τότε πλώρη για τα Αγκαθονήσια βαριά συλλογισμένος
ο Τηλέμαχος, αν απ᾽ τον θάνατο θα γλίτωνε
300ή θα τον έπιανε ο θάνατος στα βρόχια του.
Την ίδια ώρα δειπνούσαν στο καλύβι ο Οδυσσέας
κι ο θείος χοιροβοσκός — μαζί τους έτρωγαν κι οι άλλοι παραγιοί.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
ο Οδυσσέας γύρισε τα λόγια του, να δοκιμάσει θέλοντας τον αγαθό χοιροβοσκό,
αν θα τον φίλευε ακόμη πρόθυμα, αν θα τον πίεζε να μείνει κι άλλο
μέσα στη μάντρα, ή θα τον έσπρωχνε να πάει στην πόλη:
«Ακούστε τώρα, Εύμαιε κι όλοι οι άλλοι σύντροφοι·
θέλω και λέω αύριο, μόλις θα ξημερώσει, να φύγω και να κατεβώ στην πόλη,
θα ζητιανέψω· να μη γίνομαι βάρος σ᾽ εσένα και στη συντροφιά σου.
310Μόνο ζητώ μια συμβουλή καλή, και δώσε μου ένα συνοδό
που θα μπορούσε εκεί να με οδηγήσει. Όσο για μένα, που είμαι ζορισμένος,
θα περιπλανηθώ μετά κάτω στην πόλη, μήπως και κάποιος
μου προσφέρει, μ᾽ ένα καυκί κρασί, λίγο ψωμί.
Θα πήγαινα και στο παλάτι ακόμη του θεϊκού Οδυσσέα,
μήνυμα για να φέρω στη συλλογισμένη Πηνελόπη·
μπορεί να τρύπωνα ανάμεσα και στους περήφανους μνηστήρες,
μήπως μου δώσουν μια μερίδα φαγητό
από τα πάμπολλά τους γεύματα που γεύονται —
βέβαια θα τους δούλευα καλά, κάνοντας όλα τα θελήματά τους.
Έχω και κάτι άλλο να σου πω, άκουσε τώρα και στοχάσου.
Υπό την εύνοια του περατάρη Ερμή, θεού
320που σ᾽ όλων των ανθρώπων τις δουλειές χαρά χαρίζει και τιμή,
άλλος κανείς θνητός δεν θα μπορούσε στη δούλεψη να παραβγεί μαζί μου·
ξέρω φωτιά να στήσω, ξύλα ξερά να σχίσω,
να κόψω και να ψήσω κρέας, να τους κεράσω το κρασί —
όλα όσα κάνουν οι κατώτεροι υπηρετώντας ανωτέρους.»