Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
190κι έζεψαν πάλι τ᾽ άλογά τους, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
πέρασαν την αυλόθυρα κι άφησαν πίσω την πολύβοη στοά.
Τότε μαστίγωσε ο Τηλέμαχος, να τρέξουν τ᾽ άλογα, κι αυτά πετούσαν
ολοπρόθυμα, ώσπου να φτάσουν πια στην Πύλο, στο ψηλό της κάστρο.
Αλλά την ώρα εκείνη μίλησε ο Τηλέμαχος στον γιο του Νέστορα:
«Πεισίστρατε, αν θα μπορούσες να μου δώσεις μιαν υπόσχεση,
να κάνεις ό,τι σου ζητήσω. Καυχιόμαστε πως είμαστε
δυο φίλοι από παλιά, μας δένει κι η φιλία των πατέρων μας,
αφήνω που βρεθήκαμε και συνομήλικοι· κι αυτός ο δρόμος ο κοινός
σίγουρα θα στεριώσει κι άλλο την ομοφροσύνη μας.
Γι᾽ αυτό, ευγενικέ μου, μην προσπεράσεις τώρα το καράβι,
παράτησέ με εμένα εδώ· μήπως ο γέροντας πατέρας σου
200θελήσει, παρά τη θέλησή μου, να με κρατήσει στο παλάτι,
για να μου δείξει τη φιλόξενη στοργή του. Ανάγκη ωστόσο εγώ,
όσο πιο γρήγορα μπορώ, στον τόπο μου να φτάσω.»
Έτσι του μίλησε, κι ο Νεστορίδης πήρε να το σκέφτεται,
μια τέτοια υπόσχεση καταπώς πρέπει να την εκτελέσει.
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι ωφελιμότερο·
έστρεψε πρώτα τ᾽ άλογα στο γρήγορο καράβι κατά το περιγιάλι·
ακούμπησε μετά στης πρύμνης την κουβέρτα τα ωραία δώρα,
χρυσαφικά και ρούχα, όσα του χάρισε ο Μενέλαος·
τέλος τον παρακίνησε να φύγει με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εμπρός λοιπόν, ανέβα τώρα αμέσως- πες ν᾽ ανεβούν στο πλοίο
κι οι σύντροφοι όλοι, προτού γυρίσω εγώ στο σπίτι μου
210και πω στον γέροντά μου τα καθέκαστα.
Γιατί καλά το ξέρω, φρένα και νους το αισθάνονται,
πόσο παράφορη είναι η ψυχή του — όχι, δεν θα σ᾽ αφήσει.
Εδώ θα κατεβεί από μόνος του να σε καλέσει, και δεν τον βλέπω
άπρακτος να φεύγει· θα βράζει ο θυμός του με το φέρσιμό σου.»
Μίλησε, και μαστίγωσε να τρέξουν τα καλότριχα άλογα,
τραβώντας για την πόλη των Πυλίων, όπου και φτάνει στο παλάτι γρήγορα.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έδινε εντολές προς τους συντρόφους:
«Τα σύνεργα στη θέση τους, πιστοί μου σύντροφοι, μέσα στο μελανό καράβι,
κι εμείς απάνω, έτοιμοι πια να ανοίξουμε τον δρόμο μας.»
220Έτσι τους μίλησε, αυτοί τον άκουσαν κι υπάκουσαν,
κι αμέσως μπήκαν στο καράβι και καθίζουν στα ζυγά.
Όσο ο Τηλέμαχος εφρόντιζε να γίνουν τα απαραίτητα και προσευχόταν
στην Αθηνά με προσφορές, στημένος στο κατάστρωμα της πρύμνης,
ήλθε κοντά του κάποιος ξένος, εξόριστος από το Άργος,
έχοντας διαπράξει φόνο — ήτανε μάντης
και το γένος του κρατούσε απ᾽ τον Μελάμποδα και τη γενιά του.
Παλιά ο Μελάμπους ζούσε καλά στην Πύλο, την προβατομάνα,
πλούσιος πολύ, ξεχώριζε ανάμεσά τους με το λαμπρό του αρχοντικό.
Αλλά μια μέρα ξενιτεύτηκε, άφησε πίσω του πατρίδα
και τον περήφανο Νηλέα, από τους ζώντες τον επιφανέστερο.
230Αυτός για ένα χρόνο ολόκληρο του κατακράτησε με το στανιό
τα τόσα πλούτη του, όσο εκείνος βρέθηκε στο σπίτι του Φυλάκου
φυλακισμένος, καδενωμένος μ᾽ αλυσίδες φοβερές, να βασανίζεται
φριχτά. Κι ο λόγος ήταν η κόρη του Νηλέα, η ερωτική του τύφλα
που η Ερινύα σάλεψε τα φρένα του, θεά που κατακέφαλα χτυπά.
Και μολοντούτο ξέφυγε τη μαύρη μοίρα κι απ᾽ τη Φυλάκη
πίσω οδήγησε στην Πύλο βόδια που μουκανίζουν· επήρε έτσι
εκδίκηση για το άπρεπο έργο απ᾽ τον ισόθεο Νηλέα, κι έφερε ακόμη
σπίτι του την κόρη, την έδωσε ταίρι του αδελφού του.
Ο ίδιος όμως πάλι μίσεψε φτάνοντας τώρα στο ιππότροφο Άργος —
240ήταν γραφτό του εκεί να μείνει εξουσιάζοντας πολλούς Αργείους.
Εκεί παντρεύτηκε και στήνοντας ψηλόροφο παλάτι
γεννά τον Αντιφάτη και τον Μάντιο, δυο ρωμαλέους γιους.
Ο Αντιφάτης γέννησε τον μεγαλόκαρδο Οϊκλή, ο Οϊκλής
τον Αμφιάραο, που σήκωνε ξωπίσω του στρατό.
Αυτόν ο αιγίοχος Δίας τον είχε στην καρδιά του, τον αγάπησε·
τον αγαπούσε κι ο Απόλλωνας — κάθε λογής αγάπη.
Δεν πρόλαβε όμως να διαβεί των γηρατειών του το κατώφλι·
πήγε και χάθηκε στη Θήβα, από τα γυναικεία εκείνα δώρα —
στο μεταξύ γεννήθηκαν δικοί του γιοι ο Αμφίλοχος κι ο Αλκμάων.
Ο Μάντιος πάλι γέννησε τον Πολυφείδη και τον Κλείτο.
250Αλλά τον Κλείτο, για τα κάλλη του, τον άρπαξε η χρυσόθρονη Αυγή,
για να τον κάνει σύνοικο των αθανάτων. Όσο για τον γενναίο Πολυφείδη,
ο Απόλλων τον ανέδειξε άριστο μάντη των βροτών,
μετά τον θάνατο του Αμφιαράου.
Ωστόσο ο Πολυφείδης χολώθηκε με τον πατέρα του, άλλαξε
τόπο κι έφτασε στην Υπερήσια, όπου κι εγκαταστάθηκε,
μαντεύοντας σ᾽ όσους του γύρευαν μαντεύματα.
|