Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (4.97.1-4.101.3)
[4.97.1] Δαρεῖος δὲ ὡς ἀπίκετο καὶ ὁ πεζὸς ἅμ᾽ αὐτῷ στρατὸς ἐπὶ τὸν Ἴστρον, ἐνθαῦτα διαβάντων πάντων Δαρεῖος ἐκέλευσε τούς ‹τε› Ἴωνας τὴν σχεδίην λύσαντας ἕπεσθαι κατ᾽ ἤπειρον ἑωυτῷ καὶ τὸν ἐκ τῶν νεῶν στρατόν. [4.97.2] μελλόντων δὲ τῶν Ἰώνων λύειν καὶ ποιέειν τὰ κελευόμενα Κώης ὁ Ἐρξάνδρου, στρατηγὸς ἐὼν Μυτιληναίων, ἔλεξε Δαρείῳ τάδε, πυθόμενος πρότερον εἴ οἱ φίλον εἴη γνώμην ἀποδέκεσθαι παρὰ τοῦ βουλομένου ἀποδείκνυσθαι· [4.97.3] Ὦ βασιλεῦ, ἐπὶ γῆν γὰρ μέλλεις στρατεύεσθαι τῆς οὔτε ἀρηρομένον φανήσεται οὐδὲν οὔτε πόλις οἰκεομένη· σύ νυν γέφυραν ταύτην ἔα κατὰ χώρην ἑστάναι, φυλάκους αὐτῆς λιπὼν τούτους οἵ περ μιν ἔζευξαν. [4.97.4] καὶ ἤν τε κατὰ νόον πρήξωμεν εὑρόντες Σκύθας, ἔστι ἄποδος ἡμῖν, ἤν τε καὶ μή σφεας εὑρεῖν δυνώμεθα, ἥ γε ἄποδος ἡμῖν ἀσφαλής· οὐ γὰρ ἔδεισά κω μὴ ἑσσωθέωμεν ὑπὸ Σκυθέων μάχῃ, ἀλλὰ μᾶλλον μὴ οὐ δυνάμενοί σφεας εὑρεῖν πάθωμέν τι ἀλώμενοι. [4.97.5] καὶ τάδε λέγειν φαίη τις ἄν με ἐμεωυτοῦ εἵνεκεν, ὡς καταμένω· ἐγὼ δὲ γνώμην μὲν τὴν εὕρισκον ἀρίστην σοί, βασιλεῦ, ἐς μέσον φέρω, αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην. [4.97.6] κάρτα τε ἥσθη τῇ γνώμῃ Δαρεῖος καί μιν ἀμείψατο τοῖσδε· Ξεῖνε Λέσβιε, σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον τὸν ἐμὸν ἐπιφάνηθί μοι πάντως, ἵνα σε ἀντὶ χρηστῆς συμβουλίης χρηστοῖσι ἔργοισι ἀμείψωμαι. [4.98.1] ταῦτα εἴπας καὶ ἀπάψας ἅμματα ἑξήκοντα ἐν ἱμάντι, καλέσας ἐς λόγους τοὺς Ἰώνων τυράννους ἔλεγε τάδε· [4.98.2] Ἄνδρες Ἴωνες, ἡ μὲν πρότερον γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν μετείσθω μοι, ἔχοντες δὲ τὸν ἱμάντα τόνδε ποιέετε τάδε· ἐπεάν ἐμὲ ἴδητε τάχιστα πορευόμενον ἐπὶ Σκύθας, ἀπὸ τούτου ἀρξάμενοι τοῦ χρόνου λύετε ἅμμα ἓν ἑκάστης ἡμέρης· ἢν δὲ ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ μὴ παρέω ἀλλὰ διεξέλθωσι ὑμῖν αἱ ἡμέραι τῶν ἁμμάτων, ἀποπλέετε ἐς τὴν ὑμετέρην αὐτῶν. [4.98.3] μέχρι δὲ τούτου, ἐπείτε οὕτω μετέδοξε, φυλάσσετε τὴν σχεδίην, πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι· ταῦτα δὲ ποιεῦντες ἐμοὶ μεγάλως χαριεῖσθε. Δαρεῖος μὲν ταῦτα εἴπας ἐς τὸ πρόσω ἠπείγετο. |
[4.97.1] Κι ο Δαρείος έφτασε στον Ίστρο, μαζί του και το πεζικό, και πέρασαν όλοι στην άλλη όχθη· κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος διέταξε τους Ίωνες να διαλύσουν την πλωτή γέφυρα και να τον ακολουθήσουν πεζοί, όπως κι ο στρατός που ήταν στα καράβια. [4.97.2] Την ώρα λοιπόν που ήταν να διαλύσουν οι Ίωνες τη γέφυρα και να εκτελέσουν τις διαταγές του, ο Κώης, ο γιος του Ερξάνδρου, που ήταν στρατηγός των Μυτιληναίων, είπε στον Δαρείο τα εξής, αφού προηγουμένως ρώτησε αν του άρεσε να δέχεται γνώμη από κάποιον που ήθελε να την εκφράσει: [4.97.3] «Βασιλιά μου, μια κι έβαλες στο νου σου να εκστρατεύσεις σε μια χώρα, όπου δε θα δεις ούτε γη δουλεμένη μ᾽ αλέτρι ούτε πολιτεία κατοικημένη, άφησε λοιπόν αυτή τη γέφυρα να στέκεται στη θέση της κι ας μείνουν να τη φρουρούν αυτοί που τη συνδέσανε. [4.97.4] Τώρα, αν τα πράματα μας έρθουν όπως τα θέλουμε και βρούμε τους Σκύθες, θα έχουμε δρόμο γυρισμού, κι αν πάλι δεν μπορέσουμε να τους βρούμε, τουλάχιστο θα ᾽ναι εξασφαλισμένος ο γυρισμός μας. Εγώ δε φοβήθηκα ποτέ μήπως νικηθούμε από τους Σκύθες σε μάχη, αλλά πολύ περισσότερο, μήπως δεν μπορέσουμε να τους βρούμε και στην περιπλάνησή μας μάς βρει κανένα κακό. [4.97.5] Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως τα λέω αυτά για το συμφέρο μου, για να μείνω πίσω· λοιπόν εγώ αφήνω στην κρίση σου τη γνώμη που πιστεύω πως είναι η καλύτερη για σένα, βασιλιά μου· θα σε ακολουθήσω όμως και δε θα δεχτώ να μείνω πίσω». [4.97.6] Τη χάρηκε πολύ αυτή τη γνώμη ο Δαρείος και του αποκρίθηκε έτσι: «Ξένε μου από τη Λέσβο, αν γυρίσω σώος στ᾽ ανάκτορά μου, οπωσδήποτε να έρθεις να παρουσιαστείς μπροστά μου, για να σε αμείψω για τις καλές σου συμβουλές με καλές πράξεις». |