130Μιλώντας, άφησε στα χέρια του τον πέπλο, κι αυτός τον δέχτηκε
δείχνοντας τη χαρά του. Στο μεταξύ ο Πεισίστρατος, γνήσιο παλληκάρι,
πήρε τα δώρα και τα βάζει στο κοφίνι, έκθαμβος με την τόση ομορφιά τους.
Τότε ο ξανθόμαλλος Μενέλαος τους οδηγούσε στο παλάτι,
όπου και κάθησαν σε θρόνους και σκαμνιά.
Αμέσως έφερε νερό μια παρακόρη σε χρυσό, πανέμορφο λαγήνι,
τα χέρια τους να πλύνουν, και το κρεμούσε το νερό
σ᾽ ένα αργυρό λεβέτι· μετά μπροστά τους έσυρε τραπέζι γυαλισμένο.
Η σεβαστή οικονόμος κουβαλούσε το ψωμί, προσφέροντας
και λιχουδιές πολλές —ό,τι της βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
140Από κοντά ο Ετεωνέας λιάνιζε το κρέας, μοίραζε τις μερίδες,
κι ο γιος του τιμημένου Μενελάου το κρασί κερνούσε.
Αυτοί τα χέρια τους απλώνουν μπροστά στο έτοιμο τραπέζι,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τότε ο Τηλέμαχος κι ο παινεμένος γιος του Νέστορα
πήγαν να ζέψουν τα άλογα, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
πέρασαν την αυλόθυρα κι άφησαν την πολύβοη στοά.
Μαζί τους πήγαινε κι ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος,
στο χέρι το δεξί κρατώντας μαλαματένια κούπα,
γεμάτη με γλυκό κρασί σαν μέλι· να κάνουν πρώτα τη σπονδή
κι ύστερα να κινήσουν.
150Στήθηκε στα άλογα μπροστά και τους αποχαιρέτησε μιλώντας:
«Χαίρετε, παλληκάρια μου, τα χαιρετίσματά μου και στον Νέστορα,
ποιμένα του λαού του· ήταν γλυκός μαζί μου σαν πατέρας,
όταν εκεί στην Τροία πολεμούσαμε των Αχαιών οι γιοι.»
Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Μετά χαράς θα γίνει, του Διός ανάθρεμμα, το θέλημά σου·
όλα τα λόγια σου, σαν φτάσουμε, στον Νέστορα θα πούμε. Είθε κι εγώ,
γυρνώντας στην Ιθάκη, να ᾽ταν να βρω τον Οδυσσέα στο σπίτι μου,
για να του πω που δέχτηκα τόσο φιλόξενη στοργή,
πως έρχομαι με τα πολλά, πολύτιμά σου δώρα φορτωμένος.»
160Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, και στο δεξί τους χέρι πρόβαλε πετώντας
ένας αετός· κρατώντας στα γαμψώνυχά του
μια άσπρη χήνα, τεράστια κι ήμερη — την είχε αρπάξει απ᾽ την αυλή.
Γύρω του τσίριζαν γυναίκες κι άντρες τρέχοντας, κι αυτός,
ξυστά περνώντας, πέταξε δεξιά, μπροστά από τα άλογα.
Εκείνοι βλέποντας το θέαμα ένιωσαν όλοι τους χαρά
και γλύκανε βαθιά η ψυχή τους.
Τότε ο βλαστός του Νέστορα, επήρε πρώτος ο Πεισίστρατος τον λόγο:
«Μενέλαε, στοχάσου, του Διός ανάθρεμμα και στυλοβάτη του λαού σου,
πως το σημάδι αυτό ένας θεός μάς το φανέρωσε, σ᾽ εμάς τους δυο
συνάμα και σ᾽ εσένα.»
Έτσι του μίλησε, κι ο τολμηρός πολεμιστής Μενέλαος για λίγο ταλαντεύτηκε,
170πρώτα να το σκεφτεί πριν δώσει απόκριση σωστή.
Τον πρόλαβε όμως η βαθύκολπη Ελένη με τον δικό της λόγο:
«Ακούστε με· εγώ θα δώσω τώρα την εξήγηση, όπως οι αθάνατοι
την έβαλαν στον νου μου κι όπως νομίζω ότι θα γίνει.
Πώς άρπαξε τη χήνα ο αετός, που μέσα στην αυλή μεγάλωνε,
πώς ήλθε πέρα από τα όρη, όπου η γενιά κι η φύτρα του,
έτσι λοιπόν κι ο Οδυσσέας, μετά τα πάθη τα πολλά που τράβηξε,
μετά την τόση περιπλάνησή του, και θα νοστήσει και θα πάρει εκδίκηση —
μπορεί κιόλας να βρίσκεται στο σπίτι του,
να κλώθει το κακό για τους μνηστήρες όλους.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
180«Είθε να δώσει τώρα ο Δίας, της Ήρας ταίρι που βαριά βροντά,
αυτά να γίνουν· τότε κι εγώ το υπόσχομαι σ᾽ εσένα να προσεύχομαι,
όταν βρεθώ στο σπίτι μου, σάμπως και να ᾽σουνα θεά.»
Τέλειωσε, και μαστίγωσε τα δυο τους άλογα· εκείνα
πέταξαν σαν σίφουνας μέσα απ᾽ την πόλη κι ανοίχτηκαν στον κάμπο,
όλη τη μέρα σείοντας γύρω από τον λαιμό τους τον ζυγό.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν οι δυο τους φτάνουν στις Φηρές, στου Διοκλή το αρχοντικό —
ήταν ο γιος του Ορτίλοχου, κι αυτός παιδί του Αλφειού.
Εκεί επέρασαν τη νύχτα τους, όπου τους υποδέχτηκε ο Διοκλής φιλόξενα.
|