Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.88.1-4.96.2)

[4.88.1] Δαρεῖος δὲ μετὰ ταῦτα ἡσθεὶς τῇ σχεδίῃ τὸν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς Μανδροκλέα τὸν Σάμιον ἐδωρήσατο πᾶσι δέκα. ἀπ᾽ ὧν δὴ Μανδροκλέης ἀπαρχήν, ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου καὶ βασιλέα τε Δαρεῖον ἐν προεδρίῃ κατήμενον καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ διαβαίνοντα, ταῦτα γραψάμενος ἀνέθηκε ἐς τὸ Ἥραιον, ἐπιγράψας τάδε·
[4.88.2] Βόσπορον ἰχθυόεντα γεφυρώσας ἀνέθηκε
Μανδροκλέης Ἥρῃ μνημόσυνον σχεδίης,
αὑτῷ μὲν στέφανον περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος,
Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας κατὰ νοῦν.
ταῦτα μέν νυν τοῦ ζεύξαντος τὴν γέφυραν μνημόσυνα ἐγένετο, [4.89.1] Δαρεῖος δὲ δωρησάμενος Μανδροκλέα διέβαινε ἐς τὴν Εὐρώπην, τοῖσι Ἴωσι παραγγείλας πλέειν ἐς τὸν Πόντον μέχρι Ἴστρου ποταμοῦ, ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὸν Ἴστρον, ἐνθαῦτα αὐτὸν περιμένειν, ζευγνύντας τὸν ποταμόν· τὸ γὰρ δὴ ναυτικὸν ἦγον Ἴωνές τε καὶ Αἰολέες καὶ Ἑλλησπόντιοι. [4.89.2] ὁ μὲν δὴ ναυτικὸς στρατὸς ‹τὰς› Κυανέας διεκπλώσας ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου, ἀναπλώσας δὲ ἀνὰ ποταμὸν δυῶν ἡμερέων πλόον ἀπὸ θαλάσσης τοῦ ποταμοῦ τὸν αὐχένα, ἐκ τοῦ σχίζεται τὰ στόματα τοῦ Ἴστρου, ἐζεύγνυε. [4.89.3] Δαρεῖος δὲ ὡς διέβη τὸν Βόσπορον κατὰ τὴν σχεδίην, ἐπορεύετο διὰ τῆς Θρηίκης, ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ Τεάρου ποταμοῦ τὰς πηγὰς ἐστρατοπεδεύσατο ἡμέρας τρεῖς. [4.90.1] ὁ δὲ Τέαρος λέγεται ὑπὸ τῶν περιοίκων εἶναι ποταμῶν ἄριστος τά τε ἄλλα ‹τὰ› ἐς ἄκεσιν φέροντα καὶ δὴ καὶ ἀνδράσι καὶ ἵπποισι ψώρην ἀκέσασθαι. εἰσὶ δὲ αὐτοῦ αἱ πηγαὶ δυῶν δέουσαι τεσσεράκοντα, ἐκ πέτρης τῆς αὐτῆς ῥέουσαι· καὶ αἱ μὲν αὐτέων εἰσὶ ψυχραί, αἱ δὲ θερμαί. [4.90.2] ὁδὸς δ᾽ ἐπ᾽ αὐτάς ἐστι ἴση ἐξ Ἡραίου τε πόλιος τῆς παρὰ Περίνθῳ καὶ ἐξ Ἀπολλωνίης τῆς ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, δυῶν ἡμερέων ἑκατέρη. ἐκδιδοῖ δὲ ὁ Τέαρος οὗτος ἐς τὸν Κοντάδεσδον ποταμόν, ὁ δὲ Κοντάδεσδος ἐς τὸν Ἀγριάνην, ὁ δὲ Ἀγριάνης ἐς τὸν Ἕβρον, ὁ δὲ ἐς θάλασσαν τὴν παρ᾽ Αἴνῳ πόλι. [4.91.1] ἐπὶ τοῦτον ὦν τὸν ποταμὸν ἀπικόμενος ὁ Δαρεῖος ὡς ἐστρατοπεδεύσατο, ἡσθεὶς τῷ ποταμῷ στήλην ἔστησε καὶ ἐνθαῦτα, γράμματα ἐγγράψας λέγοντα τάδε· [4.91.2] Τεάρου ποταμοῦ κεφαλαὶ ὕδωρ ἄριστόν τε καὶ κάλλιστον παρέχονται πάντων ποταμῶν· καὶ ἐπ᾽ αὐτὰς ἀπίκετο ἐλαύνων ἐπὶ Σκύθας στρατὸν ἀνὴρ ἄριστός τε καὶ κάλλιστος πάντων ἀνθρώπων, Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπεος, Περσέων τε καὶ πάσης τῆς ἠπείρου βασιλεύς. ταῦτα δὴ ἐνθαῦτα ἐγράφη. [4.92.1] Δαρεῖος δὲ ἐνθεῦτεν ὁρμηθεὶς ἀπίκετο ἐπ᾽ ἄλλον ποταμὸν τῷ οὔνομα Ἀρτησκός ἐστι, ὃς διὰ Ὀδρυσέων ῥέει. ἐπὶ τοῦτον δὴ τὸν ποταμὸν ἀπικόμενος ἐποίησε τοιόνδε· ἀποδέξας χωρίον τῇ στρατιῇ ἐκέλευε πάντα ἄνδρα λίθον ἕνα παρεξιόντα τιθέναι ἐς τὸ ἀποδεδεγμένον τοῦτο χωρίον. ὡς δὲ ταῦτα ἡ στρατιὴ ἐπετέλεσε, ἐνθαῦτα κολωνοὺς μεγάλους τῶν λίθων καταλιπὼν ἀπήλαυνε τὴν στρατιήν. [4.93.1] πρὶν δὲ ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸν Ἴστρον, πρώτους αἱρέει Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας. οἱ μὲν γὰρ τὸν Σαλμυδησσὸν ἔχοντες Θρήικες καὶ ὑπὲρ Ἀπολλωνίης τε καὶ Μεσαμβρίης πόλιος οἰκημένοι, καλεόμενοι δὲ Σκυρμιάδαι καὶ Νιψαῖοι, ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Δαρείῳ· οἱ δὲ Γέται πρὸς ἀγνωμοσύνην τραπόμενοι αὐτίκα ἐδουλώθησαν, Θρηίκων ἐόντες ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι. [4.94.1] ἀθανατίζουσι δὲ τόνδε τὸν τρόπον· οὔτε ἀποθνῄσκειν ἑωυτοὺς νομίζουσι ἰέναι τε τὸν ἀπολλύμενον παρὰ Σάλμοξιν δαίμονα· οἱ δὲ αὐτῶν τὸν αὐτὸν τοῦτον ὀνομάζουσι Γεβελέϊζιν. [4.94.2] διὰ πεντετηρίδος δὲ τὸν πάλῳ λαχόντα αἰεὶ σφέων αὐτῶν ἀποπέμπουσι ἄγγελον παρὰ τὸν Σάλμοξιν, ἐντελλόμενοι τῶν ἂν ἑκάστοτε δέωνται. πέμπουσι δὲ ὧδε· οἱ μὲν αὐτῶν ταχθέντες ἀκόντια τρία ἔχουσι, ἄλλοι δὲ διαλαβόντες τοῦ ἀποπεμπομένου παρὰ τὸν Σάλμοξιν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας. [4.94.3] ἢν μὲν δὴ ἀποθάνῃ ἀναπαρείς, τοῖσι δὲ ἵλεος ὁ θεὸς δοκέει εἶναι· ἢν δὲ μὴ ἀποθάνῃ, αἰτιῶνται αὐτὸν τὸν ἄγγελον, φάμενοί μιν ἄνδρα κακὸν εἶναι, αἰτιησάμενοι δὲ τοῦτον ἄλλον ἀποπέμπουσι· ἐντέλλονται δὲ ἔτι ζῶντι. [4.94.4] οὗτοι οἱ αὐτοὶ Θρήικες καὶ πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπειλέουσι τῷ θεῷ, οὐδένα ἄλλον θεὸν νομίζοντες εἶναι εἰ μὴ τὸν σφέτερον. [4.95.1] ὡς δὲ ἐγὼ πυνθάνομαι τῶν τὸν Ἑλλήσποντον καὶ Πόντον οἰκεόντων Ἑλλήνων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐόντα ἄνθρωπον δουλεῦσαι ἐν Σάμῳ, δουλεῦσαι δὲ Πυθαγόρῃ τῷ Μνησάρχου· [4.95.2] ἐνθεῦτεν δὲ αὐτὸν γενόμενον ἐλεύθερον χρήματα κτήσασθαι συχνά, κτησάμενον δὲ ἀπελθεῖν ἐς τὴν ἑωυτοῦ. ἅτε δὲ κακοβίων τε ἐόντων τῶν Θρηίκων καὶ ὑπαφρονεστέρων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας, οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ Ἑλλήνων οὐ τῷ ἀσθενεστάτῳ σοφιστῇ Πυθαγόρῃ, κατασκευάσασθαι ἀνδρεῶνα, [4.95.3] ἐς τὸν πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα ἀναδιδάσκειν ὡς οὔτε αὐτὸς οὔτε οἱ συμπόται αὐτοῦ οὔτε οἱ ἐκ τούτων αἰεὶ γινόμενοι ἀποθανέονται, ἀλλ᾽ ἥξουσι ἐς χῶρον τοῦτον ἵνα αἰεὶ περιεόντες ἕξουσι τὰ πάντα ἀγαθά. [4.95.4] ἐν ᾧ δὲ ἐποίεε τὰ καταλεχθέντα καὶ ἔλεγε ταῦτα, ἐν τούτῳ κατάγαιον οἴκημα ἐποιέετο. ὡς δέ οἱ παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα, ἐκ μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη, καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ᾽ ἔτεα τρία. [4.95.5] οἱ δέ μιν ἐπόθεόν τε καὶ ἐπένθεον ὡς τεθνεῶτα. τετάρτῳ δὲ ἔτεϊ ἐφάνη τοῖσι Θρήιξι, καὶ οὕτω πιθανά σφι ἐγένετο τὰ ἔλεγε ὁ Σάλμοξις. ταῦτά φασί μιν ποιῆσαι. [4.96.1] ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτου καὶ τοῦ καταγαίου οἰκήματος οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν πιστεύω τι λίην, δοκέω δὲ πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τὸν Σάλμοξιν τοῦτον γενέσθαι Πυθαγόρεω. [4.96.2] εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος, χαιρέτω. οὗτοι μὲν δὴ τρόπῳ τοιούτῳ χρεώμενοι ὡς ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων, εἵποντο τῷ ἄλλῳ στρατῷ.

[4.88.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Δαρείος, ενθουσιασμένος από την πλωτή γέφυρα, έδωσε στον αρχιμηχανικό της, τον Μανδροκλή από τη Σάμο, χίλια δυο δώρα. Λοιπόν, από τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ αυτά ο Μανδροκλής έκανε αφιέρωμα στο Ηραίο, μια τοιχογραφία που είχε ζωγραφισμένη ολόκληρη τη γέφυρα του Βοσπόρου και τον βασιλιά Δαρείο να κάθεται σε θρόνο πάνω σε εξέδρα και το στρατό του να διαβαίνει· αφού λοιπόν έβαλε και ζωγράφισαν αυτά, χάραξε την εξής επιγραφή:
[4.88.2] Ο Μανδροκλής γεφύρωσε τις όχθες του Βοσπόρου,
που ψάρια πλήθος τρέφει·
κι ενθύμιο της γέφυρας και τάμα του στην Ήρα,
η ζωγραφιά ετούτη.
Το θέλημά σου, βασιλιά, ως το ᾽θελε η καρδιά σου,
το τέλεψα, και νά το·
κορόνα στο κεφάλι μου και για τη Σάμο δόξα.
[4.89.1] Έδωσε τα δώρα του στον Μανδροκλή ο Δαρείος κι ύστερα πέρασε στην Ευρώπη· είχε δώσει εντολή στους Ίωνες να διασχίσουν με τα πλοία τους τον Πόντο ώς τον ποταμό Ίστρο, κι όταν φτάσουν στον Ίστρο, να τον περιμένουν εκεί, ενώνοντας με γέφυρα τις δυο όχθες του ποταμού. Γιατί οδηγοί του στόλου ήταν Ίωνες, Αιολείς και Ελλησπόντιοι. [4.89.2] Πέρασε λοιπόν το ναυτικό στράτευμα από τις Κυανές κι έβαλε πλώρη κατευθείαν για τον Ίστρο· κι ανεβαίνοντας από τη θάλασσα προς τις πηγές του, ύστερα από ταξίδι με τα πλοία δυο ημερών, έστηναν γέφυρα στο λαιμό του ποταμού, εκεί όπου σχίζεται σε κανάλια ο Ίστρος. [4.89.3] Κι ο Δαρείος πέρασε το Βόσπορο από τη γέφυρα κι αμέσως ύστερα πορευόταν διασχίζοντας τη Θράκη, και φτάνοντας στις πηγές του ποταμού Τεάρου στρατοπέδευσε για τρεις μέρες.
[4.90.1] Κι ο Τέαρος, λένε οι κάτοικοι της περιοχής, είναι το πρώτο απ᾽ όλα τα ποτάμια για τη γιατρειά από κάθε αρρώστια και προπάντων για τη γιατρειά ανθρώπων και αλόγων από ψώρα. Τριάντα οχτώ είναι οι πηγές του κι αναβλύζουν όλες απ᾽ τον ίδιο βράχο· κι άλλες είναι ψυχρές κι άλλες θερμές. [4.90.2] Οι δρόμοι που φέρνουν σ᾽ αυτές έχουν το ίδιο μάκρος, κι αυτός που έρχεται από την πόλη Ηραίο που βρίσκεται κοντά στην Πέρινθο κι εκείνος που έρχεται από την Απολλωνία του Ευξείνου Πόντου, κι ο ένας κι ο άλλος δυο ημερών. Κι ετούτος ο Τέαρος χύνεται στον ποταμό Κοντάδεσδο, κι ο Κοντάδεσδος στον Αγριάνη, κι ο Αγριάνης στον Έβρο, κι αυτός τέλος στη θάλασσα, στην περιοχή της πόλης Αίνος.
[4.91.1] Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό ο Δαρείος στρατοπέδευσε, κι αμέσως, καθώς η ψυχή του ευχαριστήθηκε από το νερό του, έστησε κι εκεί στήλη χαράζοντας επιγραφή με τα εξής λόγια: [4.91.2] «Τα κεφαλόβρυσα του ποταμού Τεάρου χαρίζουν το πρώτο κι ωραιότερο νερό απ᾽ όλα τα ποτάμια του κόσμου, και σ᾽ αυτά έφτασε οδηγώντας σε εκστρατεία το στράτευμά του ο πρώτος κι ωραιότερος απ᾽ όλους τους άντρες του κόσμου, ο Δαρείος, ο γιος του Υστάσπη, των Περσών κι όλης της Ασίας ο βασιλιάς». Αυτή λοιπόν η επιγραφή χαράχτηκε εκεί.
[4.92.1] Κι ο Δαρείος ξεκινώντας αποκεί έφτασε σ᾽ άλλον ποταμό, που ονομάζεται Αρτησκός και διασχίζει με το ρέμα του τη χώρα των Οδρυσών. Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό έκανε κάτι τέτοιο· διάλεξε ένα τόπο και τον έδειξε στο στρατό του και διέταξε κάθε στρατιώτης να περάσει από δίπλα και ν᾽ αφήσει μια πέτρα σ᾽ αυτό τον ορισμένο τόπο. Ο στρατός λοιπόν εκτέλεσε αυτή τη διαταγή κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος, αφήνοντας εκεί μεγάλους σωρούς από πέτρες, πήρε το στράτευμά του και προχώρησε.
[4.93.1] Και πριν φτάσει στον Ίστρο, πρώτους υπέταξε τους Γέτες, που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι. Γιατί οι Θράκες που έχουν τον Σαλμυδησσό και κατοικούν βορειότερα από τις πόλεις Απολλωνία και Μεσημβρία, που ονομάζονται Σκυρμιάδες και Νιψαίοι, παραδόθηκαν στο Δαρείο χωρίς αντίσταση· αντίθετα οι Γέτες έδειξαν αποκοτιά κι υποδουλώθηκαν αμέσως, αυτοί που ήταν οι πιο αντρειωμένοι κι οι πιο δίκαιοι από τους Θράκες.
[4.94.1] Λέγοντας πως είναι αθάνατοι, νά τί εννοούν· πιστεύουν ότι δεν πεθαίνουν και ότι καθένας τους που χάνεται πηγαίνει και συναντά τον θεό τον Σάλμοξη· κι άλλοι τους τον ίδιο αυτό θεό τον λένε Γεβελέιζη. [4.94.2] Και κάθε πέντε χρόνια έναν τους, που του έπεσε ο κλήρος, τον στέλνουν μαντατοφόρο στον Σάλμοξη, με παραγγελίες για ό,τι κάθε φορά έχουν ανάγκη. Νά πώς τον στέλνουν· ορισμένοι απ᾽ αυτούς μπαίνουν στη γραμμή κρατώντας τρία ακόντια, κι άλλοι πιάνουν απ᾽ τα χέρια κι απ᾽ τα πόδια αυτόν που στέλνουν να συναντήσει τον Σάλμοξη, κι αφού τον ανεβοκατεβάσουν στον αέρα, τον ρίχνουν πάνω στις αιχμές των ακοντίων. [4.94.3] Κι αν ετούτος σφηνωθεί στις αιχμές και πεθάνει, πιστεύουν ότι εξιλέωσαν τον θεό· αν όμως δεν πεθάνει, τα βάζουν με τον μαντατοφόρο, λέγοντας πως είναι κακός, κι αφού τον φορτώσουν με κατηγορίες, στέλνουν άλλον· ό,τι παραγγελίες έχουν του τις δίνουν όσο ακόμα είναι ζωντανός. [4.94.4] Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό, γιατί πιστεύουν πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός απ᾽ τον δικό τους.
[4.95.1] Από τους Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στον Ελλήσποντο και στον Πόντο πληροφορήθηκα πως ετούτος ο Σάλμοξης ήταν άνθρωπος κι έζησε στη Σάμο, σα δούλος, μάλιστα δούλος του Πυθαγόρα, του γιου του Μνησάρχου· [4.95.2] και πως εκεί κέρδισε την ελευθερία του, απόχτησε μεγάλη περιουσία κι αφού την απόχτησε έφυγε αποκεί και πήγε στη χώρα του· και καθώς οι Θράκες ζούσαν στη μιζέρια και ήταν αβανάκηδες, ο Σάλμοξης τούτος που έμαθε πώς ζούσαν οι Ίωνες, και φερσίματα πολύ πιο σοφά απ᾽ ό,τι θα περίμενες στη Θράκη —ο άνθρωπος είχε ζήσει ανάμεσα σε Έλληνες και κοντά στον Πυθαγόρα που στη σοφία δεν είχε τον όμοιό του—, ίδρυσε μια λέσχη για άντρες, [4.95.3] όπου φιλοξενώντας τους πρώτους της πόλης και τραπεζώνοντάς τους τούς έκανε πρωτάκουστη διδασκαλία, δηλαδή πως ούτε ο ίδιος ούτε οι συμπότες του ούτε οι απόγονοί τους, στον αιώνα, θα πεθάνουν, αλλά πως θα πάνε σ᾽ έναν τέτοιο τόπο, όπου αιώνια θα περιδιαβάζουν απολαμβάνοντας απόλυτη ευτυχία. [4.95.4] Και την ώρα που έκανε όσα καταγράψαμε κι έλεγε αυτά, κατασκεύαζε και μια υπόγεια κατοικία. Κι όταν αποτέλειωσε την κατοικία αυτή, χάθηκε από τα μάτια των Θρακών, κατέβηκε στο υπόγειο κι έζησε εκεί τρία χρόνια. [4.95.5] Κι οι άλλοι να τον αποζητούν και να τον κλαίνε σαν πεθαμένο· και τον τέταρτο χρόνο εμφανίστηκε στους Θράκες κι έτσι πείστηκαν στα λόγια του Σάλμοξη. Αυτά λένε πως έκανε.
[4.96.1] Εγώ τα όσα λένε γι᾽ αυτόν και για την υπόγεια κατοικία του ούτε τ᾽ αμφισβητώ ούτε πάλι τους δίνω μεγάλη πίστη, νομίζω όμως πως τούτος ο Σάλμοξης έζησε πολλά χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα. [4.96.2] Τώρα, είτε έζησε κάποιος άνθρωπος Σάλμοξης είτε οι Γέτες τον έχουν θεό του τόπου τους, από μένα χαιρετίσματα. Αυτοί λοιπόν, που πιστεύουν σε τέτοια πράματα, υποδουλώθηκαν από τους Πέρσες κι αμέσως ακολούθησαν τον υπόλοιπο στρατό.