Ευθύς, με τη φωνή βαριά, ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος:
«Τηλέμαχε, κι εγώ δεν θα ᾽θελα να σε κρατήσω κι άλλο εδώ,
τόσο που λαχταράς τον νόστο σου· θυμώνω εξάλλου
70με όποιον δείχνει υπερβολή και στη φιλόξενή του αγάπη,
υπερβολή και με την έχθρα του.
Παντού και πάντα πιο καλά τα πρέποντα.
Άπρεπο βρίσκω εξίσου, όποιος τον ξένο του, αν δεν το θέλει ο ίδιος,
τον σπρώχνει για να φύγει, αλλά κι εκείνος που τον εμποδίζει,
όταν ο ξένος βιάζεται τον δρόμο του να πάρει.
Πρέπει τον ξένο να τον δέχεσαι φιλόξενα, όσο τον έχεις,
κι όταν επείγεται, να τον ξεπροβοδίζεις.
Κάνε λοιπόν υπομονή, να φέρω πρώτα και ν᾽ αφήσω
τα ωραία δώρα μου στο αμάξι — θα τα χαρούν και τα δικά σου μάτια.
Κι ακόμη στις γυναίκες εντολή θα δώσω να στρώσουνε τραπέζι
στη μεγάλη αίθουσα, με τα πολλά που βρίσκονται σ᾽ αυτό το σπίτι.
Έτσι θα γίνουν και τα δυο: για μένα λάμψη και τιμή,
για σας ωφέλεια, αν πρώτα γευματίσουμε, κι ύστερα πάρετε
μακρύ τον δρόμο σας σ᾽ αυτόν τον κόσμο τον απέραντο.
80Αν πάλι επιθυμείς να ταξιδέψεις γύρω στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος, εγώ θα ζέψω τα άλογα,
να ᾽ρθω μαζί σου, θα σε οδηγήσω για να δεις τις πολιτείες και τους ανθρώπους.
Κανείς δεν πρόκειται να μας αφήσει μ᾽ άδεια χέρια
φεύγοντας. Κάτι θα μας χαρίσει να το πάρουμε μαζί μας·
μπορεί και τρίποδα με το λεβέτι του από καλό χαλκό,
μπορεί κι ένα ζευγάρι μούλες ή και μαλαματένια κούπα.»
Ο συνετός Τηλέμαχος πήρε ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου,
στα μέρη μας επιθυμώ πια να γυρίσω. Γιατί όταν μίσεψα,
δεν άφησα κανένα φύλακα στα χτήματά μου· μήπως λοιπόν
90αναζητώντας τον ισόθεο πατέρα μου, βρεθώ εγώ αφανισμένος
ή κι εξαφανιστεί απ᾽ το παλάτι κάποιο πολύτιμο κειμήλιο.»
Ακούγοντας τον λόγο του ο Μενέλαος, με τη βαριά φωνή του παραγγέλλει
να στρώσουν στη μεγάλη αίθουσα αμέσως η γυναίκα του κι οι δούλες
τραπέζι, με τα πολλά που βρίσκονται στο σπίτι.
Κι ευθύς σιμά του βρέθηκε ο Ετεωνέας, του Βοήθου ο γιος,
αφήνοντας άδεια την κλίνη του — δεν ήταν και πολύ μακριά το σπιτικό του.
Τότε ο βαρύφωνος Μενέλαος του δίνει εντολή φωτιά ν᾽ ανάψει
και να ψήσει κρέατα — αυτός τον άκουσε κι υπάκουσε.
Στο μεταξύ ο Μενέλαος κατέβαινε στον μυρωμένο θάλαμο —
100δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν ο Μεγαπένθης κι η Ελένη.
Όταν πλησίασαν εκεί όπου ήσαν μαζεμένα τα πολύτιμά τους σκεύη,
ο Ατρείδης έπιασε μια κούπα δίγουβη, κι είπε στον γιο του
Μεγαπένθη να πάρει έναν κρατήρα ασημωμένο. Όσο για την Ελένη,
στάθηκε πλάι στις κασέλες, που έκρυβαν μέσα τους ρούχα πολύχρωμα
με ξόμπλια — φαντά από τα ίδια της τα χέρια.
Σήκωσε στον αέρα η θεία γυναίκα τον πιο ωραίο στολισμένο πέπλο,
τον πιο μεγάλο, λάμποντας σαν άστρο — ήταν στον πάτο της κασέλας.
Οι τρεις τους τότε διασχίζουν το παλάτι, έφτασαν
110στον Τηλέμαχο, οπότε κι ο ξανθός Μενέλαος τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε, όσο βαθιά τον νόστο σου ποθεί η ψυχή σου,
τόσο κι ο Δίας, της Ήρας σύζυγος που αστράφτει και βροντά,
τον γυρισμό σου ας ευοδώσει.
Κι από τα δώρα που κειμήλια στέκουν στο παλάτι,
θα σου χαρίσω το ομορφότερο, το πιο πολύτιμο σου δίνω·
έναν κρατήρα τέλεια καμωμένο, ατόφιο ασήμι, στα ακρόχειλα
στεφανωμένο με μαλάματα· έργο του Ηφαίστου, δωρισμένο
από τον φημισμένο Φαίδιμο, των Σιδονίων βασιλιά, όταν
στο σπίτι του φιλόξενα με στέγασε στον δρόμο της επιστροφής μου.
Δικός σου ο κρατήρας με τη θέλησή μου, χάρισμά σου.»
120Έτσι του μίλησε, κι απίθωσε στο χέρι του δίγουβη κούπα
ο ηρωικός Ατρείδης, ενώ στα πόδια του ο Μεγαπένθης
έστησε όλος δύναμη τον λαμπερό κρατήρα από ασήμι.
Πλησίασε και η ωραία Ελένη, στα χέρια της κρατώντας
το φαντό, προφέροντας τα λόγια της λέξη με λέξη:
«Δώρο κι εγώ, καλό μου αγόρι, σου χαρίζω τούτο,
ενθύμημα από τα χέρια της Ελένης, για την ευλογημένη ώρα του γάμου,
να το φορέσει κάποτε το τίμιο ταίρι σου — ως τότε ας μείνει
στο παλάτι, να το φυλάει η καλή σου μάνα.
Εύχομαι από καρδιάς χαρούμενος να φτάσεις στο στέρεο σπίτι σου,
πίσω στα πατρικά σου χώματα.»
|