Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (43-45)


[43] Οἱ δὲ ἀμφὶ τὸν Ἕρμωνα καὶ Ζηνόθεμιν ἅμα κατέκειντο, ὥσπερ εἴρηται, ὁ μὲν ὑπεράνω ὁ Ζηνόθεμις, ὁ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτόν· παρέκειτο δ᾽ αὐτοῖς τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἴσα, καὶ ἀνείλοντο εἰρηνικῶς· ἡ δὲ ὄρνις ‹ἡ πρὸ τοῦ Ἕρμωνος› πιμελεστέρα, οὕτως, οἶμαι, τυχόν. ἔδει δὲ καὶ ταύτας ἀναιρεῖσθαι τὴν ἑαυτοῦ ἑκάτερον. ἐν τούτῳ τοίνυν ὁ Ζηνόθεμις —καί μοι, ὦ Φίλων, πάνυ πρόσεχε τὸν νοῦν, ὁμοῦ γάρ ἐσμεν ἤδη τῷ κεφαλαίῳ τῶν πραχθέντων— ὁ δὴ Ζηνόθεμις, φημί, τὴν παρ᾽ αὑτῷ ἀφεὶς τὴν πρὸ τοῦ Ἕρμωνος ἀνείλετο πιοτέραν, ὡς ἔφην, οὖσαν· ὁ δ᾽ ἀντεπελάβετο καὶ οὐκ εἴα πλεονεκτεῖν. βοὴ τὸ ἐπὶ τούτοις, καὶ συμπεσόντες ἔπαιον ἀλλήλους ταῖς ὄρνισιν αὐταῖς εἰς τὰ πρόσωπα, καὶ τῶν πωγώνων ἐπειλημμένοι ἐπεκαλοῦντο βοηθεῖν, ὁ μὲν τὸν Κλεόδημον ὁ Ἕρμων, ὁ δὲ Ζηνόθεμις Ἀλκιδάμαντα καὶ Δίφιλον, καὶ συνίσταντο οἱ μὲν ὡς τοῦτον, οἱ δ᾽ ὡς ἐκεῖνον πλὴν μόνου τοῦ Ἴωνος· ἐκεῖνος δὲ μέσον ἑαυτὸν ἐφύλαττεν.
[44] Οἱ δ᾽ ἐμάχοντο συμπλακέντες, καὶ ὁ μὲν Ζηνόθεμις σκύφον ἀράμενος ἀπὸ τῆς τραπέζης κείμενον πρὸ τοῦ Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα,
κἀκείνου μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἄλλῃ,
διεῖλε δὲ τοῦ νυμφίου τὸ κρανίον ἐς δύο χρηστῷ μάλα καὶ βαθεῖ τραύματι. βοὴ οὖν παρὰ τῶν γυναικῶν ἐγένετο καὶ κατεπήδησαν ἐς τὸ μεταίχμιον αἱ πολλαί, καὶ μάλιστα ἡ μήτηρ τοῦ μειρακίου, ἐπεὶ τὸ αἷμα εἶδε· καὶ ἡ νύμφη δὲ ἀνεπήδησε φοβηθεῖσα περὶ αὐτοῦ. ἐν τοσούτῳ δὲ ὁ Ἀλκιδάμας ἠρίστευεν τῷ Ζηνοθέμιδι συμμαχῶν, καὶ πατάξας τῇ βακτηρίᾳ τοῦ Κλεοδήμου μὲν τὸ κρανίον, τοῦ Ἕρμωνος δὲ τὴν σιαγόνα ἐπέτριψεν καὶ τῶν οἰκετῶν ἐνίους βοηθεῖν αὐτοῖς ἐπιχειροῦντας κατέτρωσεν· οὐ μὴν ἀπετράποντο ἐκεῖνοι, ἀλλ᾽ ὁ μὲν Κλεόδημος ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ Ζηνοθέμιδος ἐξώρυττε καὶ τὴν ῥῖνα προσφὺς ἀπέτραγεν, ὁ δὲ Ἕρμων τὸν Δίφιλον ἐπὶ ξυμμαχίαν ἥκοντα τοῦ Ζηνοθέμιδος ἀφῆκεν ἐπὶ κεφαλὴν ἀπὸ τοῦ κλιντῆρος. [45] ἐτρώθη δὲ καὶ Ἱστιαῖος ὁ γραμματικὸς διαλύειν αὐτοὺς ἐπιχειρῶν, λάξ, οἶμαι, εἰς τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ Κλεοδήμου Δίφιλον εἶναι οἰηθέντος. ἔκειτο οὖν ἄθλιος κατὰ τὸν αὑτοῦ Ὅμηρον «αἷμ᾽ ἐμέων». πλὴν ταραχῆς γε καὶ δακρύων μεστὰ ἦν πάντα. καὶ αἱ μὲν γυναῖκες ἐκώκυον τῷ Χαιρέᾳ περιχυθεῖσαι, οἱ δὲ ἄλλοι κατέπαυον. μέγιστον δὲ ἦν ἁπάντων κακῶν ὁ Ἀλκιδάμας, ἐπεὶ ἅπαξ τὸ καθ᾽ αὑτὸν ἐτρέψατο, παίων τὸν προστυχόντα· καὶ πολλοὶ ἄν, εὖ ἴσθι, ἔπεσον εἰ μὴ κατέαξε τὴν βακτηρίαν. ἐγὼ δὲ παρὰ τὸν τοῖχον ὀρθὸς ἐφεστὼς ἑώρων ἕκαστα οὐκ ἀναμιγνὺς ἑαυτὸν ὑπὸ τοῦ Ἱστιαίου διδαχθείς, ὡς ἔστιν ἐπισφαλὲς διαλύειν τὰ τοιαῦτα. Λαπίθας οὖν καὶ Κενταύρους εἶδες ἄν, τραπέζας ἀνατρεπομένας καὶ αἷμα ἐκκεχυμένον καὶ σκύφους ῥιπτομένους.


[43] Ο Έρμωνας και ο Ζηνόθεμης, όπως και οι υπόλοιποι, ήταν ξαπλωμένοι στο ανάκλιντρο μαζί, όπως έχουμε ήδη πει, ο Ζηνόθεμης πιο πάνω κι ο Έρμωνας λίγο παρακάτω. Μπροστά τους ήταν σερβιρισμένα όλα τα άλλα ίσα, και τα παρέλαβαν ειρηνικά· η κότα όμως απ᾽ τη μεριά του Έρμωνα ήταν παχύτερη, επειδή έτσι, φαντάζομαι, έτυχε. Έπρεπε βέβαια και απ᾽ αυτές να πάρει ο καθένας τη δική του. Στο σημείο αυτό λοιπόν ο Ζηνόθεμης —και πρόσεχέ με πολύ, Φίλωνα, γιατί φτάσαμε ήδη μαζί στο κρισιμότερο σημείο των γεγονότων— ο Ζηνόθεμης, λέω, άφησε την κότα που ήταν μπροστά του και πήρε αυτήν που βρισκόταν μπροστά στον Έρμωνα, επειδή, όπως είπα, ήταν παχύτερη. Εκείνος όμως την άρπαξε από την άλλη μεριά, και δεν του επέτρεπε αυτή την απληστία. Ακολούθησε φασαρία, καθώς όρμησαν και άρχισαν να χτυπάνε ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο με τις κότες τις ίδιες, και αρπάζοντας τους αντιπάλους τους από τις γενειάδες ζητούσαν βοήθεια, ο Έρμωνας από τον Κλεόδημο, και ο Ζηνόθεμης από τον Αλκιδάμαντα και τον Δίφιλο, ενώ οι υπόλοιποι πήραν το μέρος άλλοι του ενός κι άλλοι του άλλου, εκτός μόνο από τον Ίωνα· εκείνος προσπαθούσε να κρατήσει ουδετερότητα.
[44] Αυτοί λοιπόν είχαν αρπαχτεί στα χέρια και χτυπιούνταν, και ο Ζηνόθεμης αρπάζει από το τραπέζι ένα κύπελλο που βρισκόταν μπροστά στον Αρισταίνετο και το ρίχνει στον Έρμωνα,
μα τον στόχο εκείνον δεν βρήκε,
αλλά στράφηκε σ᾽ άλλη πλευρά,
κι άνοιξε του γαμπρού το κεφάλι στα δύο μ᾽ ένα γενναίο και βαθύ τραύμα. Ξεσηκώθηκε λοιπόν μεγάλη φασαρία από τις γυναίκες, και πετάχτηκαν μέσα στο πεδίο της μάχης οι περισσότερες, και ιδιαίτερα η μητέρα του νεαρού, μόλις είδε το αίμα. Φυσικά πετάχτηκε επάνω και η νύφη, επειδή φοβήθηκε γι᾽ αυτόν. Στο μεταξύ ο Αλκιδάμαντας θριάμβευσε συμμαχώντας με τον Ζηνόθεμη, καθώς τσάκισε χτυπώντας με το μπαστούνι του και το κεφάλι του Κλεοδήμου και το σιαγόνι του Έρμωνα, και σακάτεψε μερικούς υπηρέτες που επιχείρησαν να τους βοηθήσουν. Ωστόσο εκείνοι δεν οπισθοχώρησαν, αλλά ο Κλεόδημος με τεντωμένο δάχτυλο προσπαθούσε να βγάλει το μάτι του Ζηνόθεμη και να του κόψει τη μύτη δαγκώνοντάς την, ενώ ο Έρμωνας πέταξε από το ανάκλιντρο με το κεφάλι κάτω τον Δίφιλο, που κατέφτασε σύμμαχος του Ζηνόθεμη. [45] Τραυματίστηκε ακόμη και ο Ιστιαίος ο γραμματικός, που επιχείρησε να τους χωρίσει, καθώς δέχτηκε μια κλοτσιά στα δόντια από τον Κλεόδημο, ο οποίος τον πέρασε για τον Δίφιλο. Έπεσε λοιπόν ο καημένος κάτω «αίμα ξερνώντας», σύμφωνα με τον Όμηρό του. Όπως ήταν φυσικό, ταραχή και δάκρυα επικράτησαν παντού. Οι γυναίκες τσίριζαν αγκαλιάζοντας τον Χαιρέα, ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν να τις καθησυχάσουν. Η μεγαλύτερη συμφορά απ᾽ όλες ήταν ο Αλκιδάμαντας, που από τη στιγμή που έτρεψε σε φυγή τους αντιπάλους του, άρχισε να χτυπάει όποιον έβρισκε μπροστά του. Και, να το ξέρεις καλά, πολλοί θα σωριάζονταν κάτω, αν δεν έσπαζε το μπαστούνι του. Εγώ πάλι στάθηκα όρθιος κοντά στον τοίχο και έβλεπα το καθετί χωρίς να ανακατεύομαι, μια και είχα διδαχτεί από τον Ιστιαίο πως είναι επικίνδυνο να προσπαθεί κανείς να χωρίσει τέτοιες καταστάσεις. Θα μπορούσες να δεις Λαπίθες και Κενταύρους, τραπέζια να αναποδογυρίζουν και αίμα να χύνεται και κύπελλα να εκσφενδονίζονται.