Μα αφάνισε [στρ. δ]
κι άλλους, και περισσότερους, μια μοίρα ολέθρου· ακόμα
η οργή δεν είχε μαλακώσει
της κυνηγήτρας θυγατέρας
ως τότε της Λητώς, κι εμείς
μάχη όλο πείσμα στήσαμε με τους αντρείους Κουρήτες
για το τομάρι το έξοχο του κάπρου·
στη μάχη σκότωσα πολλούς·
κοντά στους άλλους, δυο αδερφούς
130της μάνας μου, τον Ίφικλο
και τον Αφάρητα· ο σκληρός
Άρης, σαν είναι πόλεμος, δεν ξεχωρίζει φίλους·
τα βέλη από τα χέρια μας τυφλά πετούν και πέφτουν
απάνω στους αντίπαλους, κι ο θάνατος θα βρει
όποιον ο θεός θελήσει.
Του Θέστιου [αντ. δ]
η κόρη ωστόσο, η μάνα μου, δεν τα λογάριασε έτσι·
βαθιά στη σκοτεινή ψυχή της
η κακορίζικη γυναίκα
140ύφανε δίχως δισταγμό
τον όλεθρό μου· ένα δαυλό, που κάποτε είπε η Μοίρα
πως όσο αυτός, τόσο κι εγώ θα ζούσα,
τον παίρνει από την πλουμιστή
κασέλα της και στη φωτιά
τον ρίχνει. Εγώ ξαρμάτωνα
την ώρ᾽ αυτή τον Κλύμενο,
λεβέντη γιο του Δηίπυλου, νεαρό χωρίς ψεγάδι·
στα τείχη εμπρός τον είχα βρει· γιατί προς την Πλευρώνα,
την πόλη την καλόχτιστη, την πόλη την παλιά,
150κυνηγημένοι φεύγαν.
Τότες ένιωσα η γλυκιά η ζωή να σβήνει [επωδ. δ]
και να φεύγει, αλίμονό μου, η δύναμή μου,
και με τη στερνή πνοή
δάκρυα μου ᾽ρθανε του δύστυχου στα μάτια
που έχανα τα εξαίσια νιάτα.»
Για την τύχη του βαριόμοιρου αγοριού
ο Ηρακλής, αυτός ο ατρόμητος στη μάχη,
στην ψυχή του ένιωσε πόνο και για πρώτη
και στερνή φορά του δάκρυσαν τα μάτια,
όπως έχουνε να πουν· κι έτσι απαντά
160και του λέει:
|