Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλους
πήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.
Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,
510γέννησε και το μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα,
τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,
που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.
Αφού πρώτος αυτός υποδέχτηκε την πλασμένη από το Δία γυναίκα,
την παρθένα. Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί
στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό
για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.
Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι και τα χέρια του τ᾽ ακάματα
σε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα στέκοντας της γης,
μπροστά απ᾽ τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.
520Γιατί αυτόν τον κλήρο τού μοίρασε ο συνετός ο Δίας.
Και μ᾽ αλυσίδες έδεσε πιεστικές τον Προμηθέα τον πολυμήχανο,
μ᾽ αφόρητα δεσμά, αφού τα πέρασε απ᾽ τη μέση ενός κίονα,
και μακροφτέρουγο σήκωσε εναντίον του αετό. Κι αυτός
του ᾽τρωγε το αθάνατο συκώτι, μα εκείνο τη νύχτα αύξαινε
από παντού το ίδιο, όσο τη μέρα ολόκληρη του ᾽τρωγε το μακροφτέρουγο πουλί.
Κι αυτόν τον αετό ο γιος της Αλκμήνης της καλοστράγαλης ο δυνατός,
ο Ηρακλής, τον σκότωσε και τούτη την κακιά αρρώστια απομάκρυνε
από το γιο του Ιαπετού κι από τις στεναχώριες του τον ελευθέρωσε,
όχι χωρίς τη θέληση του Δία που κυβερνά ψηλά,
530για να ᾽ναι η δόξα του Ηρακλή του Θηβογέννητου
ακόμη πιο πολλή από πριν πάνω στη γη που πλήθος τρέφει ανθρώπους.
Αυτήν σεβόμενος τιμούσε το γιο του τον επιφανή.
Και την οργή του που ᾽χε πριν την έπαψε, κι ας ήταν θυμωμένος
που ο Προμηθέας τον παντοδύναμο το γιο του Κρόνου παράβγαινε στις γνώμες.
Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι χώριζαν μεταξύ τους
στη Μηκώνη, τότε μεγάλο βόδι με πρόθυμη ψυχή ο Προμηθέας
μοίρασε και παράθεσε, του Δία το νου να εξαπατήσει προσπαθώντας.
Για το Δία τις σάρκες και τα πλούσια σε λίπος σπλάχνα
μες στο πετσί τα έβαλε και με του βοδιού την κοιλιά τα σκέπασε.
540Για τους ανθρώπους τα άσπρα του βοδιού οστά τακτοποιώντας τα με δόλια
τέχνη τα παρέθεσε, αφού με λίπος τα κάλυψε λευκό.
Τότε του είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων:
«Γιε του Ιαπετού, απ᾽ όλους τους άρχοντες επιφανέστερε,
καλέ μου, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες!»
Έτσι είπε ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει περιπαίζοντάς τον.
Κι ο Προμηθέας πάλι ο δολοπλόκος τού απάντησε,
με ήσυχο μειδίαμα, και το πανούργο τέχνασμά του δεν το ξέχασε:
«Δία ενδοξότατε, μέγιστε απ᾽ τους αιώνιους θεούς,
από τις δυο μερίδες διάλεξε όποια η καρδιά σου μες στα στήθη σε προστάζει.»
550Έτσι είπε και δόλια σχέδια είχε. Κι ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει
κατάλαβε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορές
για τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν.
Και με τα δυο του χέρια σήκωσε το λευκό το λίπος,
θύμωσε μες στα σπλάχνα του κι οργή τού ήρθε στην καρδιά του,
σαν είδε κόκαλα βοδιού λευκά με το δόλιο τέχνασμα.
Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων
στους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς.
Κι ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε βαριά θλιμμένος:
«Γιε του Ιαπετού, που απ᾽ όλους πιο οξύνους είσαι,
560καλέ μου, λοιπόν τη δόλια τέχνη σου δεν ξέχασες ακόμα.»
Έτσι είπε ο Δίας, που αθάνατες σκέψεις έχει, οργισμένος.
Και στο εξής την οργή του πάντα δίχως να ξεχνά
δεν έδινε πλέον στις μελιές τη δύναμη της ακάματης φωτιάς
για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.
|