ΗΛΕ. Μα, ω καλή μου, απ᾽ αυτά πὄχεις στα χέρια,
στον τάφο επάνω τίποτα μη βάλεις,
γιατ᾽ είναι κρίμ᾽ ανόσιο για σένα
να πας εντάφια δώρα στον πατέρα
από γυναίκα εχθρά και τις σπονδές της
να του προσφέρεις· μα στους τέσσερις
σκόρπα τα ανέμους, ή παράχωσέ τα
βαθιά βαθιά στη γη, που να μη φτάσει
σταλιά απ᾽ αυτά στη νεκρική του κοίτη·
μα σαν πεθάνει εκείνη, ας περιμένουν
φυλαγμένα στη γη, να τα χαρεί η ίδια.
Και πρώτα, αν μέσα σ᾽ όλες τις γυναίκες
440δεν ήταν η πιο αδιάντροπη, ποτέ της
δε θα έραινε τις μισητές χοές της
σ᾽ εκείνου, που η ίδια εσκότωσε, τον τάφο.
Και σκέψου: με καλή καρδιά νομίζεις
δώρα ο νεκρός πως θα δεχτεί από κείνην,
που αφού τον σκότωσε άτιμα, σα νά ηταν
εχθρός ακρωτηρίασε, κι απάνω
σφούγγιξε στα μαλλιά του τις κηλίδες
του φόνου του, για καθαρμό; Μην τάχα
πίστεψες πως μ᾽ αυτά που πας θα λάβει
του εγκλήματός της άφεση; ποτέ της!
Μα έλα, παράτα τώρ᾽ αυτά και κόψε
άκρες από τις μπούκλες τω μαλλιώ σου,
κι από μέρος της άμοιρης εμένα
450—λίγα, μ᾽ άλλα δεν έχω— δώσ᾽ του αυτή
προσφορά την πλεξίδα μου και τούτη
τη φτωχοδουλεμένη μου τη ζώνη·
και πρόσπεσε και παρακάλεσέ τον
νά βγει απ᾽ τον τάφο πρόθυμος βοηθός μας
ενάντια στους εχθρούς, κι ο γιος του Ορέστης
ζωντανός νικητής και τροπαιούχος
κάτω απ᾽ τα πόδια του να τους πατήσει,
που έτσι και μεις στο μέλλον με πιο πλούσια
χέρια να του στολίζομε τον τάφο.
Πιστεύω, ναι, πιστεύω πως και κείνος
τα όνειρ᾽ αυτά της κακοσημαδιάς της
460να της στείλει θα φρόντισε· μα ωστόσο
δώσε και συ χέρι, αδερφή, και βόηθα
στην εκδίκηση, που ᾽ναι και δική σου
και δική μου και του παμφίλτατού μας
κοινού πατρός, που κείτεται στον Άδη.
ΧΟΡ. Η ευσέβεια την εμπνέει σ᾽ αυτά που η κόρη
σου λέει· και συ αν σκεφθείς σωστά, καλή μας,
θ᾽ ακολουθήσεις βέβαια τη συμβουλή της.
ΧΡΥ. Έτσι θα κάμω· για ένα δίκαιο πράμα
δεν έχει λόγο να φιλονικούνε
δυο μεταξύ τους, αλλ᾽ απεναντίας
να το επισπεύδουν. Μόνο, ενώ, καλές μου,
θα προσπαθώ εγώ τη δουλειά, κοιτάχτε,
για το Θεό, μη βγει μιλιά απ᾽ το στόμα·
470γιατί αν θα μάθει τίποτα η μητέρα,
πικρή θαρρώ θα μού βγει αυτή μου η τόλμη.
|