Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (394-429)


ΑΙ. ἰώ, [στρ. γ]
σκότος, ἐμὸν φάος,
395ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί,
ἕλεσθ᾽ ἕλεσθέ μ᾽ οἰκήτορα,
ἕλεσθέ μ᾽· οὔτε γὰρ θεῶν γένος
οὔθ᾽ ἁμερίων ἔτ᾽ ἄξιος
400βλέπειν τιν᾽ εἰς ὄνασιν ἀνθρώπων.
ἀλλά μ᾽ ἁ Διός
ἀλκίμα θεὸς
ὀλέθριον αἰκίζει.
ποῖ τις οὖν φύγῃ;
ποῖ μολὼν μενῶ;
405εἰ τὰ μὲν φθίνει,
φίλοι, τίσις δ᾽ ἐμοῦ πέλας,
μώραις δ᾽ ἄγραις προσκείμεθα,
πᾶς δὲ στρατὸς δίπαλτος ἄν
με χειρὶ φονεύοι.
410ΤΕΚ. ὦ δυστάλαινα, τοιάδ᾽ ἄνδρα χρήσιμον
φωνεῖν, ἃ πρόσθεν οὗτος οὐκ ἔτλη ποτ᾽ ἄν.

ΑΙ. ἰώ, [ἀντ. γ]
πόροι ἁλίρροθοι
πάραλά τ᾽ ἄντρα καὶ νέμος ἐπάκτιον,
πολὺν πολύν με δαρόν τε δὴ
415κατείχετ᾽ ἀμφὶ Τροίαν χρόνον·
ἀλλ᾽ οὐκέτι μ᾽, οὐκ ἔτ᾽ ἀμπνοὰς
ἔχοντα· τοῦτό τις φρονῶν ἴστω.
ὦ Σκαμάνδριοι
γείτονες ῥοαί,
420ἐύφρονες Ἀργείοις,
οὐκέτ᾽ ἄνδρα μὴ
τόνδ᾽ ἴδητ᾽, ἔπος
ἐξερῶ μέγ᾽, οἷ-
ον οὔτινα Τροία στρατοῦ
425δέρχθη χθονὸς μολόντ᾽ ἀπὸ
Ἑλλανίδος· τανῦν δ᾽ ἄτι-
μος ὧδε πρόκειμαι.
ΧΟ. οὔτοι σ᾽ ἀπείργειν οὐδ᾽ ὅπως ἐῶ λέγειν
ἔχω, κακοῖς τοιοῖσδε συμπεπτωκότα.


ΑΙ. Ω συ, σκοτάδι φως δικό μου, ω έρεβος λαμπρό,
πάρτε με σύνοικό σας, πάρτε με· αφού δεν είμαι
άξιος το βλέμμα μου να στρέψω μήτε στο γένος των θεών
μήτε και στων εφήμερων ανθρώπων, προσμένοντας
400κάποια βοήθεια.
Όταν του Δία η κόρη, αδάμαστη θεά, τόσο φριχτά
με βασανίζει. Ποιός θα μπορούσε αλήθεια να ξεφύγει;
Να πάω πού; πού να σταθώ;
Ό,τι κι αν είχα, φίλοι, χάνεται, με περιμένει
η εκδίκηση, αφού σ᾽ ένα παράλογο κυνήγι
δόθηκα, κι ολόκληρος στρατός, μ᾽ όπλο διπλό,
έτοιμος είναι πια να με ξεκάνει.
410ΤΕ. Δύστυχη εγώ, ακούγοντας έναν γενναίον άντρα
να ξεστομίζει τέτοια λόγια, που άλλη φορά
δεν θα βαστούσε να τα πει.

ΑΙ. Ιώ, περάσματα της αφρισμένης θάλασσας,
παράλιες σπηλιές, παράκτια λιβάδια,
τόσον καιρό, πολύν καιρό, στην Τροία γύρω
με κρατούσατε, αλλά όχι πια, δεν θα με δείτε
ν᾽ ανασαίνω — ο κάθε φρόνιμος το βλέπει
τώρα και το ξέρει.
Ροές του Σκάμαντρου γειτονικές, καλόγνωμες
420με τους Αργίτες, που τέτοιον άντρα άλλον
δεν θα βρείτε. Τολμώ να πω μεγάλο λόγο·
ισάξιό του η Τροία δεν είδε μέσα στον στρατό,
να φτάνει από χώμα ελληνικό, και μολαταύτα
είμαι τώρα ατιμασμένος.
ΧΟ. Ούτε μπορώ να σ᾽ εμποδίσω ούτε και να σ᾽ αφήσω
να μιλάς, μες στην ανήκουστή σου συμφορά.


ΑΙΑ. Αα!
Ω! σκοτεινιά θανάτου, φως δικό μου,
μαυρίλα του Άδη, υπέρλαμπρη για μένα,
πάρτε με κάτοικό σας, πάρτε με,
δεχτείτε με· γιατί ούτε στους θεούς
ούτε και στους λιγόζωους ανθρώπους
400είμαι άξιος πια τα μάτια μου να στρέψω
για βοήθεια· αλλά του Δία η κόρη,
η παντοδύναμη θεά, με σπρώχνει,
με βάσανα φριχτά, σ᾽ αφανισμό.
Πού να ξεφύγω;
Πού να πάω να μείνω,
αφού τα πάντα, φίλοι μου, χαμένα·
κοντά μου η τιμωρία, στοίβες γύρω
της τρέλας μου τα ξώφρενα κυνήγια
κι ο στρατός όλος με σπαθιά στα χέρια
δίκοπα να με θανατώσει.
410ΤΕΚ. Α! η δύστυχη, γενναίος άντρας τέτοια
λόγια να λέει που ποτές ως τώρα
δε θα σκεφτόταν καν να ξεστομίσει.

ΑΙΑ. Άα!
Στενά κυματοβούιστα,
βραχοσπηλιές της ακροθαλασσιάς,
χλωρό λιβάδι πλάι στο κύμα,
πολύν καιρό και χρόνους μακρινούς
γύρω στην Τροία με κρατούσατε·
μα τώρα πια, όχι ζωντανό·
αυτό ας το ξέρει κάθε φρόνιμος.
Γειτονικές νεροσυρμές
του Σκάμαντρου, τόσο καλές
420για τους Αργείους, τον άντρα ετούτον
δε θ᾽ αντικρίσετε ξανά,
–θα πω λόγο μεγάλο–
που σαν κι αυτόν κανένα η Τροία
δεν είδε μέσα στον φερμένο
στρατό απ᾽ τη χώρα της Ελλάδας·
τώρα έτσι απομένω ατιμασμένος.
ΧΟΡ. Μήτε μπορώ να σ᾽ εμποδίσω, μήτε
και να σ᾽ αφήσω να μιλάς, αφού έχεις
σε τέτοιες μαύρες συμφορές βουλιάξει.


ΑΙΑ. Σκοτάδι συ, δικό μου φως, λαμπρότατη θολούρα
για μένα, ελάτε, πάρτε με, πάρτε με ευτύς κοντά σας.
Γιατί και μήτ᾽ απ᾽ τους θεούς μήτε κι απ᾽ τους ανθρώπους
400καμιά βοήθεια τώρα πλια τ᾽ αξίζω ν᾽ απαντέχω.
Μα η διογέννητη θεά,
η αντρειωμένη,
άσπλαχνα εμένανε χτυπά.
Και πού να πάω να κρυφτώ;
πού νά ᾽ρθω να καθίσω,
σαν τ᾽ άλλα εδώ τα πλέρωσα, μ᾽ αυτά μαζί, αδέρφια,
με τα σφαχτά που άμυαλα κατακομμένα τα ᾽χω,
κι όλο μαζί το στράτεμα
με τα διπλά κοντάρια
θα με κατασκοτώσει;
410ΤΕΚ. Ω συφορά μου! ο άνθρωπος να λέει ο αντρειωμένος
αυτά που πιο πρωτύτερα δεν θα ᾽λεγε ποτές του.

ΑΙΑ. Ω θαλασσοπεράσματα, σπηλιές ακρογιαλίσες,
και λόγγοι ακροθάλασσοι, πολύν καιρό στην Τροία
εμένα με κρατούσατε· όμως πλια φτάνει τώρα,
δεν θα με ιδείτε ζωντανό. Οπὄχει νου ας κρίνει.
420Του Σκάμαντρου γειτονικά ρέματα, στους Αργίτες
καλόβουλα, με χάνετε πλια τώρα εμένα, —λόγο
θα πω μεγάλο— που άλλονε πολεμιστή δεν είδε
η Τροία, απ᾽ την ελληνική τη γης να ᾽ρθει εδώ πέρα·
και τώρα εδώ ᾽μαι άδοξος και παραπεταμένος.
ΧΟΡ. Να σ᾽ αντικόψω δεν μπορώ μήτε και να σ᾽ αφήσω
έτσι να κλαις, που στα δεινά αυτά ᾽χεις καταντήσει.