ΑΙ. Ω συ, σκοτάδι φως δικό μου, ω έρεβος λαμπρό,
πάρτε με σύνοικό σας, πάρτε με· αφού δεν είμαι
άξιος το βλέμμα μου να στρέψω μήτε στο γένος των θεών
μήτε και στων εφήμερων ανθρώπων, προσμένοντας
400κάποια βοήθεια.
Όταν του Δία η κόρη, αδάμαστη θεά, τόσο φριχτά
με βασανίζει. Ποιός θα μπορούσε αλήθεια να ξεφύγει;
Να πάω πού; πού να σταθώ;
Ό,τι κι αν είχα, φίλοι, χάνεται, με περιμένει
η εκδίκηση, αφού σ᾽ ένα παράλογο κυνήγι
δόθηκα, κι ολόκληρος στρατός, μ᾽ όπλο διπλό,
έτοιμος είναι πια να με ξεκάνει.
410ΤΕ. Δύστυχη εγώ, ακούγοντας έναν γενναίον άντρα
να ξεστομίζει τέτοια λόγια, που άλλη φορά
δεν θα βαστούσε να τα πει.
ΑΙ. Ιώ, περάσματα της αφρισμένης θάλασσας,
παράλιες σπηλιές, παράκτια λιβάδια,
τόσον καιρό, πολύν καιρό, στην Τροία γύρω
με κρατούσατε, αλλά όχι πια, δεν θα με δείτε
ν᾽ ανασαίνω — ο κάθε φρόνιμος το βλέπει
τώρα και το ξέρει.
Ροές του Σκάμαντρου γειτονικές, καλόγνωμες
420με τους Αργίτες, που τέτοιον άντρα άλλον
δεν θα βρείτε. Τολμώ να πω μεγάλο λόγο·
ισάξιό του η Τροία δεν είδε μέσα στον στρατό,
να φτάνει από χώμα ελληνικό, και μολαταύτα
είμαι τώρα ατιμασμένος.
ΧΟ. Ούτε μπορώ να σ᾽ εμποδίσω ούτε και να σ᾽ αφήσω
να μιλάς, μες στην ανήκουστή σου συμφορά.
|