ΧΡΕ. Ύστερα νά σου ο ατσίδας ο Πολυζώης
γυμνός προβαίνει (έτσι τον βλέπαν όλοι,
410γιατί ήταν κατατρύπιος ο μαντύας του)
και αρχίνισε να σκούζει ο δημοκράτης:
Κοιτάτε με, εγώ πρώτος έχω ανάγκη
να σωθώ —θα μου ᾽φτάναν λίγα δίδραχμα—
μολοντούτο θα σας φωτίσω εγώ,
πώς θα σωθούμε πόλη και πολίτες.
Αν όλα τ᾽ αργαστήρια των μαλλιών,
όταν αρχίζει ο γήλιος να κρυώνει,
χαρίζανε παλτά σ᾽ όσους δεν έχουν,
κανένας δε θα πάθαινε πλευρίτη.
Κι όποιοι δεν έχουν στρώμα και κρεβάτι
να πηγαίνουν πλυμένοι να κοιμούνται
420στα γουναράδικα. Όμως αν τους κλείσει
την πόρτα του κανείς, στο μεσοχείμωνο,
πρόστιμο να πληρώνει γούνες τρεις.
ΒΛΕ. Α, μά το Βάκχο, τα είπε γνωστικά.
Να πρόσθετε όμως: όλοι οι αλευρέμποροι
να δίνουνε στους νηστικούς τ᾽ αλεύρι
της ημέρας κι ο που αρνηθεί να δώσει,
να ξυλίζεται. Τότες μια χαρά
θα ζούσε η φτώχεια δίπλα στην κλεψιά.
ΧΡΕ. Τότ᾽ ένας μορφονιός και κρινομάγουλος
στο βήμ᾽ απάνου πήδηξε κι αρχίζει
με την ψιλή φωνή του ν᾽ αγορεύει:
«Είναι καιρός να παραδώσουν οι άντρες
430την πολιτεία στων γυναικών τα χέρια».
Κι ευτύς όλο το τσούρμο οι τσαγκαράδες
ουρλιάζανε: «Χρυσόστομε, να ζήσεις»!
Μα σύγκαιρα οι αγρότες θορυβούσαν.
ΒΛΕ. Ανθρώποι μυαλωμένοι! ΧΡΕ. Μα λιγότεροι.
Κι έτσ᾽ η φωνή του μορφονιού την έπνιγε
τη δικιά τους μουρμούρα. Δώσ᾽ του αράδιαζε
πολλά καλά των γυναικών κι εμάς
όλα ψυχρά κι ανάποδα. ΒΛΕ. Μα λέγε τα.
ΧΡΕ. Είπε για σένα ότ᾽ είσαι απατεώνας.
ΒΛΕ. Και τίποτα για σένα; ΧΡΕ. Μη ρωτάς.
Ύστερα σ᾽ είπε κλέφτη. ΒΛΕ. Μόνο εμένα;
ΧΡΕ. Εσένα, μά τον Δία, και συκοφάντη.
ΒΛΕ. Μονάχα εμένα;
ΧΡΕ. (δείχνει όλο το ακροατήριο)
Κι όλους αυτουνούς.
440ΒΛΕ. Μα δεν υπάρχει γι᾽ αυτουνούς αντίρρηση.
ΧΡΕ. Είναι η γυναίκα πλάσμα γνωστικό.
Ξέρει να βρίσκει χρήματα. Δε βγάζει
ποτές στη φόρα των Θεσμοφορίων
τα μυστικά. Κι εμείς, εγώ και συ,
τα ξερνάμε όλα μέσα στη Βουλή.
ΒΛΕ. Σ᾽ αυτό, μά τον Ερμή, δεν κάνει λάθος.
|