ΞΑΝ. Πάντα στην ουρά μ᾽ αρέσει εμέ να μπαίνω·
τώρα λαχταρώ με τη μικρή να πιάσω
παιχνίδια και χορό. ΔΙΟ. Κι εγώ το ίδιο.
Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας παρουσιάζονται στο Χορό.
ΧΟΡ. ―Τότε, μαζί ας πειράξουμε
λιγάκι τον Αρχέδημο·
εφτά χρονώ και πού να βγάλει δόντια;
―Στου Απάνω Κόσμου τους νεκρούς
420του δήμου τώρα είν᾽ αρχηγός
και μες στους παλιανθρώπους είναι πρώτος.
―Και του Κλεισθένη λένε ο γιος
ξεσκίζει τα σαγόνια του
στους τάφους, και μαδά τον πισινό του.
―Χτυπιόταν κι έκλαιγε σκυφτός
και κάποιον Αναφλύστιο
έκραζε και καλούσε, το Σεβίνο.
―Λεοντή φορώντας ναυμαχεί
με το γυναίκειο χάβαρο,
430ως λένε, ο γιος του Ιππόνικου, ο Καλλίας.
ΔΙΟ. ―Μπορείτε να μας πείτε πού
το σπίτι είναι του Πλούτωνα;
Ήρθαμε τώρα δα κι είμαστε ξένοι.
ΚΟΡ. ―Μην πας πιο πέρα· περιττό
να με ξαναρωτήσεις· νά,
το βήμα σου μπροστά του σ᾽ έχει φέρει.
ΔΙΟ. ― Το στρώμα σήκωσε, μικρέ.
ΞΑΝ. Βρε, τί ᾽ναι τούτο το κακό;
Το στρώμα! Το γουδί το γουδοχέρι.
440ΚΟΡ. Παίζοντας μπείτε στον ιερό
περίβολο της Δήμητρας, στ᾽ ανθισμένο το άλσος,
πανηγυριώτες της γιορτής που οι θεοί αγαπούνε.
Με τις κοπέλες πάω εγώ και με τις γυναίκες,
που κάνουν την ολονυχιά, φως ιερό να δώσω.
ΧΟΡ. Στα πολύανθα τα λιβάδια
πάμε, τα γεμάτα ρόδα,
450για τα ξέχωρα παιχνίδια
του πανέμορφου χορού μας,
που τον στήνουν οι όλβιες Μοίρες.
Είναι ο ήλιος και το φως του
ιλαρά για μας μονάχα,
για τους μύστες, που η ζωή τους
στάθηκε γεμάτη ευλάβεια
και για ντόπιους και για ξένους.
|