ΠΑΦ. (Συνέρχεται). Μά τη Δήμητρα, δεν μου ᾽τανε κρυφό ότι τούτη η συνωμοσία ήταν στα σκαριά, ίσα-ίσα ήξερα καλά ότι όλα τούτα τα κάρφωναν και τα συγκολλούσαν.
ΑΛΛ. Και μένα δεν μου ᾽ναι κρυφά τα πάρε-δώσε σου με το Άργος. (Στους θεατές:) Προφασίζεται πως φέρνει τους Αργείους στη συμμαχία μας, κι έχει εκεί ιδιαίτερες επαφές με τους Λακεδαιμόνιους.
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Χαθήκαμε! Δεν βρίσκεις και συ καμιά λέξη του σιναφιού των σιδεράδων;
ΑΛΛ. Κι ακόμα ξέρω καλά γιατί τα φυσερά τους μπήκαν σ᾽ ενέργεια όλα μαζί: δουλεύει τ᾽ αμόνι για τους αιχμάλωτους της Πύλου.
ΠΡ. Δ. [470] Έτσι μπράβο, έτσι μπράβο! Αφού αυτός κάνει συγκολλήσεις, εσύ σφυροκόπα τον!
ΑΛΛ. Και δουλεύουν στ᾽ αμόνι μαζί του αυτή την υπόθεση κάτι ντόπιοι απ᾽ εκεί. Άκου λοιπόν: όσο ασήμι και χρυσάφι κι αν μου δώσεις, όσους φίλους κι αν στείλεις να μεσολαβήσουν, δεν θα καταφέρεις να μη τα προφτάσω αυτά στους Αθηναίους.
ΠΑΦ. Τότε κι εγώ σ᾽ ένα λεπτό θα ᾽μαι στη βουλή, για να βγάλω στη φόρα τα νυχτερινά διαβούλια όλων σας στην Ακρόπολη κι όλα όσα συνωμοτείτε με τους Πέρσες και τον βασιλιά τους και τα τυροκομικά σας παζάρια με τους Βοιωτούς.
ΑΛΛ. [480] Αλήθεια, πόσο πάει το τυρί στη Βοιωτία;
ΠΑΦ. (Καθώς φεύγει, με μανία) Μά τον Ηρακλή, θα σε παλουκώσω χάμω σαν τομάρι!
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Εμπρός λοιπόν, ήρθε η ώρα να μας δείξεις αν ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει κι αν είναι αλήθεια ότι τότε, καταπώς τα λες, έκρυψες στα κωλομέρια σου το κρέας. Λοιπόν, δώσε ένα σάλτο και μπούκαρε στη βουλή· γιατί ετούτος θα πέσει φουριόζος εκεί και θα βάλει λόγια για όλους μας και ουρλιαχτό θα ουρλιάξει.
ΑΛΛ. Εντάξει, έφυγα· μια στιγμή όμως, ν᾽ αφήσω χάμω εδωδά τα κοιλάντερα και τα μαχαίρια που κρατώ.
ΠΡ. Δ. [490] Γιά λίγο, άλειψε τον σβέρκο σου με τούτο δω (του δίνει ένα δοχειάκι με λάδι), για να μπορείς να ξεγλιστράς απ᾽ τις συκοφαντίες του.
ΑΛΛ. Καλά λες — ούτε προπονητής να ᾽σουνα!
ΠΡ. Δ. Γιά λίγο, πάρε τούτο και χάψ᾽ το (του προσφέρει μια σκελίδα σκόρδο).
ΑΛΛ. Τί το θέλω;
ΠΡ. Δ. Γιατί έτσι, παλιόφιλε, σκορδοντοπαρισμένος θ᾽ αγωνιστείς πιο ψυχωμένα. Και σπεύδε ταχέως.
ΑΛΛ. Έγινε. (Φεύγει).
ΠΡ. Δ. Και μη ξεχάσεις: δάγκανε, ρίχ᾽ του ρετσινιές, μάδησε την κορφή του, σκίσ᾽ του απ᾽ τη ρίζα το λειρί — κι ύστερα ξαναγύρνα. (Φεύγει κι αυτός).
|