25 τὸ χρῶμα δ᾽ — οὔτως ὗμ[ι]ν ἡ Παλ[‹λ›ὰς] δοίη
.[ . . . . . . . . π]ερ ἰχανᾶσθ᾽ ἐπαυρέσθαι
.[ . . . . . . . . ἄλ]λο τῷδ᾽ ἴσον χρῶμα·
κ[. . . . . . . . . . . .]ω κοὐδὲ κηρὸς ἀνθήσει·
χ[. . . . . . . . . . . .]ς τρεῖς ἔδωκε Κανδᾶτι
30 κ[. . . . . . . . . . . .] τοῦτο κἥτερον χρῶμα.
βα[. . . . . . ὄμνυ]μι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἱρά,
κω[. . . . . . . . . .] τὴν ἀληθ[ε]ί[η]ν †βαδίζειν†.
[. . . . . . . . . . . .] οὐδ᾽ ὅσον ῥοπὴν ψεῦδος,
[. . . . . . . . . τῷ] Κέρδωνι μὴ βίου ὄνησις,
35 μ[. . . . . . . . .]ων γίνοιτο καὶ χάριν πρός με
. . . . . . οὐ γ]ὰρ ἀλλὰ μεζόνων ἤδη
. . . . . . . . .] κερδέων ὀριγνῶνται·
. . . . . . . . . . . .]ς τὰ ἔργα τῆς τέχνης ἡμέων.
. . . . . πί]συγγος δὲ δειλαίην οἰζύν
40 . . . . .]ιναν[. . .]εων νύκτα κἡμέρην θάλπω·
. . . . .]ς ἡμέων ἄχρι‹ς› ἑσπέρης κάπτει,
. . . .]αι πρὸ[ς] ὄρθ[ρ]ον· οὐ δοκέω τό‹σ›σον
τὰ Μικίωνος κηρί᾽ εὐπ[
κοὔπω λέγω, τρισκαίδε[κ. . . . . . β]όσκω,
45 ὁτεύνεκ᾽, ὦ γυναῖκες, ἀργ[. . . . . . .]ς,
οἵ, κἢν ὕῃ Ζεύς, τοῦτο μοῦ[νον . . . . .]ς
«φέρ᾽ εἰ φέρεις τι», τἄλλα δ᾽ ἀψ[όφως ἧ]νται
ὅκως νεοσσο[ὶ] τὰς κηχώνας θά[λ]π[ο]ντες.
ἀλλ᾽ οὐ λόγων γάρ, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται,
50 χαλκῶν δε. τοῦτ᾽ ἢν μὴ ὗμιν ἁνδάνῃ, Μητρ[οῖ,
τὸ ζεῦγος, ἕτερον χἄτε[ρ]ον μάλ᾽ ἐξοίσει,
ἔστ᾽ ἂν νόῳ πεισθῆτε [μὴ λ]έγει[ν] ψευδέα
Κέρδωνα. τάς μ[ο]ι σα[μβα]λουχ̣ίδας πάσας
ἔνεγκε, Πίστε· δεῖ μάλιστα ἰνηθείσας
55 ὑμέας ἀπελθεῖν, ὦ γυναῖκες, εἰς οἶκον.
θήσεσθε δ᾽ ὑμ[ε]ῖς τὰ νέα τα̣ῦτα παντοῖα·
Σικυώνι᾽, Ἀμβρακίδια, νοσσίδες, λεῖαι,
ψιττάκια, κανναβίσκα, βαυκίδε[ς], βλαυτία,
Ἰωνίκ᾽, ἀμφίσφυρα, νυκτιπήδηκες,
60 ἀκροσφύρια, καρκίνια, σάμβαλ᾽ Ἀργεῖα,
κοκκίδες, ἔφηβοι, διάβαθρα· ὧν ἐρᾄ θυμός
ὑμέων ἑκάστης εἴπατ᾽· ὡς ἂν αἴσθοισθε
σκύτεα γυναῖκες καὶ κύνες τί βρώζουσιν.
|