Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (7.25-7.63)


25 τὸ χρῶμα δ᾽ — οὔτως ὗμ[ι]ν ἡ Παλ[‹λ›ὰς] δοίη
.[ . . . . . . . . π]ερ ἰχανᾶσθ᾽ ἐπαυρέσθαι
.[ . . . . . . . . ἄλ]λο τῷδ᾽ ἴσον χρῶμα·
κ[. . . . . . . . . . . .]ω κοὐδὲ κηρὸς ἀνθήσει·
χ[. . . . . . . . . . . .]ς τρεῖς ἔδωκε Κανδᾶτι
30 κ[. . . . . . . . . . . .] τοῦτο κἥτερον χρῶμα.
βα[. . . . . . ὄμνυ]μι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἱρά,
κω[. . . . . . . . . .] τὴν ἀληθ[ε]ί[η]ν †βαδίζειν†.
[. . . . . . . . . . . .] οὐδ᾽ ὅσον ῥοπὴν ψεῦδος,
[. . . . . . . . . τῷ] Κέρδωνι μὴ βίου ὄνησις,
35 μ[. . . . . . . . .]ων γίνοιτο καὶ χάριν πρός με
. . . . . . οὐ γ]ὰρ ἀλλὰ μεζόνων ἤδη
. . . . . . . . .] κερδέων ὀριγνῶνται·
. . . . . . . . . . . .]ς τὰ ἔργα τῆς τέχνης ἡμέων.
. . . . . πί]συγγος δὲ δειλαίην οἰζύν
40 . . . . .]ιναν[. . .]εων νύκτα κἡμέρην θάλπω·
. . . . .]ς ἡμέων ἄχρι‹ς› ἑσπέρης κάπτει,
. . . .]αι πρὸ[ς] ὄρθ[ρ]ον· οὐ δοκέω τό‹σ›σον
τὰ Μικίωνος κηρί᾽ εὐπ[
κοὔπω λέγω, τρισκαίδε[κ. . . . . . β]όσκω,
45 ὁτεύνεκ᾽, ὦ γυναῖκες, ἀργ[. . . . . . .]ς,
οἵ, κἢν ὕῃ Ζεύς, τοῦτο μοῦ[νον . . . . .]ς
«φέρ᾽ εἰ φέρεις τι», τἄλλα δ᾽ ἀψ[όφως ἧ]νται
ὅκως νεοσσο[ὶ] τὰς κηχώνας θά[λ]π[ο]ντες.
ἀλλ᾽ οὐ λόγων γάρ, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται,
50 χαλκῶν δε. τοῦτ᾽ ἢν μὴ ὗμιν ἁνδάνῃ, Μητρ[οῖ,
τὸ ζεῦγος, ἕτερον χἄτε[ρ]ον μάλ᾽ ἐξοίσει,
ἔστ᾽ ἂν νόῳ πεισθῆτε [μὴ λ]έγει[ν] ψευδέα
Κέρδωνα. τάς μ[ο]ι σα[μβα]λουχ̣ίδας πάσας
ἔνεγκε, Πίστε· δεῖ μάλιστα ἰνηθείσας
55 ὑμέας ἀπελθεῖν, ὦ γυναῖκες, εἰς οἶκον.
θήσεσθε δ᾽ ὑμ[ε]ῖς τὰ νέα τα̣ῦτα παντοῖα·
Σικυώνι᾽, Ἀμβρακίδια, νοσσίδες, λεῖαι,
ψιττάκια, κανναβίσκα, βαυκίδε[ς], βλαυτία,
Ἰωνίκ᾽, ἀμφίσφυρα, νυκτιπήδηκες,
60 ἀκροσφύρια, καρκίνια, σάμβαλ᾽ Ἀργεῖα,
κοκκίδες, ἔφηβοι, διάβαθρα· ὧν ἐρᾄ θυμός
ὑμέων ἑκάστης εἴπατ᾽· ὡς ἂν αἴσθοισθε
σκύτεα γυναῖκες καὶ κύνες τί βρώζουσιν.


25Αμέ το χρώμα τους! Η Αθηνά να δώσει
ό,τι επιθυμείτε, δε θα μπορέσετε να βρείτε
άλλα παπούτσια στο χρώμα αυτό.
Κερί απ᾽ τον ανθό του λουλουδιού.
(Για δέρμα) στον Κανδά τρεις λίρες έδωσα.
30Πιο καλό χρώμα δεν θα βρεις αλλού.
Σ᾽ ό,τι έχω ιερό ορκίζομαι,
πως χωρίς περιττά λόγια την αλήθεια λέω.
Στα λόγια μου μια στάλα ψέμα δεν υπάρχει,
αλλιώς να μη χαρεί ο Κέρδων τη ζωή του.
35Και μου είπε πως χάρη μού έκανε,
γιατί στ᾽ αλήθεια πάρα πολύ
έχουν ανεβάσει τις τιμές οι έμποροι.
(Ωστόσο απέχουν πολύ) τα έργα τους από την τέχνη μας.
Και γω ο φτωχός τσαγκάρης με πόνους και πείνα
40μέρα και νύχτα τον πάγκο ζεσταίνω.
Κανείς μας δεν έχει φαΐ ως το βράδυ.
Και τόσες φωνές το πρωί· δεν ξέρω αν τόσο
πολύ θα φωνάζουν τα ζώα του Μικίωνα.
Και μόνον αυτά; να θρέψω δεκατρία στόματα έχω,
45που είναι σκέτη τεμπελιά, κυρίες μου.
Βρέξει δε βρέξει ο θεός, αυτοί το ίδιο τροπάρι:
«έλα και δώσε». Κατά τα άλλα κάθοντ᾽ ήσυχα,
σαν τα κλωσσόπουλα ζεσταίνοντας τον πισινό τους.
Μα δεν χρειάζεται λόγια η αγορά, καθώς το λένε,
50μα χρήματα. Αν δε σ᾽ αρέσει αυτό, Μητρώ,
ένα άλλο ζευγάρι αυτός θα σου φέρει,
ώσπου καλά να δεις πως ψέματα δε λέει
ο Κέρδωνας. Τα κουτιά όλα εσύ,
Πίστε, κατέβασε. Πρέπει να τα προβάρετε,
55κυρίες μου, και ύστερα στο σπίτι σας να πάτε.
Φορέστε τα. Μοντέρνα αυτά· μεγάλη ποικιλία·
Σικυώνια, Αμβρακίδια, κοριτσίστικα, γυαλιστερά,
πολύχρωμα, καννάβινα, κρόκινα, παντοφλέ,
Ιωνικά, μποτίνια, βραδινά,
60μποτάκια, ξώραφα, πέδιλα, πολυτελή,
κόκκινα, μυτερά, χωρίς τακουνάκι· τί επιθυμεί
της καθεμιάς σας η ψυχή πέστε μου. Έτσι θα καταλάβετε
γιατί οι γυναίκες και οι σκύλοι τρώνε τα δέρματα.