320ΣΩΣ. Μα και βοηθός μου εσύ για τα πιο πέρα.
ΓΟΡ. Σαν τί βοηθός; ΣΩΣ. Ευγενικό σε βλέπω…
ΓΟΡ. Δε θέλω να σου πω λόγια του αέρα,
τα πράγματα όπως είναι θα σου εκθέσω.
Του κοριτσιού ο πατέρας, ξέρε το, είναι
άνθρωπος που τον όμοιό του δεν είδε
ούτε άλλοτε ούτε τώρα ο κόσμος όλος.
ΣΩΣ. Για το γρινιάρη λες; Σχεδόν τον ξέρω.
ΓΟΡ. Μια συμφορά που ξεπερνά κάθε όριο.
Έχει ένα χτήμα που η αξία του θα ᾽ναι
δυο τάλαντα περίπου, κι ολημέρα
το καλλιεργεί ολομόναχος· δεν έχει
330άνθρωπο για βοηθό του, ούτ᾽ ένα δούλο
ή μεροκαματιάρη εργάτη και ούτε
συχέριο από ᾽να γείτονα· αυτός, μόνος.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση είναι
να μη βλέπει ψυχή· μα, σα δουλεύει,
την κόρη του έχει πλάι του σχεδόν πάντα·
μόνο σ᾽ αυτή μιλάει και σε κανέναν
άλλον, εξόν μεγάλη αν τύχει ανάγκη.
Και τότε μόνο λέει θα την παντρέψει,
αν βρει γαμπρό που να ᾽ναι σαν τον ίδιο.
ΣΩΣ. Μ᾽ άλλα λόγια, ποτέ. ΓΟΡ. Λοιπόν, καλέ μου,
μη σπαζοκεφαλάς· του κάκου θα είναι·
κι άφησε τον μπελά σ᾽ εμάς τους άλλους,
340τους συγγενείς, μια και ήταν τυχερό μας.
ΣΩΣ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Νεαρέ μου φίλε,
ποτέ δεν ερωτεύτηκες ως τώρα;
ΓΟΡ. Αυτό δεν μου επιτρέπεται, καλέ μου.
ΣΩΣ. Γιατί; Ποιός είν᾽ αυτός που σ᾽ εμποδίζει;
ΓΟΡ. Ποιός; Η έγνοια των βασάνων που με ζώνουν
κι ούτε στιγμή για ανάπαυση δε δίνει.
ΣΩΣ. Ώστε σου λείπει η πείρα; Απίθανο. Έστω…
Μου λες να τραβηχτώ· μα αυτό δεν είναι
στο χέρι μου, στο χέρι του θεού ᾽ναι.
ΓΟΡ. Τότε, σ᾽ εμάς βέβαια κακό δεν κάνεις,
μόνο που βασανίζεσαι του κάκου.
ΣΩΣ. Τί; Αδύνατο να πάρω το κορίτσι;
ΓΟΡ. Αδύνατο είναι· θα το νιώσεις κι ο ίδιος,
350στο χτήμα αν έρθεις, όπου πάω να σκάψω.
Σκάβει κι αυτός κοντά μας στο φαράγγι.
ΣΩΣ. Τί θες να πεις; ΓΟΡ. Για το γάμο της κοπέλας
θα του μιλήσω· αυτό σ᾽ εμένα αρέσει·
μα σαν τ᾽ ακούσει αυτός, θα ξεσπαθώσει
και θα βαλθεί να βρίζει όλο τον κόσμο
για τη ζωή που κάνει· αν δει κι εσένα
να στέκεις έτσι αργός κι ωραία ντυμένος,
ούτε που θ᾽ ανεχτεί να σε κοιτάξει.
|