Μ᾽ αυτά τα λόγια τούς εμίλησε ο Τηλέμαχος. Και να δυο αετοί
στην κορυφογραμμή ψηλά πετώντας — ο Δίας τούς έστειλε βροντόφωνος.
Φτερούγισαν για λίγο με τις πνοές του ανέμου, ένας στο πλάι
του αλλουνού με τα φτερά τους τεντωμένα.
150Αλλ᾽ όταν βρέθηκαν στη μέση της πολύφωνης συνέλευσης,
κάνοντας γύρους πήραν να χτυπούν τις δυνατές φτερούγες,
ώσπου εβούτηξαν πάνω απ᾽ τις κεφαλές τους — προμήνυμα καταστροφής.
Μετά, με τα άγρια νύχια τους έσχιζαν μεταξύ τους λαιμούς
και μάγουλα, κι έφυγαν τέλος δεξιά, ανάμεσα στα σπίτια και στην πόλη.
Τα όρνια βλέποντας εκείνοι με τα μάτια τους, έμειναν έκθαμβοι,
ψυχανεμίστηκαν το τι κακό τούς έμελλε.
Οπότε κι ο σεβάσμιος γέροντας, ο Μαστορίδης Αλιθέρσης, πήρε τον λόγο
και τους είπε — μόνος απ᾽ όλους τους ομήλικους αυτός
είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τα πουλιά και να εξηγεί
τα μέλλοντα της μοίρας.
160Αυτός λοιπόν, για το καλό τους, τους εμίλησε αγορεύοντας:
«Ακούστε με, Ιθακήσιοι, τι έχω τώρα να σας πω —
μα πιο πολύ προς τους μνηστήρες στρέφω τα λεγόμενά μου,
αφού σ᾽ αυτούς θα πέσει πάνω τους μέγα το κύμα του κακού.
Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν θα ᾽ναι λέω για πολύν καιρό
από τους φίλους του μακριά.
Ίσως να βρίσκεται κιόλας κοντά, σ᾽ όλους αυτούς υφαίνοντας φόνο και χαλασμό.
Ωστόσο κι άλλους, πολλούς, τους περιμένει η συμφορά·
εμάς, όσοι που ζούμε στην περήφανη Ιθάκη. Γι᾽ αυτό, κι όσο ακόμη
είναι καιρός, ας το σκεφτούμε να τους συγκρατήσουμε· αλλά κι αυτοί
μόνοι τους πρέπει πια να σταματήσουν, αφού τους είναι αυτό
τώρα το συμφερότερο.
170Δεν είμαι μάντης αδοκίμαστος, ξέρω καλά τι λέω
και βεβαιώνω πως για κείνον όλα τέλειωσαν όπως εγώ
του τα προφήτευσα· τότε που μπήκαν στα καράβια τους οι Αργείοι
τραβώντας στο Ίλιο, κι ήταν μαζί τους ο πανούργος Οδυσσέας.
Είπα, λοιπόν· τον περιμένουν βάσανα πολλά, θα χάσει κι όλους τους συντρόφους,
σ᾽ όλους αγνώριστος θα φτάσει στην πατρίδα του,
στον εικοστό πια χρόνο — τώρα τα πάντα συντελούνται.»
Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, του αντιμίλησε:
«Γέρο, τράβα στο σπίτι σου, κι εκεί κάνεις τον μάντη
στα παιδιά σου, να μην τα βρει κακό μελλούμενο.
180Όσο γι᾽ αυτά, ξέρω κι εγώ καλύτερα από σένα πώς μαντεύονται·
πολλά πουλιά στο φως του ήλιου πάνε κι έρχονται, όμως δεν είναι
κι όλα τους προφητικά. Μάθε το επιτέλους: ο Οδυσσέας
κάπου μακριά αφανίστηκε — άμποτε να ᾽χες κι εσύ μαζί του
χαλαστεί· τότε και δεν θα αγόρευες τα τόσα σου μαντεύματα,
μήτε και τον Τηλέμαχο, πάνω που είναι χολωμένος, θα τον τσινούσες
άσχημα, σίγουρα προσδοκώντας κάποιο δώρο για το σπίτι σου,
ανίσως σου το στείλει.
Αλλά σ᾽ το λέω ξεκάθαρα, κι όπως το λέω θα γίνει·
αν τον νεότερό σου εσύ, που περασμένα ξέρεις και πολλά,
τον παρασύρεις τώρα με τα λόγια σου κι επιβαρύνεις τον θυμό του,
190κακό χειρότερο εκείνον θα τον βρει, και μολαταύτα δεν θα πετύχει
τίποτε απ᾽ όσα θέλει.
Αλλά κι εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε τέτοια ποινή,
να βράζεις μέσα σου από θυμό όταν θα την πληρώνεις —
τόσο βαρύς θα πέσει πάνω σου καημός.
Και τώρα στον Τηλέμαχο, σ᾽ όλους μπροστά τού δίνω αυτή τη συμβουλή·
να ξαποστείλει τη μητέρα του, να πάει στο σπίτι του πατέρα της,
αυτοί θα κάνουν και τον γάμο της, αυτοί θα ορίσουν και την προίκα,
πολλή και πλούσια, καταπώς πρέπει στην ακριβή τους θυγατέρα.
Γιατί δεν το νομίζω οι νέοι των Αχαιών να σταματήσουν
μ᾽ αυτόν τον γάμο, που κάποιους ερεθίζει. Κανένα
200δεν φοβόμαστε — σίγουρα όχι τον Τηλέμαχο, που πάει η γλώσσα του ροδάνι·
μήτε ο δικός σου, γέρο, μας απασχολεί χρησμός, αυτός που εσύ
ξεστόμισες, μα δεν θα βγει κι αληθινός — μόνο εσένα
θα σε κάνει μισητότερο.
Το λέω· κακήν κακώς και δίχως αντιστάθμισμα θα κατατρώγεται
το βιος του, όσο κι εκείνη τον γάμο θ᾽ αναβάλλει με κάποιον Αχαιό.
Πάντως εμείς την κάθε μέρα εδώ θα μείνουμε, γιατί
παλεύουμε για τις πολλές της χάρες· δεν πρόκειται να κυνηγήσουμε
άλλες γυναίκες, μόλο που δεν μας λείπουν νύφες,
για να διαλέξει την κατάλληλη ο καθένας.»
|