Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (440-470)


440ΑΓΑ. ἐπῄνεσ᾽, ἀλλὰ στεῖχε δωμάτων ἔσω·
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἰούσης τῆς τύχης ἔσται καλῶς.
οἴμοι, τί φῶ δύστηνος; ἄρξωμαι πόθεν;
εἰς οἷ᾽ ἀνάγκης ζεύγματ᾽ ἐμπεπτώκαμεν.
ὑπῆλθε δαίμων, ὥστε τῶν σοφισμάτων
445πολλῷ γενέσθαι τῶν ἐμῶν σοφώτερος.
ἡ δυσγένεια δ᾽ ὡς ἔχει τι χρήσιμον.
καὶ γὰρ δακρῦσαι ῥᾳδίως αὐτοῖς ἔχει,
ἅπαντά τ᾽ εἰπεῖν. τῷ δὲ γενναίῳ φύσιν
ἄνολβα ταῦτα. προστάτην δὲ τοῦ βίου
450τὸν ὄγκον ἔχομεν τῷ τ᾽ ὄχλῳ δουλεύομεν.
ἐγὼ γὰρ ἐκβαλεῖν μὲν αἰδοῦμαι δάκρυ,
τὸ μὴ δακρῦσαι δ᾽ αὖθις αἰδοῦμαι τάλας,
εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος.
εἶεν· τί φήσω πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμήν;
455πῶς δέξομαί νιν; ποῖον ὄμμα συμβαλῶ;
καὶ γάρ μ᾽ ἀπώλεσ᾽ ἐπὶ κακοῖς ἅ μοι πάρος
ἐλθοῦσ᾽ ἄκλητος. εἰκότως δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο
θυγατρὶ νυμφεύσουσα καὶ τὰ φίλτατα
δώσουσ᾽, ἵν᾽ ἡμᾶς ὄντας εὑρήσει κακούς.
460τὴν δ᾽ αὖ τάλαιναν παρθένον —τί παρθένον;
Ἅιδης νιν, ὡς ἔοικε, νυμφεύσει τάχα—
ὡς ᾤκτισ᾽· οἶμαι γάρ νιν ἱκετεύσειν τάδε·
Ὦ πάτερ, ἀποκτενεῖς με; τοιούτους γάμους
γήμειας αὐτὸς χὥστις ἐστί σοι φίλος.
465παρὼν δ᾽ Ὀρέστης ἐγγὺς ἀναβοήσεται
οὐ συνετὰ συνετῶς· ἔτι γάρ ἐστι νήπιος.
αἰαῖ, τὸν Ἑλένης ὥς μ᾽ ἀπώλεσεν γάμον
γήμας ὁ Πριάμου Πάρις, ὃς εἴργασται τάδε.
ΧΟ. κἀγὼ κατῴκτειρ᾽, ὡς γυναῖκα δεῖ ξένην
470ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς καταστένειν.


440ΑΓΑ. Ευχαριστώ· έμπα τώρα μέσα· τα άλλα
καλά θα πάνε, όπως ορίζει η τύχη.
Ο αγγελιοφόρος μπαίνει στη σκηνή.
Αχ τί να πω; πούθε ν᾽ αρχίσω ο δόλιος;
Σε τί ζυγό μάς έχει βάλει η μοίρα!
Με τύλιξε ένας θεός· σοφότερο ήταν
το σχέδιο το δικό του απ᾽ το δικό μου.
Οι ανθρώποι του λαού καλά την έχουν.
Εύκολα κλαίνε κι ανοιχτά μιλούνε.
Στον άρχοντα όμως τούτα δεν ταιριάζουν.
Το μεγαλείο μας είναι της ζωής μας
450ο ρυθμιστής· δούλοι είμαστε στον όχλο.
Να χύσω δάκρυα ντρέπομαι, και πάλι
ντρέπομαι ο δόλιος να μην κλάψω, αφού
στην πιο μεγάλη συμφορά έχω πέσει.
Ας είναι· τί να πω στην Κλυταιμήστρα;
και πώς να τη δεχτώ; πώς ν᾽ αντικρίσω
το βλέμμα της; Ακάλεστη όπως ήρθε,
με σύντριψε, προσθέτοντας καινούριες
πίκρες στις πρώτες. Κι όμως φυσικό ηταν
να ᾽ρθει μαζί, την κόρη να παντρέψει,
να δώσει στο γαμπρό την ακριβή της,
που εμένα φταίχτη θα με βρει σ᾽ αυτό.
460Και το άμοιρο κορίτσι —τι κορίτσι;
γυναίκα του Άδη θα γινεί σε λίγο—
αχ πώς το κλαίω! Μου φαίνεται πως έτσι
θα με παρακαλεί: «Θα με σκοτώσεις,
πατέρα μου; Κι εσύ κι όπου αγαπάς
τέτοιο τέλος του γάμου σας να δείτε.»
Κοντά κι ο Ορέστης, μια φωνή θα βγάλει,
με νόημα, κι ας μη νιώθει αυτός, σα βρέφος.
Αχ, για να πάρει την Ελένη ο Πάρης,
χάθηκα εγώ· νά του κακού η αιτία.
ΚΟΡ. Πονώ κι εγώ, όσο στέκει μια ξένη
470 να κλαίει για συμφορά των βασιλιάδων.