Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (568-633)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Β

ΧΟ. Ἑκάβη, λεύσσεις τήνδ᾽ Ἀνδρομάχην
ξενικοῖς ἐπ᾽ ὄχοις πορθμευομένην;
570 παρὰ δ᾽ εἰρεσίᾳ μαστῶν ἕπεται
φίλος Ἀστυάναξ, Ἕκτορος ἶνις.
ποῖ ποτ᾽ ἀπήνης νώτοισι φέρῃ,
δύστανε γύναι, πάρεδρος χαλκέοις
Ἕκτορος ὅπλοις σκύλοις τε Φρυγῶν
δοριθηράτοις,
575 οἷσιν Ἀχιλλέως παῖς Φθιώτας
στέψει ναοὺς ἀπὸ Τροίας;

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ἀχαιοὶ δεσπόται μ᾽ ἄγουσιν. [στρ. α]
ΕΚ. οἴμοι. ΑΝ. τί παιᾶν᾽ ἐμὸν στενάζεις…
ΕΚ. αἰαῖ. ΑΝ. τῶνδ᾽ ἀλγέων…
580ΕΚ. ὦ Ζεῦ. ΑΝ. καὶ συμφορᾶς;
ΕΚ. τέκεα, ΑΝ. πρίν ποτ᾽ ἦμεν.

ΕΚ. βέβακ᾽ ὄλβος, βέβακε Τροία… [αντ. α]
ΑΝ. τλάμων. ΕΚ. ἐμῶν τ᾽ εὐγένεια παίδων.
ΑΝ. φεῦ φεῦ. ΕΚ. φεῦ δῆτ᾽ ἐμῶν…
585ΑΝ. κακῶν. ΕΚ. οἰκτρὰ τύχα…
ΑΝ. πόλεος, ΕΚ. ἃ καπνοῦται.

ΑΝ. μόλοις ὦ πόσις μοι… [στρ. β]
ΕΚ. βοᾷς τὸν παρ᾽ Ἅιδᾳ
παῖδ᾽ ἐμόν, ὦ μελέα.
590ΑΝ. σᾶς δάμαρτος ἄλκαρ.

ΕΚ. σύ τ᾽, ὦ λῦμ᾽ Ἀχαιῶν… [αντ. β]
ΑΝ. †τέκνων δέσποθ᾽ ἁμῶν†
πρεσβυγενὲς Πρίαμε,
ΑΝ. κοίμισαί μ᾽ ἐς Ἅιδου.

595ΑΝ. οἵδε πόθοι μεγάλοι… ΕΚ. σχετλία, τάδε πάσχομεν ἄλγη, [στρ. γ]
ΑΝ. οἰχομένας πόλεως… ΕΚ. ἐπὶ δ᾽ ἄλγεσιν ἄλγεα κεῖται.
ΑΝ. δυσφροσύναισι θεῶν, ὅτε σὸς γόνος ἔκφυγεν Ἅιδαν,
ὃς λεχέων στυγερῶν χάριν ὤλεσε πέργαμα Τροίας.
αἱματόεντα δὲ θεᾷ παρὰ Παλλάδι σώματα νεκρῶν
600 γυψὶ φέρειν τέταται· ζυγὰ δ᾽ ἤνυσε δούλια Τροίᾳ.

ΕΚ. ὦ πατρίς, ὦ μελέα… ΑΝ. καταλειπομέναν σε δακρύω, [αντ. γ]
ΕΚ. νῦν τέλος οἰκτρὸν ὁρᾷς. ΑΝ. καὶ ἐμὸν δόμον ἔνθ᾽ ἐλοχεύθην.
ΕΚ. ὦ τέκν᾽, ἐρημόπολις μάτηρ ἀπολείπεται ὑμῶν.
‹ › οἷος ἰάλεμος, οἷά τε πένθη
605 δάκρυά τ᾽ ἐκ δακρύων καταλείβεται ἁμετέροισι
δόμοισιν. ὁ θανὼν δ᾽ ἐπιλάθεται ἀλγέων ἀδάκρυτος.

ΧΟ. ὡς ἡδὺ δάκρυα τοῖς κακῶς πεπονθόσι
θρήνων τ᾽ ὀδυρμοὶ μοῦσά θ᾽ ἣ λύπας ἔχει.
610ΑΝ. ὦ μῆτερ ἀνδρός, ὅς ποτ᾽ Ἀργείων δορὶ
πλείστους διώλεσ᾽, Ἕκτορος, τάδ᾽ εἰσορᾷς;
ΕΚ. ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν, ὡς τὰ μὲν πυργοῦσ᾽ ἄνω
τὰ μηδὲν ὄντα, τὰ δὲ δοκοῦντ᾽ ἀπώλεσαν.
ΑΝ. ἀγόμεθα λεία σὺν τέκνῳ, τὸ δ᾽ εὐγενὲς
615 ἐς δοῦλον ἥκει, μεταβολὰς τοσάσδ᾽ ἔχον.
ΕΚ. τὸ τῆς ἀνάγκης δεινόν· ἄρτι κἀπ᾽ ἐμοῦ
βέβηκ᾽ ἀποσπασθεῖσα Κασάνδρα βίᾳ.
ΑΝ. φεῦ φεῦ·
ἄλλος τις Αἴας, ὡς ἔοικε, δεύτερος
παιδὸς πέφηνε σῆς· νοσεῖς δὲ χἄτερα.
620ΕΚ. ὧν γ᾽ οὔτε μέτρον οὔτ᾽ ἀριθμός ἐστί μοι·
κακῷ κακὸν γὰρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεται.
ΑΝ. τέθνηκέ σοι παῖς πρὸς τάφῳ Πολυξένη
σφαγεῖσ᾽ Ἀχιλλέως, δῶρον ἀψύχῳ νεκρῷ.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα. τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅ μοι πάλαι
625 Ταλθύβιος αἴνιγμ᾽ οὐ σαφῶς εἶπεν σαφές.
ΑΝ. εἶδόν νιν αὐτή, κἀποβᾶσα τῶνδ᾽ ὄχων
ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν.
ΕΚ. αἰαῖ, τέκνον, σῶν ἀνοσίων προσφαγμάτων·
αἰαῖ μάλ᾽ αὖθις, ὡς κακῶς διόλλυσαι.
630ΑΝ. ὄλωλεν ὡς ὄλωλεν, ἀλλ᾽ ὅμως ἐμοῦ
ζώσης γ᾽ ὄλωλεν εὐτυχεστέρῳ πότμῳ.
ΕΚ. οὐ ταὐτόν, ὦ παῖ, τῷ βλέπειν τὸ κατθανεῖν·
τὸ μὲν γὰρ οὐδέν, τῷ δ᾽ ἔνεισιν ἐλπίδες.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Έρχεται ένα αμάξι, που το οδηγούν και το συνοδεύουν Έλληνες στρατιώτες· μέσα στο αμάξι, η Αντρομάχη με τον Αστυάναχτα στην αγκαλιά της· είναι και διάφορα όπλα· ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια μεγάλη ασπίδα.
ΚΟΡ. Η Αντρομάχη! Τη βλέπεις, Εκάβη; Με αμάξι αποδώ
ξενικό την περνούν·
570κι ο Αστυάναχτας, του Έχτορα ο γιος,
στον τρεμάμενο κόρφο της γέρνει.
Πού σε σέρνουνε, δύστυχη,
πάνω στ᾽ όχημ᾽ αυτό;
Κι όπλα χάλκινα του Έχτορα πλάι σου θωρώ
και τρωαδίτικα λάφυρα· ο γιος
τ᾽ Αχιλλέα τους ναούς θα στολίσει μ᾽ αυτά
τους φθιώτικους, όταν εκεί θα γυρίσει απ᾽ την Τροία.

ΑΝΤΡΟΜΑΧΗ, μέσ᾽ από τ᾽ αμάξι.
Με παίρνουν σκλάβα οι Αχαιοί.
ΕΚΑ. Αλί μου, αλί.
ΑΝΤ. Πικρά το στόμα σου λαλεί…
ΕΚΑ. Οϊμέ.
ΑΝΤ. γι᾽ αυτά που εγώ τραβώ…
ΕΚΑ. Ω Δία!
580ΑΝΤ. και για τη συμφορά;
ΕΚΑ. Παιδιά!
ΑΝΤ. Μας είχες μια φορά.

ΕΚΑ. Η Τροία μας πάει, παν τ᾽ αγαθά.
ΑΝΤ. Ω συμφορά!
ΕΚΑ. Παν τα καλά μου τα παιδιά.
ΑΝΤ. Αχ, αχ.
ΕΚΑ. Για με μοιρολογάς.
ΑΝΤ. Καημός…
ΕΚΑ. της χώρας ο χαμός...
ΑΝΤ. φριχτός.
ΕΚΑ. Την έπνιξε ο καπνός.

ΑΝΤ. Αχ να ᾽ρχόσουνα, καλέ μου…
ΕΚΑ. Το παιδί μου απ᾽ το σκοτάδι,
άμοιρη, φωνάζεις του Άδη.
590ΑΝΤ. την καλή σου να βοηθήσεις.

ΕΚΑ. Πάρε με, έλα, Πρίαμέ μου...
ΑΝΤ. Πεθερέ κι εσύ, που μύρια
σου ᾽καμαν οι οχτροί μαρτύρια.
ΕΚΑ. κάτω κει να με κοιμίσεις.

Η Αντρομάχη κατεβαίνει από το αμάξι και πηγαίνει κοντά στην Εκάβη· αυτή ανασηκώνεται λίγο.
ΑΝΤ. Πολλά γυρεύεις.
ΕΚΑ. Δύστυχη, πολλές κι οι συμφορές μας.
ΑΝΤ. Η χώρα πάει.
ΕΚΑ. Κι οι συμφορές η μια πάνω στην άλλη.
ΑΝΤ. Τον Άδη ο Πάρης ξέφυγε —γι᾽ αυτό οι θεοί οργιστήκαν—
και γκρέμισε τα κάστρα μας για μια κακιά γυναίκα.
Πλάι στης Παλλάδας το ναό πλεν τα κουφάρια στο αίμα,
600θροφή για τα όρνια, και ζυγός σκλαβιάς στην Τροία βαραίνει.

ΕΚΑ. Δόλια πατρίδα, ...
ΑΝΤ. Ρέουν πικρά τα δάκρυα, που σ᾽ αφήνω…
ΕΚΑ. τώρα όλα παν.
ΑΝΤ. και σπίτι, εσέ, που ᾽χα παιδοκομήσει.
ΕΚΑ. Παιδάκια μου, χαθήκατε, κι έρμη απομένει τώρα
στη ρημαγμένη χώρα μας η μάνα σας, ω θρήνοι!
Και για τα σπίτια μας κυλούν τα δάκρυα μας ποτάμια.
Μα οι πεθαμένοι λησμονούν τις πίκρες και δεν κλαίνε.

ΚΟΡ. Οι δύστυχοι χαρά στα δάκρυα βρίσκουν,
στα θλιβερά τραγούδια και στους θρήνους.
610ΑΝΤ. Μητέρα του Έχτορά μου, που είχε πλήθος
Αργείους σκοτώσει, αυτά τα βλέπεις τώρα;
ΕΚΑ. Βλέπω έργα θεών, που υψώνουν τιποτένια,
κι αυτά που κάτι τα ᾽λεες τα γκρεμίζουν.
ΑΝΤ. Με το παιδί μου λάφυρο με παίρνουν·
αρχοντοπούλα χτες, σήμερα σκλάβα.
ΕΚΑ. Μοίρα σκληρή· νά, τώρα από κοντά μου
με το στανιό μού αρπάξαν την Κασσάντρα.
ΑΝΤ. Αχ αχ·
κι άλλος θα πρόβαλε Αίας του κοριτσιού σου·
αλλά κι αλλούθε συμφορά σε βρίσκει.
620ΕΚΑ. Οι συμφορές μου μετρημό δεν έχουν·
παραβγαίνουν ποιά πρώτη να χτυπήσει.
ΑΝΤ. Πέθανε η Πολυξένη σου· τη σφάξαν,
δώρο νεκρού, στον τάφο του Αχιλλέα.
ΕΚΑ. Αλίμονό μου· σκοτεινά ο Ταλθύβιος
μου τα ᾽λεγε, αλλά, νά, ξεκαθαρίζουν.
ΑΝΤ. Την είδα η ίδια· βγήκα από τ᾽ αμάξι,
τη σκέπασα και μοιρολόι τής είπα.
ΕΚΑ. Κόρη μου, κλαίω τ᾽ ανίερο σφάξιμό σου·
οϊμένα, οϊμέ· τί θάνατος σε βρήκε!
630ΑΝΤ. Πήγε όπως πήγε· κι όμως, πεθαμένη,
από μένα που ζω καλύτερα είναι.
ΕΚΑ. Θάνατος και ζωή δεν είναι το ίδιο·
αυτός, μηδέν· μα η άλλη κρύβει ελπίδες.