Η ναυμαχία αρχίζει [14.1] Για το πλήθος των βαρβαρικών πλοίων ο Αισχύλος ο ποιητής, σαν άνθρωπος που ξέρει και μπορεί να μιλεί με βεβαιότητα, λέει στους «Πέρσες», την περίφημη τραγωδία του, αυτά: «Χίλια ήταν τα καράβια που οδηγούσε ο Ξέρξης αυτό καλά το ξέρω· τα γοργόδρομά του ήταν διακόσια εφτά· νά αυτή είν᾽ η αναλογία». [14.2] Τα πλοία των Αθηναίων ήταν όλο όλο εκατόν ογδόντα και καθένα είχε δεκαοχτώ πολεμιστές του καταστρώματος· απ᾽ αυτούς τέσσερις ήταν τοξότες και οι άλλοι οπλίτες. [14.3] Φαίνεται πως ο Θεμιστοκλής έλαβε υπόψη του και την κατάλληλη ώρα, όχι μόνο τον κατάλληλο τόπο της μάχης· γι᾽ αυτό καιροφυλάχτησε και δεν τοποθέτησε τα ελληνικά πλοία αντιμέτωπα στα βαρβαρικά, πριν έρθει η συνηθισμένη ώρα που φυσάει πάντα από το πέλαγος σφοδρός άνεμος που περνώντας από τα στενά ξεσηκώνει τα κύματα. Ο δυνατός αυτός άνεμος τα ελληνικά πλοία δεν τα πείραζε, γιατί ήταν χαμηλά και μικρότερα, τα βαρβαρικά όμως που είχαν τις πρύμνες σηκωμένες και ψηλά τα καταστρώματα και από το βάρος τους δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν, τα ξεμάκραινε από το δρόμο τους, όπως έπεφτε πάνω τους, και τα έφερνε στα πλευρά των Ελλήνων, που ορμούσαν με δύναμη και έστρεφαν όλη την προσοχή τους στο Θεμιστοκλή, γιατί ήξεραν ότι αυτός περισσότερο απ᾽ όλους βλέπει ποιό είναι το συμφέρον των Ελλήνων. Αλλωστε απέναντι ακριβώς από το Θεμιστοκλή ο ναύαρχος του Ξέρξη Αριαμένης από το μεγάλο πλοίο του τόξευε και ακόντιζε σαν από κανένα τείχος· αυτός ο Αριαμένης ήταν άντρας γενναίος και από τους αδερφούς του βασιλιά ο πιο δυνατος και ο πιο δίκαιος. [14.4] Επάνω σ᾽ αυτόν ορμούν ο Αμεινίας από τη Δεκέλεια και ο Σωκλής από την Παλλήνη που έπλεαν μαζί στο ίδιο πλοίο και χτυπούν το πλοίο του Αριαμένη. Και όπως τα δύο πλοία έπεφταν πλώρη με πλώρη το ένα πάνω στο άλλο, συγκρούστηκαν, και βρέθηκαν μπλεγμένα τα χάλκινα έμβολά τους. Τότε ο Αριαμένης προσπαθεί να κατεβεί στο πλοίο τους, αλλά εκείνοι του αντιτάχτηκαν και χτυπώντας με τα δόρατα τον έριξαν στη θάλασσα· και το σώμα του που το παράσερναν τα κύματα εδώ και εκεί μαζί με τα άλλα ναυάγια το αναγνώρισε η Αρτεμισία και το ανέβασε στον Ξέρξη. Ο θρίαμβος [15.1] Σ᾽ αυτή τη στιγμή της ναυμαχίας λάμψη μεγάλη λένε πως άστραψε από το μέρος της Ελευσίνας και ήχος και φωνή γέμισε το Θριάσιο κάμπο ώς τη θάλασσα, σαν άνθρωποι πολλοί μαζί να συνόδευαν σε λιτανεία τον μυστικό Ίακχο. Και από το πλήθος των ανθρώπων που φώναζαν φάνηκε να σηκώνεται λίγο λίγο από τη γη προς τα πάνω ένα σύννεφο σκόνη, να γυρίζει έπειτα στη θάλασσα και να πέφτει απότομα πάνω στα πλοία. [15.2] Άλλοι θαρρούσαν πως έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα αντρών οπλισμένων από το μέρος της Αίγινας, που ύψωναν τα χέρια εμπρός από τα ελληνικά πλοία. Και συμπέραιναν πως αυτοί ήταν οι Αιακίδες, που τους είχαν παρακαλέσει μ᾽ ευχές πριν από τη ναυμαχία να έρθουν βοηθοί. [15.3] Πρώτος ο Λυκομήδης ο Αθηναίος τριήραρχος, κυριεύει εχθρικό πλοίο και, αφού έκοψε τα εμβλήματά του, τα αφιέρωσε στο δαφνηφόρο Απόλλωνα στη Φλυά. [15.4] Τέλος οι άλλοι Έλληνες που πολεμούσαν με ίσες πάντοτε δυνάμεις —γιατί οι βάρβαροι εξαιτίας του στενού έρχονταν λίγοι λίγοι κάθε φορά και χτυπιόνταν μεταξύ τους— κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τα περσικά πλοία που αντιστάθηκαν ώς το βράδυ. Έτσι, όπως λέει ο Σιμωνίδης, οι Έλληνες κέρδισαν την ωραία και περίφημη εκείνη νίκη, που λαμπρότερο απ᾽ αυτήν κανένα άλλο κατόρθωμα στη θάλασσα δεν έχει γίνει ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους βαρβάρους. Και τη νίκη αυτή την κέρδισαν με την αντρεία και την κοινή προθυμία όλων των Ελλήνων που πήραν μέρος στη ναυμαχία, αλλά και με την πρωτοβουλία και την ικανότητα του Θεμιστοκλή.
|