Ραψωδία ο Τηλεμάχου ἐπάνοδος
Κι εκείνη, η Αθηνά Παλλάδα, ξεκίνησε να πάει στη Λακεδαίμονα,
μια πολιτεία απλόχωρη, τον νόστο να θυμίσει στον λαμπρό του γιο
του μεγαλόψυχου Οδυσσέα, να τον προτρέψει να γυρίσει.
Και βρήκε τον Τηλέμαχο πλάι στον Πεισίστρατο, το αγλάισμα του Νέστορα,
οι δυο τους να πλαγιάζουν στον πρόδομο του φημισμένου Μενελάου.
Τον Νεστορίδη βυθισμένον μαλακά στον ύπνο του· μόνο που τον Τηλέμαχο
δεν έλεγε γλυκύς ο ύπνος να τον πάρει — μέσα στη θεία νύχτα
αγρυπνούσε ο νους του, ανήσυχος πολύ για τον πατέρα του.
Κοντά του στάθηκε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, και τον προσφώνησε:
10«Τηλέμαχε, καλό δεν είναι πια να σέρνεσαι κι άλλο μακριά
απ᾽ το σπίτι, έκθετα αφήνοντας τα πλούτη στο παλάτι,
λεία στους τόσο αλαζονικούς μνηστήρες· θα τα μοιράσουν
μεταξύ τους, όλα θα σου τα φάνε, οπότε ο δρόμος σου αυτός
θ᾽ αποδειχτεί χαμένος κόπος.
Γι᾽ αυτό, όσο μπορείς πιο γρήγορα, φώναξε τον Μενέλαο με τη βαριά φωνή,
να σε κατευοδώσει· μήπως προλάβεις την καλή σου μάνα στο σπίτι ακόμη.
Γιατί πατέρας κι αδελφοί τη σπρώχνουν τώρα γαμπρό να πάρει
τον Ευρύμαχο — αυτός ξεπέρασε τους άλλους πια μνηστήρες
με τα πολλά γαμήλια δώρα που προσφέρει.
Κοίτα λοιπόν μην πάρει η μάνα σου κάτι απ᾽ το βιος σου, αφήνοντας
20το σπίτι. Ξέρεις τι φρόνημα κρύβει στα στήθη της κάθε γυναίκα·
θέλει το σπιτικό εκείνου να πλουτίσει, όποιος την παντρευτεί.
Όσο για τα παιδιά από τον πρώτο γάμο ή τον δικό της πρώην σύζυγο,
τίποτε δεν θυμάται πια, κι όταν αυτός πεθάνει, μήτε τον βάζει ο νους της.
Αλλά κι εσύ, πίσω γυρίζοντας, το καθετί να εμπιστευτείς
σε μια σου δούλα, όποια σου φαίνεται πως είναι η πιο πιστή,
ωσότου κάποτε σου φανερώσουν οι θεοί το αρχοντικό σου ταίρι,
να κοιμηθείς μαζί του.
Και κάτι άλλο έχω να σου πω, βάλ᾽ το καλά στον νου σου:
οι πιο περήφανοι μνηστήρες φρόντισαν να σου στήσουνε καρτέρι,
σ᾽ εκείνο το στενό που αφήνουν μεταξύ τους
η Ιθάκη και τ᾽ απόκρημνα βράχια της Σάμης, γιατί γυρεύουν
30πώς θα σε σκοτώσουν, προτού πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.
Δεν το νομίζω όμως πως θα γίνει· κάποιους πρωτύτερα θα φάει η γη,
όσους μνηστήρες τρώνε κι αφανίζουν τα αγαθά σου.
Ωστόσο κοίταξε να το κρατήσεις από τα νησιά μακριά
το καλοκαμωμένο σου καράβι, αρμένιζε ακόμη και τη νύχτα —
ένας θεός αγέρι πρίμο πίσω σου θα στείλει, φύλακας και σωτήρας σου.
Αλλά όταν πια θα αράξεις στο πρώτο της Ιθάκης ακρογιάλι,
τότε παράγγειλε πλοίο και σύντροφοι, όλοι να μπουν στην πόλη,
μόνο εσύ τράβα και πήγαινε αμέσως στου χοιροβοσκού,
σ᾽ αυτόν που νοιάζεται τους χοίρους σου και θέλει το καλό σου.
40Εκεί τη νύχτα σου να την περάσεις, κι εκείνου να του πεις
να κατεβεί στην πόλη, να φέρει μήνυμά σου στη συλλογισμένη Πηνελόπη,
σώος πως είσαι κι έφτασες καλά από την Πύλο.»
Τόσο του μίλησε η θεά, και μίσεψε ψηλά στον Όλυμπο.
Τότε ο Τηλέμαχος, του Νεστορίδη κόβοντας τον νήδυμο ύπνο,
τον κλότσησε με το ποδάρι, λέγοντας:
«Ξύπνα σου λέω, γιε του Νέστορα, ζέψε, Πεισίστρατε, στο αμάξι
τα μονόνυχα άλογα, να πάρουμε τώρα τον δρόμο μας.»
Αλλά κι ο γιος του Νέστορα, αντιμιλώντας ο Πεισίστρατος του λέει:
«Τηλέμαχε, δεν βλέπω πώς, όσο κι αν είναι βιαστικός
ο δρόμος μας, θα ταξιδέψουμε μέσα στη μαύρη νύχτα —
50ακόμη λίγο και θα φέξει.
Κάνε λοιπόν υπομονή, ώσπου να φέρει και τα δώρα του, στην άμαξα
να τα φορτώσει ο ήρωας Ατρείδης, ο ξακουστός ακοντιστής Μενέλαος,
με λόγια φιλικά να μας μιλήσει, να μας κατευοδώσει.
Γιατί ο κάθε ξένος πάντα θυμάται και ποτέ του δεν ξεχνά
τον ξενιστή που τον εφίλεψε με τόση αγάπη.»
Έτσι μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο χρυσόθρονη στον ουρανό η Αυγή.
Οπότε κίνησε να ᾽ρθει σιμά τους ο βαρύφωνος Μενέλαος,
αφήνοντας την κλίνη όπου κοιμόταν πλάι στην καλλίκομη Ελένη.
Τον πήρε αμέσως είδηση του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος,
60που με σπουδή φορούσε κιόλας τον λαμπρό χιτώνα
γύρω στο κορμί του, κι έριξε το φαρδύ του ρούχο
πάνω στους στιβαρούς του ώμους.
Έτσι ο γενναίος Τηλέμαχος προχώρησε στην πόρτα, βγαίνοντας στάθηκε
κοντά του, ο αγαπημένος γιος του θεϊκού Οδυσσέα, κι αμέσως τον προσφώνησε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου·
είναι καιρός να με ξεπροβοδίσεις, να πατήσω
τα πατρικά μου χώματα, γιατί το θέλει κι η ψυχή μου να γυρίσω σπίτι μου.»
|