Αλλά τους βρήκε άσχημη νύχτα, αφέγγαρη και μαύρη,
ο Δίας έβρεχε ολονύχτιος, φυσούσε δυνατά ο υγρός πουνέντες.
Τότε ο Οδυσσέας τούς μίλησε, θέλοντας τον χοιροβοσκό να δοκιμάσει,
460ανίσως, βγάζοντας την κάπα του, θα του τη δώσει, μετά από τόση περιποίηση,
ή θα συστήσει να το κάνει κάποιος παραγιός:
«Εύμαιε, άκου, αλλά κι οι άλλοι σύντροφοί σου.
Θα πω μεγάλο λόγο· φαίνεται φταίει το ξέφρενο κρασί,
που ακόμη και τον φρονιμότερο τον παρασύρει σε αχαλίνωτο τραγούδι,
τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, να σέρνει τον χορό,
ή και να ξεστομίζει λόγια που θα ᾽ταν πιο καλό να τα κατάπινε.
Αλλά μια κι άνοιξα το στόμα μου, λέω να μην το κλείσω.
Ας ήμουν νιος μ᾽ αξόδευτη στα μέλη μου τη δύναμη,
όπως κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο, όταν καρτέρι πήγαμε
470να στήσουμε, με αρχηγούς τον Οδυσσέα, τον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα,
κι εμένα τρίτον μεταξύ τους οδηγό — ήμουν επιλογή δική τους.
Φτάναμε πια κοντά στην πόλη με το ψηλό της κάστρο, κι όπως
βρεθήκαμε πλάι σε πυκνά χαμόδεντρα, σε βάλτο με καλάμια,
ζαρώσαμε συνάρματοι να κοιμηθούμε.
Αλλά, μέσα στη μαύρη, παγωμένη νύχτα σηκώνεται βοριάς· κρύο
το χιόνι, σαν την πάχνη, πέφτει πάνω μας, γινόταν κρύσταλλο
γύρω από τις ασπίδες μας.
Τότε λοιπόν οι άλλοι είχαν μαζί τους όλοι κάπες και χιτώνες,
κι ατάραχοι κοιμόντουσαν — η πλάτη σκεπασμένη με το σάκος.
480Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους,
χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα πως παρά ταύτα
δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου,
ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
Αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε, κι όπως είχαν περάσει ώρα τα μεσάνυχτα, τρεμόσβηναν τ᾽ αστέρια, τον Οδυσσέα εγώ, που πλάγιαζε στο πλάι μου,
τον έσπρωξα με τον αγκώνα, κι αυτός πετάχτηκε κι αμέσως μ᾽ άκουσε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
δεν το πιστεύω πως θα μείνω με τους ζωντανούς, η παγωνιά
θα μ᾽ εξοντώσει. Γιατί δεν έχω κάπα, κάποιος δαίμονας με γέλασε
να μείνω μόνο με το πουκάμισό μου· δεν βλέπω τρόπο σωτηρίας πια.»
490Έτσι του μίλησα, κι ο νους του δούλεψε, έπιασε αμέσως την ιδέα
(όπως συνήθιζε πάντοτε να βουλεύεται και ν᾽ αγωνίζεται),
οπότε χαμηλόφωνα μιλώντας είπε:
«Τώρα σιωπή, να μη σ᾽ ακούσει άλλος κανείς από τους Αχαιούς.»
Μετά ακουμπώντας στον αγκώνα το κεφάλι του φωνάζει:
«Ακούστε, φίλοι· ήλθε στον ύπνο μου όνειρο θεϊκό:
σάμπως πολύ μακριά βρεθήκαμε απ᾽ τα πλοία· κάποιος
να τρέξει να το πει στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα, τον στρατηλάτη·
να ξεσηκώσει κι άλλους από τα καράβια, για να μας συντρέξουν.»
Δεν πρόφτασε να πει τον λόγο του, κι ευθύς ο Θόας πετάχτηκε,
500ο γιος του Ανδραίμονα, που, ρίχνοντας την πορφυρή του κάπα, κινήθηκε
σαν αστραπή, τρέχοντας στα καράβια. Οπότε εγώ, στο ρούχο του ντυμένος,
κοιμόμουν ευχαριστημένος, ώσπου να φέξει η Αυγή χρυσόθρονη.
Αν ήμουν τώρα νιος, αν είχα αξόδευτη τη δύναμή μου ακόμη,
ίσως και κάποιος στο μαντρί χοιροβοσκός να μου ᾽δινε την κάπα του,
από αγάπη αλλά και σέβας, συνάμα και τα δυο, σε κάποιον άνθρωπο
που πράγματι το αξίζει.
Όμως με τα κουρέλια αυτά, τώρα δεν λογαριάζομαι.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Άψογη η παραβολή σου, γέροντα, και στη διήγησή σου
τίποτε επιλήψιμο κι ανώφελο δεν είπες.
510Γι᾽ αυτό δεν θα σου λείψει τίποτε, ρούχο ή κι οτιδήποτε,
όσα ταιριάζει να δεχτεί ταλαίπωρος ικέτης μας.
Αυτά προς το παρόν. Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει
πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
Εδώ πάντως δεν έχουμε παραπανίσιες κάπες και χιτώνες, για να τ᾽ αλλάζουμε
ο ένας με τον άλλο — μια χλαίνη μόνο πέφτει στον καθένα μας.
Αλλ᾽ όταν φτάσει κάποτε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος, αυτός και κάπα
θα σου δώσει να φορέσεις και χιτώνα, κι ακόμη
θα σε στείλει όπου τραβάει η ψυχή κι η όρεξή σου.»
Μιλώντας όπως μίλησε, πάνω πετάχτηκε, έστρωσε στη φωτιά κοντά
προβιές απανωτές, γιδίσιες, προβατίσιες· κι εκεί τον Οδυσσέα
520πλαγιάζοντας, τον σκέπασε με κάπα μεγάλη και χοντρή — την είχε
διαθέσιμη, να τη φορεί, όποτε πλάκωνε ασήκωτη η βαρυχειμωνιά.
Έτσι λοιπόν κι εκεί ο Οδυσσέας κοιμήθηκε — στο πλάι του
κοιμόντουσαν οι άλλοι νιούτσικοι βοσκοί.
Μόνο ο χοιροβοσκός δεν θέλησε κοντά τους να πλαγιάσει, να κοιμηθεί
χώρια απ᾽ τους χοίρους του· γι᾽ αυτό ετοιμάστηκε να βγει
παρέξω. Ένιωσε μέσα του ο Οδυσσέας χαρά, που έδειξε εκείνος
τόση φροντίδα για το βιος του, κι ας τον λογάριαζε μακριά.
Πέρασε τότε ο Εύμαιος το κοφτερό σπαθί στους στιβαρούς του ώμους,
τυλίχτηκε την κάπα του χοντρή για ανεμοφύλαξη,
530πήρε και μια προβιά καλοθρεμμένης και μεγάλης γίδας,
στο χέρι του έπιασε το μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά και κλέφτες, και προχωρώντας πήγε να πλαγιάσει
όπου ησύχαζαν κι οι χοίροι του με τ᾽ άσπρα δόντια, κάτω
από βράχο θολωτό, απ᾽ τον βοριά απάνεμα.
|