Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (14.418-14.456)


Ὣς ἄρα φωνήσας κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ
οἱ δ᾽ ὗν εἰσῆγον μάλα πίονα πενταέτηρον.
420 τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἔστησαν ἐπ᾽ ἐσχάρῃ· οὐδὲ συβώτης
λήθετ᾽ ἄρ᾽ ἀθανάτων· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσιν·
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν
ἀργιόδοντος ὑός, καὶ ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
425 κόψε δ᾽ ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε κείων·
τὸν δ᾽ ἔλιπε ψυχή. τοὶ δὲ σφάξάν τε καὶ εὗσαν·
αἶψα δέ μιν διέχευαν· ὁ δ᾽ ὠμοθετεῖτο συβώτης,
πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν.
καὶ τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ,
430 μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως ἐρύσαντό τε πάντα,
βάλλον δ᾽ εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα· ἂν δὲ συβώτης
ἵστατο δαιτρεύσων· περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη.
καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων·
435 τὴν μὲν ἴαν νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ,
θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ᾽ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστῳ·
νώτοισιν δ᾽ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν
ἀργιόδοντος ὑός, κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος·
καί μιν φωνήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
440 «αἴθ᾽ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι με τοῖον ἐόντ᾽ ἀγαθοῖσι γεραίρεις.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ἔσθιε, δαιμόνιε ξείνων, καὶ τέρπεο τοῖσδε,
οἷα πάρεστι· θεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ᾽ ἐάσει,
445 ὅττι κεν ᾧ θυμῷ ἐθέλῃ· δύναται γὰρ ἅπαντα.»
Ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι,
σπείσας δ᾽ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν· ὁ δ᾽ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
σῖτον δέ σφιν ἔνειμε Μεσαύλιος, ὅν ῥα συβώτης
450 αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος·
πὰρ δ᾽ ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
455 σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ᾽ ἐπὶ κοῖτον,
σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι ἐσσεύοντο.


Είπε, κι ευθύς με το χαλκό, ανελέητο τσεκούρι του έσχισε ξύλα
κι οι παραγιοί του φέρνουν μέσα πεντάχρονο, τετράπαχο γουρούνι,
420που το ᾽στησαν στη σχάρα. Εκείνος όμως δεν λησμόνησε
το χρέος του στους αθανάτους — ήταν η φύση του αγαθή.
Το πρώτο που έκανε, έκοψε τρίχες απ᾽ την κεφαλή
του ασπροδόντη χοίρου, τις έριξε στη φλόγα και σ᾽ όλους τους θεούς ευχήθηκε
του συνετού Οδυσσέα τον νόστο, σπίτι του να γυρίσει.
Μετά κατέβασε με ορμή τη δρύινη σχίζα
(την είχε ξεχωρίσει απ᾽ τα κομμένα ξύλα),
και με το χτύπημα παρέλυσε ο χοίρος και ξεψύχησε.
Τότε πήραν οι άλλοι να τον σφάζουν, ξεχώριζαν τα μέλη του, για να τον ψήσουν.
Στο μεταξύ ο χοιροβοσκός κομμάτια ωμά από κάθε μέλος τα τύλιξε
σε πλούσιο ξίγκι, τα πασπαλίζει με ψιλό κριθάλευρο
και τα αποθέτει στη φωτιά.
430Τα υπόλοιπα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες, τ᾽ άφησαν να ψηθούν καλά,
μετά τα τράβηξαν, κι όλα μαζί τ᾽ ακούμπησαν στα κρεατόξυλα.
Όρθιος τότε ανέλαβε ο χοιροβοσκός τη μοιρασιά —
αυτός τα πρέποντα τα γνώριζε καλά.
Χώρισε όλο το ψημένο κρέας σ᾽ επτά μερίδες· την πρώτη την ξεχώρισε
και προσευχήθηκε στις Νύμφες και στον γιο της Μαίας,
τον Ερμή, ενώ τις άλλες τις εμοίρασε στους άλλους. Αλλά τον Οδυσσέα
τον τίμησε με σπάλα απ᾽ τη σπονδυλωτή ράχη του ασπροδόντη χοίρου,
κι ευφράνθηκε η ψυχή του κύρη του.
Αμέσως τον προσφώνησε ο Οδυσσέας μιλώντας, εύστροφος κι έξυπνος:
440«Εύμαιε, είθε ο Δίας πατέρας να σου δείξει τόση αγάπη,
όση κι εσύ σ᾽ εμένα, αφού στο χάλι αυτό με τ᾽ αγαθά σου με τιμάς.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Τρώγε, ξένε παράξενε, απολαμβάνοντας το φαγητό που έχεις μπροστά σου.
Κι όσο για τον θεό, το ένα δίνει, το άλλο αφήνει,
κατά τη θέλησή του, αφού μπορεί τα πάντα.»
Τέλειωσε, και τις απαρχές του ζώου θυσίαζε στους αιωνίους θεούς,
σταλάζοντας κόκκινο σαν τη φλόγα το κρασί, ύστερα την κούπα δίνει
στα χέρια του πολιορκητή Οδυσσέα, τέλος πήρε κι αυτός τη θέση του.
Ψωμί τούς μοίραζε ο Μεσαύλιος — τον είχε μόνος του αποκτήσει
450ο χοιροβοσκός, όταν ο κύρης του έφυγε στα ξένα·
χώρια απ᾽ τη δέσποινά του κι από τον γέροντα Λαέρτη,
με χρήματα δικά του τον αγόρασε απ᾽ τους Ταφίους.
Κι ευθύς τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι·
όταν εκόρεσαν την όρεξή τους με το φαΐ και το πιοτό,
σήκωσε ο Μεσαύλιος αμέσως τ᾽ αποφάγια, κι εκείνοι κίνησαν
να κοιμηθούν, χορτάτοι από ψωμί και κρέας.