Είπε, κι ευθύς με το χαλκό, ανελέητο τσεκούρι του έσχισε ξύλα
κι οι παραγιοί του φέρνουν μέσα πεντάχρονο, τετράπαχο γουρούνι,
420που το ᾽στησαν στη σχάρα. Εκείνος όμως δεν λησμόνησε
το χρέος του στους αθανάτους — ήταν η φύση του αγαθή.
Το πρώτο που έκανε, έκοψε τρίχες απ᾽ την κεφαλή
του ασπροδόντη χοίρου, τις έριξε στη φλόγα και σ᾽ όλους τους θεούς ευχήθηκε
του συνετού Οδυσσέα τον νόστο, σπίτι του να γυρίσει.
Μετά κατέβασε με ορμή τη δρύινη σχίζα
(την είχε ξεχωρίσει απ᾽ τα κομμένα ξύλα),
και με το χτύπημα παρέλυσε ο χοίρος και ξεψύχησε.
Τότε πήραν οι άλλοι να τον σφάζουν, ξεχώριζαν τα μέλη του, για να τον ψήσουν.
Στο μεταξύ ο χοιροβοσκός κομμάτια ωμά από κάθε μέλος τα τύλιξε
σε πλούσιο ξίγκι, τα πασπαλίζει με ψιλό κριθάλευρο
και τα αποθέτει στη φωτιά.
430Τα υπόλοιπα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες, τ᾽ άφησαν να ψηθούν καλά,
μετά τα τράβηξαν, κι όλα μαζί τ᾽ ακούμπησαν στα κρεατόξυλα.
Όρθιος τότε ανέλαβε ο χοιροβοσκός τη μοιρασιά —
αυτός τα πρέποντα τα γνώριζε καλά.
Χώρισε όλο το ψημένο κρέας σ᾽ επτά μερίδες· την πρώτη την ξεχώρισε
και προσευχήθηκε στις Νύμφες και στον γιο της Μαίας,
τον Ερμή, ενώ τις άλλες τις εμοίρασε στους άλλους. Αλλά τον Οδυσσέα
τον τίμησε με σπάλα απ᾽ τη σπονδυλωτή ράχη του ασπροδόντη χοίρου,
κι ευφράνθηκε η ψυχή του κύρη του.
Αμέσως τον προσφώνησε ο Οδυσσέας μιλώντας, εύστροφος κι έξυπνος:
440«Εύμαιε, είθε ο Δίας πατέρας να σου δείξει τόση αγάπη,
όση κι εσύ σ᾽ εμένα, αφού στο χάλι αυτό με τ᾽ αγαθά σου με τιμάς.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Τρώγε, ξένε παράξενε, απολαμβάνοντας το φαγητό που έχεις μπροστά σου.
Κι όσο για τον θεό, το ένα δίνει, το άλλο αφήνει,
κατά τη θέλησή του, αφού μπορεί τα πάντα.»
Τέλειωσε, και τις απαρχές του ζώου θυσίαζε στους αιωνίους θεούς,
σταλάζοντας κόκκινο σαν τη φλόγα το κρασί, ύστερα την κούπα δίνει
στα χέρια του πολιορκητή Οδυσσέα, τέλος πήρε κι αυτός τη θέση του.
Ψωμί τούς μοίραζε ο Μεσαύλιος — τον είχε μόνος του αποκτήσει
450ο χοιροβοσκός, όταν ο κύρης του έφυγε στα ξένα·
χώρια απ᾽ τη δέσποινά του κι από τον γέροντα Λαέρτη,
με χρήματα δικά του τον αγόρασε απ᾽ τους Ταφίους.
Κι ευθύς τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι·
όταν εκόρεσαν την όρεξή τους με το φαΐ και το πιοτό,
σήκωσε ο Μεσαύλιος αμέσως τ᾽ αποφάγια, κι εκείνοι κίνησαν
να κοιμηθούν, χορτάτοι από ψωμί και κρέας.
|