360Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Φτωχέ μου ξένε, με συγκίνησες κι αναστατώθηκε η ψυχή μου
μ᾽ αυτά που ένα προς ένα ανιστόρησες, όσα σε βρήκαν πάθη,
πόσο περιπλανήθηκες.
Αλλά δεν βλέπω στη σωστή γραμμή κι αυτό, δεν θα με πείσεις,
μιλώντας όπως μίλησες, και για τον Οδυσσέα. Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος,
τι σ᾽ αναγκάζει το λοιπόν να μου αραδιάζεις ψεύδη;
Το ξέρω μόνος μου και το αποφάσισα που κόμπωσε ο νόστος
του κυρίου μου, αφότου τον εμίσησαν τόσο ανελέητα
όλοι οι θεοί· που δεν τον άφησαν νεκρός να πέσει εκεί
στους Τρώες ανάμεσα, μήτε ξεψύχησε στα χέρια των δικών του
τελειώνοντας τον πόλεμο.
Τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν υψώνοντας το σήμα του,
370και θ᾽ άφηνε κληρονομιά στον γιο του μια μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα άφαντον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες.
Κι εγώ αποχωρισμένος ζω με τα γουρούνια μου. Δεν κατεβαίνω
πια στην πόλη, εκτός κι αν φρόνιμη γυρέψει να με δει η Πηνελόπη,
ανίσως από κάπου φτάσει στο παλάτι η είδηση,
οπότε οι πάντες κάθονται κι αρχίζουν να ρωτούν τα πάντα·
άλλοι από θλίψη για τον βασιλιά, που χρόνια τώρα στα ξένα μαραζώνει,
άλλοι με φανερή χαρά, όσοι ατιμώρητοι μαδούν το βιος του.
Όσο για μένα, δεν έχω αλήθεια πια διάθεση για ερωτήσεις κι απαντήσεις,
αφότου ένας Αιτωλός με ενέπαιξε με μια ιστορία ψεύτικη —
380είχε σκοτώσει κάποιον, κι αφού κοσμογυρίστηκε, έφτασε
και σ᾽ εμένα, στο μαντρί μου· κι εγώ τον δέχτηκα μ᾽ αγάπη και στοργή.
Έλεγε αυτός ότι τον Οδυσσέα τον είδε, κάτω στην Κρήτη,
στου Ιδομενέα το σπίτι,
πως καλαφάτιζε τα πλοία του, γιατί τα ρήμαξαν οι θύελλες.
Επέμενε πως όπου να ᾽ναι φτάνει, μέσα στο καλοκαίρι, το αργότερο
φθινόπωρο· πως φέρνει πίσω του πολλά αγαθά
και τους ισόθεους συντρόφους.
Γι᾽ αυτό, γέρο πολύπαθε, που ένας θεός σ᾽ έφερε στο μαντρί μου,
μη θες κι εσύ να με καλοκαρδίσεις, να με μαγέψεις με τα ψέματά σου·
με τέτοιο φέρσιμο, εγώ δεν πρόκειται να σ᾽ αγαπήσω και να σε σεβαστώ.
Τον ξένιο Δία σέβομαι και φοβάμαι, κι εσένα σε λυπάμαι.»
390Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας εύστροφος:
«Ω, τι αμετάπειστη καρδιά κρύβεις στο στήθος σου, που μήτε με τον όρκο μου
δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν᾽ αλλάξω και να σε μεταπείσω.
Μα τώρα πια σε προκαλώ να κλείσουμε μια συμφωνία μεταξύ μας,
με μάρτυρες και για τους δυο τους ολυμπίους θεούς:
αν θα νοστήσει ο κύρης σου και μπει σ᾽ αυτό το σπίτι,
με ντύνεις με καινούργια ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα,
κι ακόμη αναλαμβάνεις να με ξεπροβοδίσεις στο Δουλίχιο
που το έχω μέσα στην ψυχή μου·
αν παρά ταύτα δεν γυρίσει ο κύριός σου, κι ας το ισχυρίζομαι εγώ,
βάλε τότε τους δούλους σου να με γκρεμοτσακίσουν από μεγάλο βράχο,
400για να φοβάται του λοιπού κάθε ζητιάνος να ψευδολογεί.»
Αντιμιλώντας του όμως είπε ο θείος χοιροβοσκός:
«Ξένε, μα την αλήθεια, θα κέρδιζα όνομα καλό και φήμη ενάρετη
στον γύρω κόσμο, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον!
Αν, αφού σε δέχτηκα φιλόξενα σε τούτο το μαντρί,
την άλλην ώρα θα σε σκότωνα, κόβοντας τη γλυκιά ζωή σου —
με τι καρδιά θα προσευχόμουνα μετά στον Κρόνιο Δία.
Αλλά καιρός τώρα για δείπνο· λέω όπου να ᾽ναι θα φανούν
μέσα κι οι σύντροφοί μου, να ετοιμαστούμε στο καλύβι
για πλούσιο βραδινό.»
Όσο εκείνοι συναλλάσσονταν με τέτοια λόγια, έφτασαν οι χοιροβοσκοί
410τους χοίρους οδηγώντας, που τους μάντρωσαν να κοιμηθούνε,
κι όπως οι χοίροι συναυλίζονταν, σηκώθηκαν ατέλειωτα γρυλίσματα.
Τότε ο θείος χοιροβοσκός δίνει εντολή φωνάζοντας στους παραγιούς του:
«Φέρετε μέσα τον καλύτερό σας χοίρο, σκοπεύω να τον σφάξω
προς τιμή του ξένου που εδώ μας ήλθε από μακριά· μαζί του
θα ᾽χουμε όφελος κι εμείς, που τόσα βάσανα σηκώνουμε
μ᾽ αυτά τα ζωντανά τα ασπρόδοντα, αλλά τον μόχθο μας
τον κατατρώγουν άλλοι, και μάλιστα ατιμώρητοι.»
|